Ο κλειδούχος

ανάερα πέφτει.
Νάρκισσος,
Ν. Λαπαθιώτης

Ο Δημήτρης Μαραμής γράφει την μουσική στην υπέροχη μελοποίηση του πικρού Νάρκισσου, του ήρωα που ξαναγέννησε η έμπνευση του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, του γεμάτου από νόστο και δισταγμό και ένα παραιτημένο «εγώ».

Οι εργάτες δουλεύουν ολημερίς. Μεταφέρουν κάτι θηριώδη μηχανήματα, βουτηγμένα στην σκόνη και το χώμα. Κάθε μεσημέρι σταματούν, γελούν και ξεδιψούν ίσαμε να περάσει μια ώρα και μετά να χυθούν με περισσότερη ορμή στο μεγαλειώδες, αστικό τους έργο. Καθένας στο πόστο του,  κάπως αλαφρωμένοι από την κούραση του πρωινού. Η βραδινή βάρδια φθάνει πάντα περί της εννιά. Έχει και εκείνη τις ευθύνες της. Το νυχτερινό περίπολο είναι συχνό και θα πρέπει κανείς να αντέξει την παγωνιά. Έπειτα τυλίγουν το ασαφές της νύχτας μες σε αλουμινένια πλαίσια, περνούν μίνιο τις αιχμές του φεγγαριού να μην χαλάσει από τα όνειρα. Ω, οι βραδινοί εργάτες, μια ολόκληρη, χαμένη τάξη ανθρώπων. Γίναμε φίλοι και κάθε βράδυ τα κουτσολέμε, εγώ από το μπαλκόνι μου και εκείνοι ξέπνοοι στην καρότσα με δακρυσμένα από την ομορφιά μάτια. 

Κάποιος από αυτούς μου είπε για κάποιο παράδοξο γεγονός. Πως τον συντάραξε μου είπε και μετέβαλε τον ρυθμό του κόσμου εντός του. Συλλογίστηκα πως για να ανανεώνει τον δεσμό μου με την λογοτεχνία της πικρής και ονειρικής καρδιάς του Βιζυηνού, αυτός, ένας εργάτης, με καταγωγή  από τις χειμαζόμενες χώρες των Βαλκανίων, στοιβαγμένος μες στους αδυσώπητους κανόνες της ολοκαίνουριας, βιομηχανικής επανάστασης, κάποιος λόγος αληθινός θα στέκει η αιτία.  

Όσο για την βιομηχανική επανάσταση να με συγχωρείτε μα έχω χάσει το μέτρημα πια, ο κόσμος τραβά για το άγνωστο και οι αριθμοί είναι που γράφουν πια την ιστορία. Έτσι απομένω στα μετόπισθεν του καιρού μου, σαν εκείνον τον εργάτη που αρκεί μια φορά μόνο το θαύμα να του αλλάξει την καρδιά. Για πάντα, έτσι όπως το λένε τα λευκώματα, φευγαλέα και πλανημένα, Θεέ μου πόσο πλανεμένα τα πράγματα όπως οι επαναστάσεις, οι καρδιές. Η θέληση.

