Δυο χρόνια

Μισέλ Λεγκράντ, Οι Ομπρέλες του Χερβούργου

Δυο χρόνια από την ζωή μας. Αυτό είναι το τίμημα του πολέμου. Πριν από χρόνια στις φοβερές μάχες του Αλγερίου, εκεί που χιλιάδες Γάλλοι έπεσαν νεκροί, ποτίζοντας με άδικο αίμα εκείνη την γωνιά του κόσμου. Πριν από δεκαετίες στο κολαστήριο του Ανόι, στην Σρεμπρένιτσα και το Βελιγράδι, στις φοβερές εκκαθαρίσεις της αφρικανικής ηπείρου. Αυτό είναι το τίμημα, στους δυο μεγάλους πολέμους που δίχασαν την ανθρωπότητα και υπέβαλαν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια σε φριχτές δοκιμασίες.

Δυο χρόνια από την ζωή μας. Αυτό είναι το τίμημα των αποφάσεων που λαμβάνονται πίσω από τις κλειστές πόρτες, σημαδεύοντας ανεξίτηλα την ιστορία. Και αμέσως μετά μια ολόκληρη κοινωνία που αφήνει πίσω την ζωή της για να πολεμήσει για έναν υψηλότερο σκοπό, για ένα από εκείνα τα αιματόβρεχτα ιδεώδη, για ένα απαίσιο ποντάρισμα στην σκακιέρα του κόσμου.

Δυο χρόνια από την ζωή μας. Κάπως έτσι τελειώνει το παιχνίδι των αγοριών που παίζουν έξω στους δρόμους τους στρατηγούς, χωρίζοντας τον κόσμο σε σφαίρες. Τα παιδιά που μεγαλώνουν, ο κόσμος που σωπαίνει και συνηθίζει, τα κινήματα που μετατρέπονται σε μια άμορφη μάζα μες στην ξέφρενη εναλλαγή της μόδας, το ίδιο παιχνίδι, πιο σκληρό πια, πιο επικίνδυνο. Μα τα αγόρια έχουν συνηθίσει να μην φοβούνται και τώρα μιλούν με σφαίρες και πυραύλους από την άλλη άκρη του κόσμου. Η ανάσα του κόσμου κόβεται μα κανείς δεν νοιάζεται και έτσι αργά, δίχως ούτε μια σύσπαση στο πρόσωπό μας, συνεχίζουμε να σπρώχνουμε πάνω στις λάσπες το παράταιρο καραβάνι. 

Δυο χρόνια από την ζωή μου, γράφει στο πρόσωπό του εκείνος ο νεαρός Μοσχοβίτης. Αυτός που βάζει σε αναστολή τα σχέδιά του, που με ένα φύλλο πορείας τραβά ίσια προς τον θάνατο. Τα τραίνα κάνουν πιο εύκολη την πορεία του, μες στο βαγόνι του έχει όλο τον χρόνο να συλλογιστεί τι άφησε εκεί πίσω. Να νιώσει το τέλος της νεανικής ηλικίας, να ψηλαφίσει το όπλο του που του δίνει μια μικρή υπεροχή μες στο βαγόνι του. Δυο χρόνια προτού επιστρέψει με την ψυχή του ανάπηρη και ένα ακέραιο σώμα. Θα έχει για βλέμμα του λιωμένο κερί, τα τοπία εντός του θα παραμένουν ανήκουστα. Και όταν πάει να μιλήσει ένας κόμπος θα του φράζει την μνήμη, μια αίσθηση νοσταλγίας για εκείνο που κάποτε υπήρξε θα του γδέρνει την καρδιά. Και το γυαλιστερό του, ολόλευκο πρόσωπο, κάποτε ωραίο σαν όλο τον κόσμο εκεί έξω, θα διαθέτει μια ρωγμή από το μέτωπο ως τον βατήρα των χειλιών. Δεν υπάρχει μοναξιά για να συναντήσει την δική του και έτσι σβήνει από την μνήμη του εκείνα τα δύο χρόνια. Εμπρός του ένα άγριο γουέστερν, με μοντέρνα πλοκή, γιομάτο σφαίρες, πίστη και ανθρώπινο ξεπεσμό.

Εκείνη η τρυφερή όπερα του 1964 με την κοριτσίστικη Κατρίν Ντενέβ και την τρυφερή ιστορία ενός άτυχου έρωτα, λίγη σχέση διατηρεί πια με την ασχήμια του πολέμου. Οι σκηνές με τα λυπημένα ρετσιτατίβο συνιστούν ωστόσο μια κάποια απάντηση σε εκείνους που αναρωτιούνται τι τάχα μας παίρνει ο πόλεμος. Αυτό το ξαφνικό και αβάσταχτο γήρας που εξαντλεί την καλύτερη ελπίδα μας, αυτό ακριβώς είναι ο πόλεμος. Μια αντίθετη δύναμη, μια ανθρώπινη ανάγκη τόσο διαφορετική από το νερό, το ψωμί και την ανθρώπινη αλληλεγγύη. Χέρια γεμάτα από θυμό και ανθρώπινη ατέλεια.

Δυο χρόνια από την ζωή μας, υποσχέσεις που καίγονται μες στην φωτιά της ζωής, άνθρωποι κουρασμένοι από την μάχη με την περηφάνεια τους. Αυτό είναι ο πόλεμος, μια ευθεία απειλή για την άνοιξη. Και συμβαίνει εκεί έξω, φυσώντας παντού μια αίσθηση ανέχειας, κλέβοντας μια ανυπολόγιστη ποσότητα χρόνου. Ναι, αυτό ακριβώς είναι ο πόλεμος. Μια σημασία καθόλου φιλολογική. Μια έντιμη και κτηνώδης αναπαράσταση του χειρότερου εαυτού μας. Ένα σύστημα που μάχεται την ζωή, έτσι όπως το έγραψε πριν από χρόνια ο Χρήστος Βακαλόπουλος.

Α.Θ