Βασιλική


Το δημοφιλές άσμα του Θεόφραστου Σακκελαρίδη συνιστά την μουσική βάση επί της οποίας «πάτησε» το διάσημο πλέον, «Βάζει ο ντούτσε την στολή του» που κρατούσε ζεστές τις καρδιές των ανδρών πέρα στο μέτωπο
του ‘40. Ο σπουδαίος δημιουργός που στάθηκε ένας από τος εισηγητές της οπερέτας στις εγχώριες σκηνές, στάθηκε στο ύψος της παράδοσης. Αρνήθηκε τα βιενέζικα μοτίβα που μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον στον ρυθμό και ευθυγραμμίστηκε με την επτανησιακή, μουσική παράδοση, τα δημοτικά ακούσματα αλλά και την αθρόα ανταπόκριση της προπολεμικής Αθήνας για αυτό το νέο, μουσικοθεατρικό είδος.

Σε αυτήν την περίοδο ανήκει και το σημερινό τραγούδι. Στην μελωδία του προστέθηκαν αργότερα εκείνα τα λόγια που ερμήνευσε η Σοφία Βέμπο τις δύσκολες και εθνικά ομόψυχες ώρες της ιταλικής, φασιστικής επίθεσης. Εκείνης που έδειξε για πρώτη φορά στην αμήχανη ανθρωπότητα το εκτόπισμα της ελληνικής, αδούλωτης ψυχής.

¥

Καλοντυμένος, καθώς πρέπει κύριος κάνει την εμφάνισή του στην σκηνή. Φορά δυτικά ρούχα μα έχει στο αυτί του ένα κλωνάρι βασιλικού. Περπατά και μιλά. Είναι ο αφηγητής.

[…Στην ράχη του βουνού στέκουν καρφιτσωμένα τα μικρά χωριά και τα άλλα τα κεφαλοχώρια. Τα τελευταία διαφεντεύουν ολόκληρο τον κάμπο και είναι να ζηλεύεις τις ρούγες τους, τις γεμάτες με άνθη και ανατολίτικους εξώστες, ολοστόλιστους με σκαλιστά ξύλα και ωραίες σκεπές. Στο κέντρο ενός από αυτά τα χωριά στέκει ο καφενές. Τα τραπέζια του είναι απλωμένα τριγύρω. Ο ίσκιος του αιωνόβιου πλάτανου και η δημοσιά που ποτέ δεν ησυχάζει κάνει ανάρπαστα τα πόστα του καφενέ. Μα τα πράγματα είναι μιλημένα και αδιαπραγμάτευτα. Στα πρώτα τραπέζια πάνω στο αυτοσχέδιο ύψωμα κάθονται ο κοινοτάρχης και ο παππάς και ο καντηλανάφτης, άμα φανεί, διά λόγους μελλοντικής μέριμνας. Ο χωροφύλακας έχει δικό του τραπεζάκι ντυμένο με άνθη. Μα ο χωροφύλακας δεν φαίνεται συχνά. Θες η δουλειά στην πόλη, θέλεις και μια ιδέα ψευτοπερηφάνειας που τον διακατέχει σαν φορά το πηλήκιο του, δεν τον σηκώνει το κλίμα του χωριού και περισσότερο από όλα οι κάτοικοί του. Σαν να λέμε πως ο χωροφύλακας είναι αντιπαθής και προς τούτη την κατεύθυνση συνηγορεί και ο αγρονόμος, του οποίου η θέση εις στον καφενέ καταργήθηκε όταν κοινοποιήθηκε στις φυλλάδες η τρομερή είδηση πως η αγρονομία πρόκειται να διαλυθεί και να ενσωματωθεί εις την χωροφυλακή. Από τότε ο αγρονόμος χάθηκε από προσώπου γης, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που αγνόησε τις διαμαρτυρίες των συγχωριανών του για τις κλοπές των εριφίων και για ορισμένα άλλα θέματα που σχετίζονται με μικροκλοπές και διαφορές επί συνόρων και τα τοιαύτα.

