Πρέβεζα

“Θάνατος οι λεροί,
ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά,
μεγάλα ονόματά τους”
Κ. Καρυωτάκης
Πρέβεζα

 

για τον Κ. Καρυωτάκη

Ήταν μια αυλή γεμάτη πράγματα της ζωής μας παρατημένα. Άλλοτε ίσως να αποτελούσε έναν καταπράσινο λαχανόκηπο, ένα περιβολάκι από αυτά που τριγυρίζουμε με λεπτή πόχα. Ένα περιβολάκι που μας κάνει να νιώθουμε την αγωνία της επιβίωσης σαν ξεσπάσουν οι άγριες βροχές. Κάθε πρωί λέμε στο περιβολάκι μας τα πιο γλυκά και ανεπιτήδευτα λόγια, παρακαλούμε τον νεαρό θεό της κληματαριάς να έχει καλά τούτο τον κόσμο τον δικό μας, τον μικρό, πότε μέγα. Πριν πέσει ο ήλιος στέκουμε έξω από τον φράχτη και καπνίζουμε το ηλιοβασίλεμα με γεμάτες ανάσες, βρώμικα ρούχα και χώματα στα χέρια, ευτυχία στις καρδιές. Το κοιτάζουμε για μια τελευταία φορά, φροντίζουμε κάτι λεπτομέρειες ανεξιχνίαστες και αργά φεύγουμε για πάντα. Πώς να πούμε στο περιβολάκι μας πως το καλοκαίρι τέλειωσε, πως τώρα πια κανείς μας δεν θα ξαναφανεί εδώ κάτω. Έρχονται χειμώνες, παγωνιές απειλούν να σταματήσουν την ζωή εκεί έξω. Η πόλη αγριεύει, σαν καταιγίδα κατηφορίζουν τα τροχοφόρα με τα νυσταγμένα τους τα φώτα, τους ασθενείς, τους εραστές, τους απόκληρους, τους σκληρά εργαζόμενους, τους φοιτητές. Η πόλη δεν νοιάζεται καθόλου για το περιβολάκι μου και αν μπορούσε να αποκριθεί θα ‘λεγε πως κάθε τέτοια προσπάθεια δεν συνιστά παρά μια περιττή προσπάθεια, μια ανώφελη υποχρέωση δίχως αντίκρισμα για τον κόπο μας. Πώς να πούμε στο περιβολάκι μας πως κανείς δεν νοιάζεται εκεί έξω; Τώρα το λεωφορείο μας παίρνει μακριά, στις στάσεις της ερημιάς σταματά, κάποιος ανεβαίνει, κάποιος παίρνει το μονοπάτι που βγάζει στις ρεματιές. Εκεί που γεννήθηκε και τώρα επιστρέφει με τα φτερά του τσακισμένα, μπορεί κανείς να το συμπεράνει έτσι όπως κρατιέται από το τίποτε και όλο προχωρεί. Ο κόσμος παντού είναι γεμάτος αγγέλους που δεν τα κατάφεραν, πίσω στις πλάτες τους καρφωμένο το μικρό φανάρι που τρέμει μες στην νύχτα και τότε εσύ και εγώ μπορούμε να πούμε πως κάπου υπάρχει Θεός, πως κάπου υπάρχει ένας άνθρωπος. 

Αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, αν το μπορούσα, τότε θα διάλεγα για ολόκληρη την ζωή μου εκείνο το μικρό, δασωμένο περιβολάκι. Θα με ξυπνούσε λέει, την άνοιξη έτσι όπως θα άνοιγε σαν οπωρώνας για να δεχτεί την χάρη του κόσμου. Θα το ‘βρισκα αγριεμένο, με τα σπαρμένα του τα χόρτα τριγύρω από τον φράχτη, σκαρφαλωμένοι κισσοί πάνω στο λεπτό σύρμα. Θα πω κοίτα με τι ευφυΐα κατορθώνει και εξαπλώνεται η φύση και αργότερα θα πιάσω να τα ξεριζώσω. Θα έκανα ότι μπορούσα για να σώσω το μικρό μου περιβολάκι, μα ο χρόνος δεν γυρνάει πίσω. 

Το περιβολάκι μου δεν είναι τίποτε λιγότερο , τίποτε το ενστικτώδες, δεν είναι ένας απλός λόγος. Είναι ένα περιβολάκι, σπαρμένο στίχους από μια γενιά πικραμένη που έπαιξε και έχασε όλο της το βιος μες στις μεγάλες και αξεπέραστες ήττες. Είναι ένα περιβολάκι, τίποτε περισσότερο μα αν κανείς το προσέξει με θέρμη και αφοσίωση, θα μπορούσε να γενεί ένας συλλογισμός επάνω στην ωραιότητα της φύσης, πίνακας ζωγραφικός και ανάμνηση. Το περιβολάκι μου που κλαίει σιγανά. Και το χιόνι να πέφτει πάνω από μια ποιητική Πρέβεζα. 

“Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια”

Την πόλη του Κώστα Καρυωτάκη που εστάθηκε πιο κοντά στον θάνατο από όσο κανείς το φαντάστηκε. Την Πρέβεζα που μεταμορφώνεται απόψε στο περιβολάκι της ζωής μου. Την Πρέβεζα που μυρίζει θάνατο και εγκατάλειψη, που αναπαλαιώνεται με χαλύβδινες σκαλωσιές σε κάθε της γωνιά και προχωρεί μες στον δικό της καινούριο αιώνα, την Πρέβεζα του Κώστα Καρυωτάκη, έναν κόσμο ρομαντικό που συνέθλιψαν τα αμέτρητα φθινόπωρα. Την πολιτεία με τα νεκρά αγάλματα, που παραστέκουν τον θάνατο του ποιητή, με τις κάργιες τους που φτεροκοπάνε νευρικά πάνω από τα κεφάλια μας, 

Καθώς περνούμε στην ανυπαρξία του μεσημεριού, πιασμένοι από τις ζέστες που μας έχουν πάρει μια ζωή  στο κατόπιν, σαν τις μαινάδες των ποιητών, συλλογιζόμαστε πως θάνατος είναι εκείνο το περιτριγύρισμα από περιποιητικούς υπηρέτες που πηγαινοέρχονται στους δέκτες, σαν τις μαινάδες που δεν χορτάσανε από τον Ορέστη. Θάνατος είναι ο ποιητής που λησμονιέται για πάντα, ο ποιητής με το αβάσταχτο βάρος της μυθολογίας του καιρού του, ο μελαγχολικός εκείνος ζωγράφος στο ξέφωτο του Κουρμπέ. Θάνατος στα ποιήματα σημαίνει να καταστρέφονται οι στροφές και να βγαίνουν άνεργες οι λέξεις. 

Στον Θάνατο του Καρυωτάκη, οι αισθήσεις μας διεγείρονται, κάτι πρωτόγνωρο μας κάνει να ξεχωρίζουμε τα χνάρια των ανοιξιάτικων φαντασμάτων που πέρασαν και πάνε. Η σιγή στους ασυρμάτους της ζωής μας καλύπτεται πια από μια φωνακλάδικη αγορά, κατάμεστη από παστά ψάρια, είδη μαναβικής, βιτρίνες. Πίσω οι άνδρες φωνάζουν, παντού ακροβολισμένες αλλοτινές βιολετέρες να σου χαρίζουν ένα ανθάκι και ένα φιλί. Μεσημέρι ανδαλουσιανό μου, θάνατος είναι να αφήνει κανείς το ποίημα να τον συνεπάρει τόσο πολύ, να ξεφεύγει από το μαγνάδι του χρόνου με μια κατάμαυρη καρδιά στο στήθος. Θάνατος, είναι ένα έρημο πάρκινγκ, ένα χωράφι, ένα αυτοκίνητο, ένα ξενοδοχείο, παιδικές χαρές και δωμάτια άλλων ηλικιών, κλειστές αυλές και χρώματα παστέλ ερειπωμένα. 

θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Αυτό είναι ο θάνατος. Το ‘πε και ο κύριος Καρυωτάκης από τα ανοιχτά της Πρέβεζας. Ζωγραφισμένη Περσεφόνη, πάντοτε γελαστή και πικραμένη, ολότελα εξαντλημένη από τις θύμησες, φορώντας παπαρούνες στα μαλλιά της επάνω, εκείνη το ποίημα, πεταμένα γέλια πάνω στην όψη του θανάτου. 

Μες στις ανθολογίες ο ποιητής υπόκειται σε φριχτές αναθεωρήσεις και λήθη. Τώρα η εποχή μας τον περιφρονεί και προχωρά δίχως τον πεισιθάνατο, μελαγχολικό Καρυωτάκη. Μα με λίγες λέξεις ο ποιητής προλαβαίνει να αποκαλυφθεί σαν τ’ακριβότερο μετάλλευμα μες στα νταμάρια της πρωτοπορίας.

“Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης. Την Κυριακή…”

Όσο για το περιβολάκι μου, αυτό υπήρξε μια ιδέα, πνιγμένο σε φυτά, ρόδα, σε αγαλίδες και υάκινθους μεθυστικούς και έπαψε να υπάρχει πια. Θάνατος είναι πια. Και ένα φιλί με άρωμα ροδάκινου και φράουλας, ο ύπνος του ποιητή που ‘χει περάσει πια στην σφαίρα της καρτερικότητας, διατηρώντας ακόμη απομεινάρια ποιητικά, κερδίζοντας στα κρυφά την ζωή, σαν τους ερημίτες. Θάνατος και μια τρελή του φεγγαριού κοπέλα, με άδειο πανέρι.

 Κλεισμένος στην ανθολογία του που μελετούν οι νέες και οι νέοι τον καιρό της πολύκροτης μελαγχολίας τους, ο Καρυωτάκης δεν είναι πως γελά με τον θάνατο, μα την ίδια στιγμή στέκει τ βαρκαρόπουλο με τα λαδιά τα μάτια, ένα αγόρι βγαλμένο από μια μπαλάντα θλιβερή, πρωτόγονο παιδί μα με τρυφερή εμπιστοσύνη στη ζωή και τον άνθρωπο, που ενσωματώνονται στο σκαρί του ποιήματος. Είναι το μελαγχολικό περιβολάκι στο περιθώριο του κήπου που προχωρεί λαγγεμένος προς την ανυπαρξία. Μια απόλυτη μοναξιά κάτω από την κρεμαστή λυχνία του Κώστα Καρυωτάκη που φέγγει εις στα στήθη κρυπτός και την ψυχή μας ταράσσει. 

Α.Θ