Από παράγραφο σε παράγραφο, γερνώ

[…Στο τέλος της εκπομπής η ορχήστρα έπιασε την Campanella του Λιστ και η συγκίνηση έδωσε την θέση της σε ένα συναίσθημα ανατρεπτικό που πολύ ευχαρίστησε τις δεκαετίες πίσω από τα μάτια μου. Όλη η περίσταση είχε κάτι από γιορτή, το ηρωικό εκείνο συναίσθημα της αποδοχής πραγμάτων όπως ο χρόνος, ο χρόνος κυριαρχούσε στις καρδιές των τηλεθεατών…] 

Σε αυτήν την έκθεση θα σας μιλήσω για την πιο ευτυχισμένη μου μέρα μες στην εβδομάδα. Φυσικά είναι το Σάββατο. Ο μπαμπάς και η μαμά είναι όλη μέρα στο σπίτι. Μαγειρεύουν και ψωνίζουν και αγαπιούνται και θυμώνουν όπως κάνουν όλοι οι άνθρωποι. Πριν από λίγες μέρες ακόμη και η Δανάη, με την οποία είμαστε οι καλύτερες φίλες, μου κράτησε πόζα μα γρήγορα τα βρήκαμε. Έτσι και η μαμά που ανταλλάσσει κλεφτά φιλιά με τον μπαμπά και έπειτα οχυρώνεται πίσω από τα οδοφράγματα της κουζίνας και ο μπαμπάς εξαπολύει την μια επίθεση μετά την άλλη από τους προμαχώνες του σαλονιού, με χιλιάδες πιστούς οπαδούς πίσω του να χαλούν τον κόσμο. Εγώ μεταφέρω γράμματα από την μια πλευρά στην άλλη, πιάνομαι αιχμάλωτη από την μαμά, υποκύπτω στην εξαγορά της, ο μπαμπάς θυμώνει, στο τέλος είμαι η πιο χαμένη από όλους. 

Το Σάββατο έχει προχωρήσει πια, η νύχτα έχει πέσει, τα τελευταία γέλια σκορπάνε, όλοι ανασαίνουν την σκόνη τους μες στις κρεβατοκάμαρες με τις κορνίζες και τα φάρμακα και την Σύνοψη πλάι στο προσκέφαλο τους. Θα κοιμηθούν ξέγνοιαστοι, από νησί σε νησί τώρα τριγυρίζει ο πατέρας, τα χρόνια αθροίζονται στον ύπνο του, η μητέρα πλένει την ζωή της στον νεροχύτη, επίμονα, να την κάνει αστραφτερή, χιλιάδες εξαρτήματα στον πάτο της γούρνας, τα μαλλιά της, αναρίθμητες χορδές, τεντωμένες, αισθηματικές, λεπτές φλέβες μνήμης, τίποτε λιγότερο.

 Η μαμά έχει γίνει πια και εκείνη η μητέρα, σοφή και μελαγχολική, με τον έρωτά της τακτοποιημένο στις ναφθαλίνες της ντουλάπας, με την άνοιξη της ανάπηρη. Μια σκληρή απομόνωση κρατά στον καστρόπυργο της την μητέρα. Να ρίξει τα μαλλιά της, να γίνει η χρυσή ροδιά του φαραγγιού, δεν έχει το θάρρος έτσι όπως σπάει η ομορφιά της πάνω από το νερό, πάνω από το νερό του νεροχύτη. 

