Τα μπλε παραθυρόφυλλα

Ήταν μια φιγούρα βγαλμένη από τις ζωγραφιές του Γκόγια. Τόλμησε να ψιθυρίσει δυο τρεις λέξεις, κάτι σαν συγνώμη και έπειτα γύρισε και χάθηκε. Τελευταίο καρέ, το φουστάνι της που είχε έναν τόνο αποκριάτικου ιντερμέτζιο. Και έπειτα έπιασε μια βροχή που έπεφτε από σύννεφα μαχαίρια. Λαμπιόνια αντίο αναβόσβηναν στο βάθος του δρόμου.

 Τα πόδια του βουτηγμένα σε μια θλιβερή λάσπη, οι οδοί της διαφυγής από καιρό πια κλεισμένοι. 

Οι εργάτες που αλλάζουν επίμονα όψη στις πολιτείες τον βρήκαν ακίνητο έπειτα από μέρες, να ατενίζει το κενό. Τον λογάριασαν για κάποιο από εκείνα τα πράγματα που ο παλιός χρόνος ξέχασε. Και δεν πείραξαν τίποτε δικό του. Μόνο συνέχισαν τις εργασίες τους, κάθε μέρα προχωρώντας περισσότερο ως την βαθιά των πραγμάτων την ουσία. 

Γύρω του χτίζονταν μεγάλες φωλιές πουλιών και αγάλματα. Τον κύκλωναν κάτι χαλύβδινα άνθη που αγριεύουν με τον καιρό. Από τα μαλλιά του σηκώνονταν κλαδιά σαν προσευχές, κοιτάζοντας προς τον ουρανό. Το πλήθος συνήθισε την παρουσία του και τον περιφρόνησε για πάντα. Η παγωμένη του έκφραση, το χρώμα του που ξέφτιζε με τον καιρό, μια κιθάρα με σπασμένες χορδές η φωνή του ποτέ δεν θα ακουστεί ξανά. Από όλες τις ραγισματιές του δέρματος του στάλαζε η μουσική.

Και ήταν μια Κυριακή, από εκείνες τις μελαγχολικές βραδιές που τίποτε δεν έχει σημασία όταν πέρασε εκείνη από τον ίδιο δρόμο. Τα μαλλιά της κυματιστά και λευκά, το βήμα της νευρικό που ξαφνικά σταματά, σαν πεθαμένος βιολιστής. Τον είδε ξεθωριασμένο, με ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο σε κάθε του μάτι, να κοιτάζει πέρα από τον χρόνο. Το κορμί του στο περασμένο είχε εγκαταλείψει και ένας πόνος μυστικός, βουβός, σαν μονόλογος είχε πριονίσει τα φτερά του. Ήταν πια ίσκιος καπνού, ένα σπίτι που ρήμαξε.  Από τον αχό της πολιτείας στο πουθενά της ξοδεμένης αγάπης όλο επέστρεφε.

Είπε το όνομά του, ήταν ψέμα. Είπε, πόσος καιρός και δεν έφυγες ποτέ, ήταν ψέμα. Είπε, τόσα χρόνια τριγυρνάς σαν μουσική μες στις ζωγραφιές και έχεις μονάχα το πρίμο αγέρι να σε παραστέκει. Είπε ακόμη το όνομά του τρεις φορές, μα σαν πάντα, όλα μύριζαν προδοσία. Και για πρώτη και τελευταία φορά ακούστηκαν οι ρίζες του λαιμού του να σπάζουν και από το πηγαδίσιο του στόμα βγήκαν μερικές λέξεις, όπως μια γενναία αντίστιξη. Τριγύρω έναστροι ουρανοί και πεθαμένες μπαλάντες.

Μίλα μου σαν την βροχή, δίχως λέξεις, της είπε αυτός που ήταν πια κάτι λιγότερο από άνθρωπος, κάτι περισσότερο από άγαλμα. Και ο κόσμος γέμισε ποιητικά, ξύλινα γεφύρια που στο άγνωστο τους πηγαίναν.

Α.Θ