Φιλοδώρημα, κύριος;

[Πενήντα επτά άνθρωποι φεύγουν παραμονές της άνοιξης. Από τότε τα κέφια μας είναι ψόφια και το νάυλον της βιτρίνας μας σκίστηκε. Για αυτό και το τραγουδάκι, έτσι για να μας συντροφεύει όταν θα χειροκροτούμε για τα φιλοδωρήματα που πέφτουν βροχή. Αν ζούσε ο Σουρής θα ‘τριβε τα χέρια του. Χρειαζόταν εκείνο το παιδί για να μας θυμίσει τι όψη έχει η αξιοπρέπεια. «Θα στηριχτώ μόνος μου», ακριβώς εμπρός στον γκισέ. Την κρίσιμη στιγμή που πάει περίπατο η αξιοπρέπειά μας.]

Σήμερα το πρωί ξύπνησε γερασμένος. Κοίταξε την ταυτότητά του, είχε κιόλας γίνει πενήντα πέντε χρονών. Είχαν περάσει τόσα χρόνια, αρτίστικα από μέσα του. Και οι κρόταφοι του είχαν το σημάδι που αφήνει η κάνη στο δέρμα, μια ιδέα στάχτη. Αμέσως το ‘ νιωσε πως κάτι δεν πήγαινε καλά και πως είχε πέσει επάνω του το βάρος του κόσμου. Καλύτερα όμως από εκείνους που σήκωσαν το απόβαρο ενός βαγονιού  στους ώμους τους. Καμιά αξιοπρέπεια δεν θα το άντεχε αυτό και αν τον ρωτήσεις κατά βάθος αυτή είναι και η αιτία του θανάτου τόσων και τόσων. 

Κοίταξε στον καθρέφτη και  βρήκε τον εαυτό του με μια ρωγμή από το μέτωπο ως την βάση του λαιμού του. Από μέσα δεν έβγαιναν φώτα, μόνο ένα μαύρο υγρό, σαν λάδι μηχανής. Κάτι είχε χαλάσει μέσα του, το ‘νιωθε πως δεν είχε πολύ χρόνο ακόμη. Περπάτησε με δυσκολία ως την μπαλκονόπορτα. Έριξε μια ματιά κάτω στην λεωφόρο κάτω που πέθαινε, σπαρμένη καπνογόνα και τα αναμμένα κεράκια των ψυχών που χαθήκανε, πλέανε τώρα σαν πλοία στα χαμένα. 

Τότε τον είδε. Εκείνος που είπε θα ξεφύγω ήταν πια γιάνκης κάτω από την μεταπολιτευτική προτομή. Κουβαλούσε κάτι παράξενα πράγματα, κάθε τόσο πόζαρε όσο πίσω του αγόραζαν δωδεκάχρονα στα παζάρια. Το ακριβό του κοστούμι, το μεγάλο του εγώ και το δίκτυο των φίλων , όλα υπήρχαν για να είναι εκείνος ευτυχισμένος. Και όμως πώς γέρασε έτσι; Στο καφενείο απέναντι ο Κατσαρός – ο ποιητής ντε – με ένα πλακάτ που έγραφε στα’πα. Όλη η πόλη τυλιγμένη σε νάυλον και μια άρρωστη άνοιξη με παράξενες διαθέσεις, σχεδόν ανθρωποφάγες. Άραγε ποιος θα του τραβήξει το αυτί; 

Και έπειτα η σειρά σάλεψε και εγώ ξέχασα τι ονειρευόμουν. Λίγο πιο μπροστά δίνουν φιλοδώρημα και όλοι ευτυχισμένοι κοιταζόμαστε, κυρίως επειδή στο τέλος του περασμένου σαββατόβραδου, τα καταφέραμε και παραμείναμε ζωντανοί.  Όταν γυρίσω θα γράψω για αυτό το όνειρο, μα κιόλας τα έχω όλα ξεχάσει και άλλες ιστορίες ακονίζουν τα νύχια τους πάνω στην καρδιά μου. Πενήντα πέντε, για φαντάσου μες σε μια νύχτα στο τάδε χιλιόμετρο. Οι σηματοδότες να σου κλείνουν το μάτι μα εσύ όλο να επιταχύνεις, καμία σχέση με την ουρά που ως το μεσημέρι δεν θα ‘χει φτάσει στον γκισέ. Θα μας πάρει το μεσημέρι. Καλύτερα να δουλέψω το ευχαριστώ μου το ξεφτιλισμένο, καλύτερα να σκεφτώ πως έχω μια ζωή πραγματικά αξιαγάπητη. 

Α.Θ