Η κομητεία του Τσάρλεστον

Το τσάρλεστον χορεύεται με ζευγάρια ή χωρίς. Εκείνο που χρειάζεται κανείς να τηρεί είναι η ξέφρενη κινησιολογία του και ίσως μια διάθεση τρέλας και εξωτισμού που εμφανίζεται εμφανώς ευθυγραμμισμένη με τις αφρικανικές ρίζες του είδους. Τον χαρακτηριστικό μουσικό ρυθμό παρουσίασε στην σκηνή του Μπροντουγαίη ο Τζέιμς Π. Τζόνσον εκατό χρόνια πίσω. Κάποιοι λένε πως τον τραγουδούσαν λιμενεργάτες στην ομώνυμη, αμερικανική πόλη. Τώρα πια κανείς δεν ξέρει. Σημασία έχει μόνο το τσάρλεστον!

Στηρίχτηκε στα κάγκελα. Έριξε μια ματιά τριγύρω. Αυτή δεν ήταν πολιτεία. Ήταν μια γυάλα, ακριβώς αυτό. Γεμάτη ψαράκια του γλυκού νερού, από εκείνα με τις μπλε και κόκκινες ράχες, ακριβώς αυτό. Κράτησε και εκείνος την ανάσα του και γέλασε με τον εαυτό του που φαντάστηκε πως ήταν ένα από εκείνα τα συμπαθή ψαράκια με την γυαλιστερή ράχη που κάνουν νάζια μα στο τέλος αυτοκτονούν από πλήξη. 

Πέστροφες. Η γυάλα έχει ανάμεσα στα άλλα μερικές καλοταϊσμένες πέστροφες. Όλες τους παραμένουν ακίνητες για ώρα μες στο ρεύμα που τις κουβαλά. Και εγώ είμαι μια πέστροφα, είπε μονάχος του και γέλασε δυνατότερα. Δεν υπήρχε κάποιος για να ενοχλήσει. Πάνε μέρες που φύγανε και οι τελευταίοι παραθερισταί. Φορτωμένα σεντάν με την τελευταία λέξη της ναυσιπλοΐας και ύφος περιπετειώδες. Στις ντουλάπες παραμένουν οι χειμωνιάτικοι εαυτοί. Τώρα διαλέγουν μια θερινή και ευχάριστη στολή, από εκείνες που αναδεικνύουν τις γραμμές των σωμάτων.  Ακριβώς αυτό.

Ετοιμάζεται. Γκρίζο, λινό κοστούμι και καφετιά μοκασίνια. Μα είναι έκτακτος. Και θα κάνει θραύση στο εστιατόριο που συχνάζει, πάντα περί την δεκάτη βραδινή, στο συνηθισμένο τραπέζι του. Ξέρετε, αυτός ο τύπος καταβροχθίζει γενναίες ποσότητες λουλουδιών κάθε φορά που πηγαίνει στο εστιατόριο. Ο ιατρός πέραν της υποψίας μιας χρόνιας ανοίξεως, συχνά πυκνά τον κοροϊδεύει και μαζεύει δήθεν τρομαγμένος τις εποχιακές φρέζιες πάνω από το γραφείο του. 

Η όρεξή του τραβά ξέφρενο χορό. Η χοντρή επίστρωση της νύχτας τον ενοχλεί. Γδέρνει με τα νύχια του ένα τρελό κομμάτι φεγγαριού μα εκείνο δεν νιώθει τίποτε. Λίγο ακόμη και θα νιώσει ευάλωτος, όπως το καλοκαίρι που τρεμοπαίζει κιόλας μες στις καρδιές μας. Κάτι αναντικατάστατο κινδυνεύει να χάσει. Έχει ανάγκη από ξέφρενο χορό και τζιν. Τέτοιοι άγγελοι συχνάζουν στα ύποπτα μαγαζιά του κέντρου.

Παρακαλώ, κάντε γρήγορα. Και έπειτα σε στυλ αμαρτωλής πόλης, σπρώχνει την βαριά πόρτα του κλαμπ και μες στο μισοσκόταδο κάτι γυρεύει. Το παιδί στην γωνιά του γνέφει, κοιτάξτε πίσω στην πλευρά της θάλασσας. Και κάτω από τον εκκωφαντικό θόρυβο των πουλιών που τρελαίνονται με τους φωτισμούς και τα νάζια της διακόσμησης βρίσκει την παρέα. 

Ένα κορίτσι σπεύδει κοντά του. Του χαμογελά, οι δυο τους αγαπιούνται, είναι σχεδόν βέβαιο. Είναι και οι δυο τους νέοι,τόσο νέοι. Μα ο καιρός τους γνέφει όλο σκέρτσο με την χαρτονένια του μύτη. Καιρός για τσάρλεστον ψιθυρίζει , για άγριο χορό.

Ξέρετε, μοιάζετε πολύ με την μαντάμ Μαξ. Θα έλεγα πως είστε καλύτερη από την ζωγραφιά. Και εγώ τόσο μόνος. 

Αυτή είναι η τελευταία φράση που σώζεται από την ιστορία. Τώρα συγγραφείς και αναγνώστες, ποιητές και καλλιτέχνες, ορμούν στην πίστα, μια θάλασσα τους βρέχει και είναι νέοι. Μονάχα για ένα καλοκαίρι.  Οι τρομπέτες χαλούν τον κόσμο. 

Α.Θ