Ο εργάτης αφηγείται. Τα φώτα στην σκηνή χαμηλώνουν, οι καρδιές μαλακώνουν, με ένα τρυφερό καλέμι δουλεύουν οι άνθρωποι την ψυχή τους. Και μετανιώνουν με όλη εκείνη την σιωπή που πέφτει σαν βραδινό πούσι στην πλατεία. «Φορούσε ρούχα μιας άλλης εποχής. Θα τον έλεγα αρλεκίνο, κλόουν, σαν εκείνους τους νεαρούς που παριστάνουν πως ένα τζάμι τους κρατά μακριά από τούτη την ζωή την δική μας. Σφύριζε έναν σκοπό και ήταν ψηλός, ένας αδύναμος ίσκιος. Κάπνιζε και βάδιζε σκυφτός, οι καπνοί τον έκρυβαν και όταν πια γεννιότανε από την αρχή η φιγούρα του έμοιαζε καθαρότερη. Ήταν κάτωχρος, σαν αυτούς που πέφτουν στις άσχημες συνήθειες. Πώς να σας πω ότι έμοιαζε; Δεν ήταν από τούτον εδώ τον κόσμο. Περισσότερο μου θύμιζε τον Δον Κιχώτη στο παραμύθι του μικρού μου γιου, ναι, αυτό. Σαν από σύρμα, μια μαριονέτα που λένε, αυτό ήταν μα τίποτε το ανθρώπινο. Άξαφνα στάθηκε, έσβησε το τσιγάρο του, έβγαλε το καπέλο του και έστρωσε τα κατάμαυρα μαλλιά του. Μετά το παράδοξο εκείνο χάδι έριξε μια ματιά τριγύρω. Σαν να ‘χε αποκλειστεί δεν ήξερε πώς να διασχίσει την πλατεία. Την είχαμε ζώσει βλέπετε με τσίγκους, κανείς να μην βλέπει τι σόι πράγματα συμβαίνουν εκεί πέρα Και αν βρεθείς λέει μέσα, η έξοδος παραμένει μια υπόθεση δύσκολη. Δεν είναι λίγοι όσοι χρειαστήκανε οδηγίες για να βγουν στον από πάνω δρόμο, πόσες ιστορίες έχω να σας πω. Ήμουν στην βάρδια εκείνη την νύχτα. Είπα να τον βοηθήσω μια στάλα. Είναι βλέπετε και ο κίνδυνος του επόπτη που αν φανεί και βρει κάποιον μες στο εργοτάξιο βάζει τις φωνές και αφήνει έγγραφες αναφορές, όσες περισσότερες μπορεί, μέχρι να σε στείλουν ξανά στο τάδε χιλιόμετρο της εθνικής οδού. Εκτεθειμένος στον ήλιο και την βροχή, είπα ή μόνο μια στάλα βοήθεια σε εκείνον τον άμοιρο αρλεκίνο που μπερδεύτηκε με τα έργα της μελλοντικής αναπλάσεως. Του έγνεψα να με ακολουθήσει. Τον άκουγα που περπατούσε πίσω μου πάνω από σιδερόβεργες και σωλήνες και σωρούς χώματα και παράξενα εργαλεία. Τον άκουγα που έκλαιγε, μα από ευγένεια λογάριασα καλύτερα να μην τον ρωτήσω. Κάθε τόσο επαναλάμβανε «πόσο άλλαξε, πόσο» και ένιωθα πως σχολίαζε την γειτονιά. «Η αλήθεια», είπα, «ποτέ δεν θα είναι ίδια ξανά ετούτη εδώ η πλατεία. Θέλει καιρό ακόμη μα σαν τελειώσει θα είναι αληθινό στολίδι». Τίποτε δεν είπε, μόνο στάθηκε κάτω από το φως και άναψε το τσιγάρο του. Μου προσέφερε ένα και δεν τα αρνήθηκα. Τον ρώτησα λοιπόν, τι γύρευε τέτοια ώρα εδώ πέρα και αν είναι η μοναξιά η αιτία. Μου είπε μερικές λέξεις, κάπως ασύνδετες, τρεμάμενες. Μόνον αργότερα, μέρες μετά κατόρθωσα να καταλάβω τι σήμαιναν. Μου είπε, «ξέρετε, εγώ υπήρξα ποιητής. Έτσι με θυμούνται πια. Μα εγώ περισσότερο από όλα αγαπούσα να ερωτεύομαι, να παθιάζομαι, μέσα μου δουλεύανε δυνάμεις καταστροφικές. Υπήρξα δίχως άμυνες εμπρός σε δυο πράσινα μάτια, στο κρασί, στο γλέντι, στις πράξεις τις ερωτικές, στο αχαλίνωτο. Ξέρετε τι είναι αυτό; Είναι να ζεις όπως οι στίχοι, κλεισμένος στον εαυτό σου, στις επιθυμίες και τις ανάγκες σου, μια καρδιά αποκλεισμένη, ένας σφραγισμένος φάκελος, μια σταγόνα ζωής στο μέσον ενός πόντου. Το λοιπόν, υπήρξα περισσότερο από όλα εραστής. Της ζωής, κύριε, της άνοιξης που φθάνει με όλες τις δυνάμεις της, μια ταξιαρχία από φως και χρώμα, για αυτό αξίζει κύριε. Καμιά φορά τις νύχτες περπατώ εδώ τριγύρω. Πάντα σκέφτομαι πως τίποτε στον κόσμο δεν στέκεται γερά, πως τίποτε και κανείς δεν κρίθηκε τελειωτικά απόψε. Και ύστερα ξεχύνεται από μέσα μου η ποίηση, ένας παραπόταμος της ψυχής μου που ευφραίνεται να πενθεί για την αιωνιότητα που απειλεί τόσες χαρές, τόσες ηδονές. Πόθοι που είχαν απομείνει στείροι, τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα, όλα μπορούσαν να γράψουν εκείνα τα ποιήματα. Εγώ, κύριε υπήρξα το σκεύος, η πιετά με την ορθάνοιχτη αγκαλιά, ένας κλειδούχος δίχως κλειδιά, λιγότερο πραγματικός από την ζωή εκεί έξω. Ξέρετε, κύριε, οι νύχτες πια περνούν με πλήξη, Θεέ μου πόση! Είναι χάρισμα της μοίρας δυο τρεις κουβέντες, σαν αυτές. Σας ευχαριστώ για τον κόπο σας κύριε. Αλήθεια τι κρύβεται πίσω από τα κιγκλιδώματα; Θαρρώ πως θα είναι μεγάλο μυστικό. Αν τάχα βρήκατε ανθρώπινα απομεινάρια κάτω από τα στρώματα της λήθης, τίποτε μην κάνετε. Πρόκειται για φίλους, για εποχές που κατακρημνίστηκαν και διεκδικούν το δικαίωμα της σιωπής για την υπεράσπισή τους Θαρρώ καλύτερα να επιχωματώσετε ολόκληρη την γειτονιά, αλλιώς κάτι θα μείνει, μια ανάμνηση. Ξέρετε τι έρωτας είναι μια ανάμνηση;»

