El pequeño baterista

από την σειρά
«Χριστουγεννιάτικες μπαλάντες»

Το βράδυ στην πόλη πέφτει μια μικρή παύση. Φωτισμοί αστραπής τότε χτυπούν εδώ και εκεί, όσο τα αμάξια διασχίζουν με ταχύτητα την λεωφόρο. Καθισμένος στην θέση του, αγκαλιά με τις φωτογραφίες της νύχτας και τα φώτα βυθού ψάχνει ένα όνομα για τα σπίτια που έχασαν τον ίσκιο τους, για τα αναπαλαιωμένα, που δεν δίνουν δεκάρα για την ματαιότητα του καθημερινού.

Σε λίγο φθάνουν στις κακόφημες γειτονιές. Στα σκαλοπάτια των σπιτιών, στις εισόδους των μεγάρων, καύτρες από τρελά κορίτσια που δεν έχουν ύπνο. Με λίγα δολάρια αγοράζεις την αγάπη εδώ κάτω.

Εδώ παρακαλώ.

Και το όχημα φρέναρε απότομα, χτύπησε στον νερόλακκο και έκανε χάλια εκείνη την ωραία ζωγραφιά πάνω στην μάντρα της βιοτεχνίας. Έπειτα από λίγο δυο αδύναμα φώτα, δυο κατακόκκινα μάτια ήταν το μόνο που είχε απομείνει καθώς το αυτοκίνητο ανηφόριζε την κακόφημη γειτονιά.

Τι θέλει ένας καθώς πρέπει κύριος σε μια τέτοια γειτονιά. Είναι ασυνήθιστο, δεν νομίζετε;

Μα θα ήταν αδύνατο να εξηγήσει στον οδηγό πως απόψε στο όνειρό του ήρθε και τον βρήκε ο μικρός τυμπανιστής. Στάθηκε στο μέσον του σαλονιού, χτύπησε τις μπαγκέτες του και του ‘γνεψε να τον ακολουθήσει. Σε λίγο οι δυο τους μες στην άδεια πολιτεία χαλούσαν τον κόσμο. Ήταν η καρδιά ή τα κρουστά εκείνου του αγοριού που έκαμαν την διαφορά, κανείς δεν το ξέρει και ποτέ δεν θα το πει. Πώς θα μπορούσε να εξηγήσει ότι εκείνο το αγόρι με το παλιό μπλου τζην και τα νευρώδη χέρια του έδειξε την αλήθεια. Έτσι λογάριασε τα λόγια του οδηγού και συλλογίστηκε πως σε μια τέτοια περίσταση είναι καλύτερα να κρατήσει ακηλίδωτη την σιωπή του ή πάλι να βρει ένα ψέμα, ένα επιχείρημα που θα λύσει μεμιάς όλες τις απορίες.

Κάποιοι παλιοί γνωστοί, απάντησε και ο οδηγός χαμογέλασε. Δυνάμωσε την ένταση του ραδιοφώνου. Από τα ηχεία του αυτοκινήτου, κάπως αδικημένος ακουγόταν ο Τσάρλι Πάρκερ. Σκέφτηκε πως τα κατάφερε καλά και χώθηκε στην θέση του σαν εκείνες τις λεπτομέρειες των παιχνιδιών που χάθηκαν απρόσμενα και πάντα επιστρέφουν όταν όμως κάθε τι παιδικό μας έχει πια περάσει. Μα ένιωσε κάπως λυπημένος και προσπάθησε να διορθώσει την απόσταση που ‘χε φτιάξει.

Για όλα φταίει ένα όνειρο. Ένας μικρός τυμπανιστής. Ακριβώς αυτό.

Ο οδηγός φέρθηκε με τρυφερότητα στον Τσάρλι και απλά χαμήλωσε την ένταση. Έδειξε ενδιαφέρον στα βάθη του καθρέφτη, αντάμωσε την γλαφυρότητα του πελάτη που ‘χε βρει πια το κέφι του.

Ένας μικρός τυμπανιστής; Πάει να πει, με τα τύμπανα του, τις μπαγκέτες και τους ρυθμούς;

Θέλησε να πει ακριβώς. Μα προτίμησε να αφήσει ασχολίαστο το ερώτημα του οδηγού μια και σε λίγη ώρα θα είχαν χωρίσει για πάντα και ελάχιστη σημασία θα είχε ετούτη η συζήτηση.

Μου’πε έλα να πάμε να δεις και στεκόταν στην μέση του χολ, αιώνια νέος, σαν τις ρεκλάμες που δεν σβήνουν ποτέ στην άκρη του δρόμου. Χριστός γεννήθηκε στην άκρη της γης. Θα τον πουν Άνταμ, δεν έχει αστέρι να μιλήσει για αυτόν, μονάχα ένα παγωμένο καλύβι στην άκρη στα νερά και μια ξύλινη βάρκα που ‘χει χαλάσει και έχει γίνει πατρίδα για όστρακα παράξενα και κοράλλια. Τον ακολούθησα με μια αίσθηση νοσταλγίας που όμως τίποτε δεν θα μπορούσε να φέρει πίσω.