Σε ένα από τα τραπέζια του καφενέ κάθεται ο κοινοτάρχης με τον ράφτη. Ο τελευταίος δεν δικαιούται ξεχωριστή θέση αλλά λόγω θερμής φιλίας με τον κοινοτάρχη κέρδισε και αυτός μια θέση εις το ξέφωτο της δημόσιας ζωής ετούτου του χωριού. Πίνουν τον καφέ τους και κάθε τόσο περιεργάζονται τις ανύπαντρες που περνούν, πότε με την στάμνα, πότε με λυτά τα μαλλιά, πότε με το ζωντανό τους και άλλοτε ολομόναχες, μονάχα με τα σιρίτια και τα κεφαλομάντηλα σφιχτά δεμένα. Κοιτούν για τις πιο όμορφες, όπως την κόρη του γανωτή που την λιμπίζονται όλοι. Κοιτάζουν και την Βασιλική, την Βάσω, κόρη του δασκάλου. Αν είναι τα χρυσά της τα μαλλιά, αν είναι το ύφος της που δεν καταδέχεται ετούτη την ζωή, αν είναι το πρόσωπό της που κυλά σαν φεγγαρένια πεντάρα από καρδιά σε καρδιά, κανείς δεν το ξέρει. Μα είναι αλήθεια πως άλλη σαν την Βάσω δεν λογαριάζεται για όμορφη σε τούτο το χωριό. Φορά πλουμίδια στα μαλλιά και πορφυρό γιλέκο με χρυσή ραφή. Και είναι λυγερή, όπως τραγουδούν τα παραμύθια. Σειρήνα είναι η Βάσω και άμα σταθεί να δει τα πασουμάκια της, αν τάχα τα έγδαρε το γαρμπίλι, δέκα νοματέτοι σπεύδουν κοντά της. Άλλος της κρατά το χέρι και άλλος της χαϊδεύει το μαργαριταρένιο της το πρόσωπο. Και κάποιος της μηνάει μυστικά πόσοι την επόθησαν από του χωριού τα πιο ζηλευτά τα παλικάρια. Μα η Βασιλική δεν νοιάζεται. Φορά την θλίψη της και κατηφορίζει ως το ποτάμι για να κλάψει, για να κλάψει. Ο κοινοτάρχης διερωτάται τι είναι εκείνο που της γδέρνει την αμόλυντη καρδιά. Ο ράφτης κάτι ξέρει και οι δυο τους συζητούν. Από κάτω στον δρόμο φαίνεται το φορτηγό που αγκομαχά. Κουβαλά λαχανικά και ψάρια και μερικές φυλλάδες, δυο μέρες παλιές. Μα για το χωριό ετούτο λίγη έχει σημασία, αφού εδώ τα νέα φθάνουν πάντα αργά και ο χρόνος κυλά διαφορετικά, με δικό του χαβά.

Κοινοτάρχης: Μα είναι να την πιεις στο ποτήρι! Που λέει και ο λόγος δηλαδή!

Ράφτης: Εμένα θα μου πείτε πρόεδρε, εγώ την Βάσω την αγαπώ δέκα ολόκληρα χρόνια τώρα.

Κοινοτάρχης: (με δήθεν ενδιαφέρον και μια δόση ειρωνείας) Τι μας λες μωρέ παιδί μου! Σεβντάς που σε κατατρώει και εσένα!

Ράφτης: Αμ τι νόμιζες κοινοτάρχα μου! Τι και αν χόρτασα τα γρόσια και έχω κάνει κομπόδεμα γερό για μια ολάκερη ζωή. Έρμο είναι εκείνο το σπίτι του. Δεν έχει πατήσει γυναίκα εδώ και χρόνια. Και αν θέλεις να ξέρεις, αυτό το τελευταίο δεν με πολυκόφτει. Γιατί εγώ την Βασιλική θέλω πρόεδρέ μου!

Κοινοτάρχης: Βρε παιδί μου, τι τραβάς και εσύ! Και έλεγα πως μονάχα εγώ και η απόστρατη καρδιά μου πονούν με καημό. Έχεις και εσύ ανήφορο εμπρός σου!

Ράφτης: Μόνο ανήφορο;

Κοινοτάρχης: Πάντως δίχως να θέλω να σε πληγώσω, έχεις δει τα μούτρα σου στον καθρέφτη βρε ράφτη;

Ράφτης: (θυμωμένα) Τι θέλεις να πεις κουμπάρε; Ότι είμαι άσχημος δηλαδή; Και ποιος το λέει εσύ;

Κοινοτάρχης: Όχι μωρέ παιδί μου, τι αρπάζεσαι. Λέω που βρωμοκοπάς ναφθαλίνη και που έρχεσαι κάθε Κυριακή με το ίδιο τριμμένο κοστούμι. Είναι να τα συζητάς αυτά τα πράγματα!