Δεν έβγαλα νόημα κανένα, για να πω την αλήθεια. Τον αποχαιρέτησα και τον κοίταξα που ανηφόριζε την οδό Θεμιστοκλέους, σκαρφαλώνοντας για το τσίγκινο φεγγάρι. Μια στιγμή μονάχα πήρα το βλέμμα και την άλλη στιγμή είχε γίνει κιόλας σκιά, το τίποτε. Δεν ήταν δυνατόν, είπα μα αργότερα βρήκα την αυτοκυριαρχία μου και είπα να μην τα βάλω με τις δυνάμεις της ποίησης και της νύχτας. Μέρες μετά, άκουσα στο ραδιόφωνο μια μελωδία. Ο εκφωνητής απέδωσε τα λόγια σε ένα ποίημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. 

Να ‘ταν το ρόδο τ’ απριλιάτικο, που τό ‘xα βάλει στη γωνία να μην το δω να παραδίνεται στη βραδινή την αγωνία; Και κάπως έτσι, απρόσμενα αληθινά, ο εραστής που δοκίμαζε χρόνια να ξυπνήσει την δεσποσύνη, εν τέλει τα κατάφερε και για μια στιγμή τα φώτα χαμηλώσανε και ένας μανιασμένος αέρας, δίχως κανένα απολύτως επιχείρημα, έκανε τα σκυλιά που αλυχτούσαν από την έκπληξη, για πάντα να σωπάσουν. Αυτά έχω να πω, τίποτε άλλο».

Όσο για μένα, στέκω ακόμη καρφωμένος στο μπαλκόνι μου και  σαν ακούω τους στίχους θυμάμαι το δράμα ενός νάρκισσου. Ο μονόλογος της ζωής μου σωπαίνει, σαν βόμβος επίμονος που τώρα διεκόπη. Κύριε δημοσιογράφε, μου λένε, και εγώ στον εξώστη μου κάπου ακούω μια φωνή. Πλάι της ήχοι παλιάς Αθήνας και καρδιές τυραννισμένες σαν κάθε άλλη φορά. Τώρα δεν ακούω τι μου λένε και κατοικώ στο δράμα εκείνου του απόκοσμου ανθρώπου. Σαν να λέμε πως τραβώντας το παραβάν του καιρού προκύπτουν τα ωραία φαντάσματα, τα ωραία, παλαμικά πλάσματα που αξίζουν και αυτά μια κάποια σημασία. Σε αυτά τα δεύτερα ανήκει ο Λαπαθιώτης που προκάλεσε την εποχή του και την αμφισβήτησε με την ευλογία ενός ταλέντου μαχόμενου κόντρα στο ιερό και το απαραβίαστο, μια τομή πάνω στην μεμβράνη που τυλίγει σαν κορνίζα την κρυμμένη προοπτική μιας ζωγραφιάς. Λυρικός, αθεράπευτος, κυριευμένος από φαντασμαγορίες, με το δεύτερο, χαμένο πρόσωπό του, αντικείμενο του πόθου ή κλονισμένο εαυτό του, να υπακούει στους νόμους των σαιξπηρικών σονέτων. Για εκείνους που δεν το ξέρουν, για την λογοτεχνία της χώρας μας που έχει καταλογογραφήσει τις μορφές του παρελθόντος, μάθετε πως ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο ποιητής της πλατείας των Εξαρχείων από την ιστορία που προηγήθηκε, πέθανε από αγάπη. Ο Δημήτρης Μαραμής που έχει απασχολήσει και άλλες, παλιές Δευτέρες, υπογράφει την μουσική πάνω στον Νάρκισσο του έξοχου ποιητή, της φωνής που ακούγεται από κάπου και αποκαλύπτει μια ύπαρξη ονειρική, μια φλέβα ποιητική, ικανή να μεταφράζει σε συναίσθημα την βιωμένη εμπειρία. Ο Λαπαθιώτης έζησε και πέθανε μες στην κοιλιά της Αθήνας, μες στις ταραχές του παλιού αιώνα, σε μια Αθήνα γεμάτη με μπουκέτα από κάτασπρα σπίτια και ένα σωρό αποδείξεις του φαρισαϊσμού που κράτησε στην σκιά το έργο και τις μέρες του σπουδαίου ποιητή. Για την πλατεία τίποτε δεν έχει να πει, η μοίρα της πόλης είναι να μας υπομένει. Στα παρτέρια των καινούριων έργων θα πρέπει να φυτέψουμε τους σπόρους της μνήμης, πάντα στο περιθώριο του κάδρου έτοιμοι να ζήσουμε με την θέα της ολοκαίνουριας πλατείας και την βιωμένη ομορφιά, την πιο ακριβή μας κληρονομιά. Ο Ναπολέων σκαρφαλώνει την Θεμιστοκλέους, ξέρει καλά τι πράγμα είναι αυτό και βουβός μας αποχαιρετά. 

Α.Θ