Τότε και εγώ που γράφω αυτές τις λέξεις στήνω δικά μου, οχυρωματικά έργα. Κλειδώνομαι σε ερμητικά δωμάτια με κούκλες του παρελθόντος να με κοιτάζουν με επίμονα, λούτρινα βλέμματα, σαν πικραμένα μάτια, όλο δάκρυ. Χαμηλοί φωτισμοί παντού τριγύρω, μια σκισμένη αφίσα, κομμάτια αθωότητας στο πάτωμα για να βρίσκω λέει τον δρόμο. Και στο φόντο βουβή η τηλεόραση. Σε αιώνια σίγαση, με εκατομμύρια αλλεπάλληλες εικόνες, διαφημίσεις, προϊόντα ομορφιάς. Αυτά τα τελευταία θα μαρτυρούν πάντα έτσι αθρόα όπως μας επιβάλλονται την αιώνια προτεραιότητά μας. Φάρμακα, εκδηλώσεις πολιτισμού, καψουροτράγουδα, λαϊκές ορχήστρες μες σε τεχνητές ομίχλες, σκοτεινά φιλμ με προβληματικούς χαρακτήρες, θεϊκά νερά και μαντολίνα για φίνα, λεπτοκομμένα λαχανικά. Στάρλετ που προβαίνουν σε μια τρομερή εξομολόγηση, αρτίστες που ξεθωριάζουν, ξέφρενες χορογραφίες, άγνωστοι ήρωες, πολιτικές τοποθετήσεις, πρόσφυγες, σκεπασμένες σωροί, συντρίμμια ναυαγίων, αντεπιθέσεις με τον εκφωνητή που θαρρείς πως τρέχει έξω αριστερά, έτοιμος να βάλει εκείνος το πολυπόθητο γκολ, η έξοδος του τερματοφύλακα, την κρίσιμη στιγμή ένα άλλο κανάλι έρχεται στο προσκήνιο με θέμα του τις πλαστικές επεμβάσεις. Είναι εξόχως ρεαλιστικό αλλά εντάσσεται και αυτό στο κυνήγι της ομορφιάς που είναι χίμαιρα. 

Δεν ακούγεται τίποτε εκεί έξω. Ο πόλεμος τέλειωσε. Η μητέρα αποκοιμήθηκε και ο πατέρας γέρασε τόσο πολύ μες στο όνειρό του που μετά βίας πια τον αναγνωρίζω. Θα τον βάλω στο κάδρο να μου χαμογελάει για πάντα. Και την μητέρα στο πλάι του, μια σελίδα από την αστική ιστορία αυτού του τόπου, δύο που προσπάθησαν και έχασαν. Σβήνω την τηλεόραση μα προτού χαθεί για πάντα η εικόνα του κόσμου, προλαβαίνω να με φανταστώ μετέωρη ανάμεσα σε χίλιες πολιτείες, μια ανταπόκριση που καταγράφει κάποιο τηλεοπτικό συνεργείο, μίλια από τούτη την ζωή, από αυτήν εδώ την πόλη που γερνά με κάθε τρόπο. Δεν έχω πατρίδα, είμαι και εγώ μια ανταπόκριση, το θέμα της ζωής μου κρατάει λίγα μονάχα λεπτά. Ο χρόνος μου ήταν πάντα τηλεοπτικός, μια αναγωγή στην μονάδα, σε μένα την ίδια. 

Ένα πράσινο υλικό έχει κατακλύσει τους τοίχους, τα έπιπλα, έχει πνίξει τις κορνίζες και τώρα κατασπαράζει το πιάνο, την κιθάρα, το τρίπτυχο. Η μητέρα φέγγει μες στο σκοτάδι, καταπράσινη σαν τις ζωγραφιές με τα αντιθετικά χρώματα της Φρίντα Κάλο. Η ραχοκοκαλιά της στέκει στο πλάι, ο πατέρας με το καλό του κοστούμι, χτενισμένος με σφαλισμένα χείλη μοιάζει τόσο ζωντανός πίσω από τα φώτα της τηλεόρασης και αλλάζει δέρμα. Τότε είπα εντός μου, τι σκληρό χρονικό αυτή εδώ η ζωή. Και έγινα η μητέρα, ο πατέρας, κομμάτι και εγώ του κόσμου που παλιώνει, μια χαλασμένη τηλεόραση δίχως ανταποκριτές. 

Η αγαπημένη μου μέρα είναι το Σάββατο. Επειδή μπορώ και παγώνω από τον φόβο μου δίχως κανείς να με διακόπτει και έχω όλο τον χρόνο του κόσμου να νιώσω πόσο υπέροχη και αβάσταχτη είναι μαζί η ζωή. Καμιά φορά λογαριάζω με σιγουριά πως όλα τα χρωστώ στην τηλεόραση. Αυτό μόνο. 

Άλλοτε πάλι τους θυμάμαι να πεισμώνουν. Η μητέρα και ο πατέρας μια φορά και έναν καιρό να περνούν εμπρός από την παλιά εταζέρα, να στέκουν, να φιλιούνται στα κλεφτά να σχηματίζουν δίχως φωνή την ανίκητη λέξη χρόνος κάτω από την αθάνατη μαρκίζα της τηλεόρασης. Και η Δανάη, αιώνια θυμωμένη, να μου λέει δίχως φωνή, με εκείνη την χαρακτηριστική χειρονομία που κάνουμε επάνω στο λάθος του άλλου, στα’πα εγώ, στα είπα.

Α.Θ