Με συνόδευσε ως το χαμόσπιτο της οδού Άρθουρ. Η συγκεκριμένη περιγράφεται ως ένα από εκείνα τα τα «τυφλά» στενά που από μια παραξενιά κρατήθηκαν στην θέση τους και τώρα γεμίζουν σκουπίδια και ξενόφερτες μπροσούρες από παλιά φθινόπωρα.

Και λοιπόν; Τι ήταν εκεί;

Ήταν ένα παγωμένο δωμάτιο με τρία κρεβάτια όλα και όλα. Σε μια γωνιά έστεκε ένα ηλικιωμένος, άγνωστης ηλικίας και προέλευσης. Το δωμάτιο φώτιζε ένα αδύναμο κερί. Κάτω στο πάτωμα, στα σανίδια, μπορούσε κανείς να αντικρίσει ολόκληρη την παιδική αθωότητα να ονειρεύεται, κουλουριασμένη με ιδρωμένους κροτάφους από τον επίμονο πυρετό. Δεν είχε φάτνη και δέντρο των Χριστουγέννων, μήτε είχαν καμιά σημασία όλα αυτά για εκείνους τους ανθρώπους. Στο τραπέζι έπεφτε το λιγοστό φεγγάρι πάνω στο τραπέζι και το καπνισμένο ξεροκόμματο.. Στην άλλη άκρη του δωματίου μια γυναίκα γεννούσε μονάχη της. Στάλαζε γλυκό το αίμα πάνω στο άγριο χώμα του καλυβιού και η γυναίκα όλο προσπαθούσε να διώξει την στάχτη από την ζωή της. Σε λίγο καιρό θα σημάνει ο σκληρός χειμώνας που δεν ξέρει από αγάπη, παρά μόνο από το αναμμένο μαγκάλι που κάνει βαριά την ατμόσφαιρα και μας λερώνει τα πνευμόνια. Ο μικρός τυμπανιστής σήκωσε την μπαγκέτα του και τον αποχαιρέτησε. Από εδώ και πέρα θα κοιμόταν ως το ποτέ που δεν συνιστά παρά ένα ισοδύναμο μέγεθος για την αιωνιότητα.

Χριστός γεννάται απόψε στην άκρη της γης, είπε στον οδηγό που δεν έδειξε να καταλαβαίνει και πολλά.

Ίσως να τρόμαξε κάπως μια και στο τέλος του χωματόδρομου, είπε ως εδώ και του ζήτησε το αντίτιμο. Είπε κάτι για το αμάξι πως το άσχημο οδόστρωμα του κάνει κακό στις αναρτήσεις και πως με πρόχειρους υπολογισμούς όλη η αποκατάσταση ίσως κρατήσει έξι μπορεί και επτά μήνες, χώρια το κόστος. Είπε και άλλα μα δεν έχουν σημασία και ας λένε πως στην απλή, τραχιά γλώσσα κρύβονται οι απαρχές της καλύτερης λογοτεχνίας. Τίποτε τέτοιο δεν είναι της παρούσης.

Τον είδε να κατηφορίζει και από τα ηχεία έφθανε το αργεντίνικο βιμπραφόν, πάντα μια κομματιασμένη καρδιά, τίποτε περισσότερο στους δρόμους που αχνίζουν από την ζωή. Σκέφτηκε πώς στην άσχημη, λησμονημένη φόρμα βολεύεται καλύτερα η ζωή. Πως αν είναι έτσι, πολλοί σαν τον Χριστό γεννιούνται καθώς ανοιγοκλείνουμε για μια στιγμή μονάχα τα μάτια, έτσι όπως ο χρόνος ανοιγοκλείνει τα σείστρα του. Θα μπορούσαν όλοι τους να έχουν το ίδιο όνομα και να πεθαίνουν το ίδιο προδομένοι για εσένα και για μένα.

Ξημέρωνε. Βρήκε τον εαυτό του κάπως και έριξε μια ματιά γύρω. Στα ηχεία της νύχτας δέσποζε, – ποιος άλλος;-, ο Τσάλι Πάρκερ. Ένα ανοιχτό, ολομόναχο ραδιόφωνο που κλαίει και κλαίει μες στην καρδιά των Χριστουγέννων. Είχε αποκοιμηθεί κάμποση ώρα ντυμένος τα ασημένια μαύρα του επαναλαμβανόμενου, χαμηλού φωτισμού από τ’απέναντι παιδικό δωμάτιο.

Α.Θ