Ράφτης: Ξέρεις πόσο πήγε το ύφασμα αφέντη μου; Ξέρεις τι αγώνα κάνω για να εξασφαλίσω αυτά τα ακριβά υφάσματα;

Κοινοτάρχης: (κάτι μουρμουράει) Σκωροφαγωμένε, που θα μου πεις! Ναι, ναι, ξέρω, δηλαδή φαντάζομαι, γιατί εγώ πού να ξέρω, δεν είμαι ράφτης. Εγώ είμαι αρχηγός του τόπου, κοινοτάρχης με το όνομα.

Ράφτης: Πάει, με τούτο το βάσανο θα φύγω αδελφέ μου.

Κοινοτάρχης: Και την Βάσω μωρέ; Την ρώτησες αυτήνε αν σε θέλει;

Ράφτης: Σώπα μωρέ, όλα χωρατά! Γιατί να μην με θέλει; Τι μου λείπει εμένα; Πλούσιος και όμορφος και κιμπάρης είμαι, δεν είμαι; Λένε άλλο για μένα; Πες μου!

Κοινοτάρχης: Σώπα μωρέ παιδί μου! Αμέσως να αρπαχτείς. Λέω για εκείνα που λένε για την Βάσω…

Ράφτης: Τι λένε; (τώρα μιλούν συνωμοτικά)

Κοινοτάρχης: Να, για τον Δημητρό , που τον αγάπησε βαθιά. Μα εκείνος χάθηκε στην ξενιτιά, – ξέρεις πόσους έχεις φάει  η ξενιτιά;Καμιά φορά την λογαριάζω για λέαινα με άγρια δόντια. Λένε, πως τον αγάπησε, μα έπειτα εκείνος άργησε να φανεί και ο Δήμος την ζήτησε και την πήρε. Μα δεν σώθηκε ο καημός της. Μην την κοιτάς που είναι από αγιόκλημα και καλοκαίρι, η καρδιά της είναι σχισμένη και από την ποδιά της λείπου τα άστρα. Ο Δήμος σκοτώθηκε πέφτοντας από το άλογο και ο άλλος δεν φάνηκε. Έτσι ήταν το γραφτό για την Βάσω.

Ράφτης: Ωραία που τα λες! Για αυτό είσαι κοινοτάρχης το λοιπόν!

Κοινοτάρχης: Εμ, τι;

Το φορτηγό σταθμεύει στην πλατεία. Έρχονται κοντά οι γυναίκες και ψωνίζουν. Φωνές, κακό και από την άλλη οι άνδρες που διαβάζουν τις φυλλάδες φωναχτά, να ακούσουν και οι άλλοι που δεν γνωρίζουν δυο γράμματα. Ο τίτλος δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες. «Η Ελλάς εις την μάχη διά την σωτηρία της πατρίδος! Η Ελλάς εις τα όρη και τα λαγκάδια μαχόμενη υπέρ πίστεως και πατρίδος! Μην λυπάστε αδέλφια, σήμερα είναι μέρα χαράς!» Κοιτάχτηκαν όλοι καλά καλά. Δεν τίθεται αμφιβολία, η φυλλάδα λέει για πόλεμο. Όλοι στα πόστα τους. Ο κοινοτάρχης επικοινωνεί με την Αθήνα, ο χωροφύλαξ με την τοπική στρατονομία, ο ράφτης ετοιμάζει με τον σωρό τα σώβρακα και τις φανέλες.

Και η Βάσω, η Βάσω προχωρεί, με αδύνατη φιγούρα σαν σκιά. Πάει σιγά να ανάψει του Δήμου το καντήλι. Τ’ανάβει όλο κατάνυξη μα ηπροσευχή της είναι για τον Δημητρό που της μαρμάρωσε την καρδιά. Στα μεγάφωνα της κοινότητας ακούγεται το λαοφιλές εμβατήριο, τίποτε περισσότερο από μερικά εμψυχωτικά λόγια. Και για την Βασιλική μήτε λογισμός πια. Την Βάσω, που γεννήθηκε όμορφη πολύ και μαραζώνει, μες στον πυρετό της ζωής της.

Α.Θ