Στον Χάρη

Με φόντο την «πρωινή βροχή» της Μπέτσι Λεγκ από το σκονισμένο 1971 και στίχους από το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη. Χάρης, 1944.

Πέρασα σήμερα, μετά από μέρες. Η Πλατεία Αιγύπτου, ίδια μες στις δεκαετίες που μου αναλογούν. Ντυμένη την μυθολογία της πόλης που πεθαίνει. Μες στο ίσκιο η οδός Μαυροματαίων, κλασική με προσόψεις θαμμένες μες στις πρασιές. 

Ἂν μὲς στὶς φωνὲς ποὺ τὰ βράδια τρυποῦνε ἀνελέητα τὰ τείχη
Ξεχώρισες μία: Εἶν᾿ ἡ δική του. Ἀνάβει μικρὲς πυρκαγιὲς

Στάθηκα πλάι στο σβησμένο συντριβάνι, ένας εγώ ανάμεσα στα μεγάλα, ληθαργικά μέγαρα που κρατούν το ίσο στην αθηναϊκή μελαγχολία. Το φανάρι ανάβει, τα τροχοφόρα εφορμούν, η γραμμή του τερματισμού διαφορετική για το καθένα, μα εκείνα ορμούν και φίλοι παλιοί με αποχαιρετούν. Όλα φεύγουν και τα σαββατόβραδα τρέμουν από την μοναξιά. Στον καθρέφτη της φυλλάδας που λιώνει κάτω στο πεζοδρόμιο, βρίσκω την εποχή μου. 

Μόνον ο Χάρης είναι που λείπει. Πάνε τόσα χρόνια πια από το  ‘44 που γίνηκε ανάμνηση. Πουθενά δεν θα φανεί. Ρωτούν για αυτόν τα αρχαία πουλιά του πάρκου και οι ροτόντες του κλειστού μαγαζιού γράφουν το όνομά του πάνω στην σκόνη. Μα ο Χάρης δεν θα φανεί. Έγινε ποίημα και ανέβηκε στους ουρανούς, όπως λέει το τραγούδι. Για κάποιους φυγάδες ο ουρανός είναι η παρανομία. 

Χιλιάδες μικρς πυρκαγις ποπυρπολον
τ
ν τίθαση νιότη μας
Ε
ν᾿ ἡ δική του φωνποβουίζει στπλθος
τριγύρω σ
ν λιος
Π
᾿ ἀγκαλιάζει τν κόσμο σν λιος 

Ξέρετε τι συμβαίνει όταν κανείς γίνεται ποίημα; Τριγύρω του ανάβουν ξαφνικές λαμπηδόνες που ξεπηδούν από το τίποτε της πολιτείας. Στο φόντο σηκώνονται για πάντα νέα γιασεμιά που ποτέ δεν μαραίνονται καμωμένα από ζωγράφους. Στην τσέπη σου ένα ολομόναχο κέρμα και οι δρόμοι όλοι ανοιχτοί, οι σκοτεινές μπαλάντες που μας γονατίσανε την καρδιά ξεφτισμένες, το κάρβουνο καταπράσινη φυλλωσιά και ο αγέρας με μια ιδέα κανέλας και άγριου βασιλικού. Παντού πετούν τραγούδια της ξενιτιάς, της ζωής και της αγάπης και οι κίνδυνοι χαμένοι πια. Όταν κανείς γίνεται ποίημα στο πέρασμα του όλες οι σημαίες πλαταγίζουν, κάτι όμορφο και σπουδαίο χτυπά την κοιμισμένη χορδή του κόσμου. 

Φαντάζομαι τον Χάρη λίγο πριν χαθεί μες στην ιστορία της ζωής μας, να μας δίνει μια υπόσχεση. Κάτι θα αλλάξει, έστω για μια στιγμή σαν με θυμάστε. Μια πυρκαγιά θα ανάψει πέρα στα τείχη και τότε θα ξέρετε πως εγώ, ο Χάρης δεν χάθηκα για το τίποτε. Έδωσα την ψυχή μου και έγινα ποίημα. Ένα δισύλλαβο όνομα για τον έρωτα και μια χρονολογία. Για να θυμάστε πως από εδώ κάποτε πέρασε ο Χάρης.

ποὺ σπαθίζει τὶς πίκρες σὰν ἥλιος
Ποὺ μᾶς δείχνει σὰν ἥλιος λαμπρὸς τὶς χρυσὲς πολιτεῖες
Ποὺ ξανοίγονται μπρός μας λουσμένες 

Μια παρέα κατηφορίζει την λεωφόρο Αλεξάνδρας. Γελούν, ανυποψίαστοι όπως θα έπρεπε. Δυο δεσποινίδες με ανοιξιάτικα φουστάνια έρχονται από την αντίθετη κατεύθυνση. Και τότε, μόνο τότε γυρίζω όλα τα κλειδιά στο σταθμαρχείο της λεωφόρου Αλεξάνδρας για να συγκρουστούν μετωπικά οι έρωτες. Τον έναν τον λένε Χάρη και πεθαίνει στα γέλια, κάνοντας λίγο χώρο στην ασφυκτική μας λύπη. 

Θα σε βρω Χάρη, ίσως σε χίλια χρόνια, μα θα σε βρω στα ποιήματα. Θα σε γνωρίσω από την φωνή σου, «όταν εμείς σωπαίναμε». Λοιπόν, Χάρη πίνω σε σένα και…

στν λήθεια κασταθριο τφς.

Α.Θ