Ξύλινη, ποιητική γέφυρα

Ο Μισέλ Λεγκράντ υπογράφει την μουσική στο εμβληματικό φιλμ, Καλοκαίρι του ‘42. Ογδόντα χρόνια μετά, κάποιο άλλο καλοκαίρι το τραγούδι του ξαναζεί, χαρίζοντας ζωή σε αυτήν την ιστορία που πάντα προσπαθεί για το καλύτερο.

Η Άννα ρωτάει τον εαυτό της. Αν ήταν αλήθεια τα λόγια εκείνου του εκφωνητή πως σώθηκε το Αλγέρι. Αν όντως ισχύει, τότε ο Άνταμ θα επιστρέψει επιτέλους. Και ίσως τώρα πια μπορούν να το πάρουν από εκεί που το άφησαν. Θα μπορούσαν να πουν πως έστω για μια νύχτα ο πόλεμος τέλειωσε. Πως κανείς δεν νοιάζεται για σύνορα και εδαφικές ακεραιότητες και πως σε κάθε γωνιά του κόσμου τα πλήθη αγκαλιάζονται και δίνουν συγχώρεση. Πρέπει να μάθει, θα ρωτήσει στον αμερικανικό σταθμό. Θα σταθεί εμπρός από τον αξιωματικό στην είσοδο και θα ρωτήσει, Άνταμ Λερόi, τρίτος λόχος, πείτε μου πως επιστρέφει. Και έπειτα εκείνο το γεμάτο επιβεβαίωση και ελπίδα χαμόγελό του όταν της λέει, Άνταμ Λερόι, θετικό, αποβιβάζεται αύριο το πρωί στις εννιά. Ευχάριστα νέα κυρία. 

Μα πρέπει να φροντίσει πως όλα θα έχουν απομείνει παγωμένα σε εκείνη ακριβώς την στιγμή. Όταν ο Άνταμ την ακολούθησε στον πνιγμένο από τις ντάλιες κήπο, όταν πρόφερε το όνομά της, δυο φορές και όλα λιώνανε από την ζέστη και τον έρωτα. Κάτι σαν τις αγάπες στα εύπεπτα μυθιστορηματάκια του συρμού, ναι, ακριβώς κάπως έτσι. Εκείνα που την συντρόφεψαν νύχτες ολόκληρες απουσίας, μιλώντας για μεγάλες αγάπες που δεν συνθηκολογούν και που σαν αποχαιρετίζονται, το κάνουν μονάχα για λίγο. Είναι ένας  μυστικός, ιερός δεσμός που τις κρατά ζωντανές. Οι μεγάλες αγάπες, -νύχτες ολόκληρες το λογάριαζε στο νου της, οι μεγάλες αγάπες κάνουν αυτόν τον κόσμο λίγο πιο υποφερτό. 

Άραγε να πρόκειται για την αποφασιστικότερη στιγμή; Θεέ μου, λέει η Άννα και κρύβει την ντροπή της, πρέπει να βρούμε τον τρόπο να το συνεχίσουμε από εκεί που το αφήσαμε όταν η στρατονομία κόρναρε από τον ανήφορο και ο αξιωματικός, με κάποιον δισταγμό, του είπε, Άνταμ, έχεις μια ευκαιρία και εσύ για να σε δοξάσει η πατρίδα μας. Και ξεθώριαζαν τα όνειρα, όπως θολώνει ο κόσμος πίσω από την βροχή, και ο Άνταμ, την αγκάλιασε και της υποσχέθηκε χίλια πράγματα που δεν θυμάται. Επειδή εκείνες τις ώρες, εκείνο το καλοκαίρι του ‘42 ο Άνταμ και η Άννα πληγώθηκαν όσο δεν μπορεί κανείς να φανταστεί. 

Ακολουθούν νύχτες κόλασης, σύντομα γράμματα, και άλλες υποσχέσεις, μεταθέσεις, Τομπρούκ, Αλγέρι, Αλεξάνδρεια, Κάιρο, μα ο Άνταμ βρίσκει πάντα τις λέξεις. Τις πιο κατάλληλες για να περιγράψουν την προκυμαία, την εγκατάλειψη των μεσημεριών, την ελπίδα που ξυπνά μες στην ερημιά, τα κοπάδια των καμηλιέρηδων που διαγράφουν την ίδια διαδρομή αιώνες τώρα. Της έγραφε πως είχε αλλάξει, πως Άννα, αν με κοιτάξει κανείς βαθιά, όπως εσύ, θα δει ένα τρελό αλουμίνιο, μια άσχημη τροπή. Δεν πρέπει να με περιμένεις.

Το πλοίο φάνηκε στον ορίζοντα. Οι αρχές στέκουν στην άκρη της προβλήτας. Η ορχήστρα κουρδίζει τα όργανά της. Δεν διαθέτει πνευστά καθώς όλες της οι εφεδρείες σκοτώθηκαν τα πρώτα χρόνια του πολέμου. Το πλοίο κουβαλά τραυματίες, πυρομαχικά και όσους αποστρατεύονται λόγω σοβαρών και μη αντιμετωπίσιμων τραυματισμών. Η ορχήστρα παίζει σαν τρελή, κανείς δεν νοιάζεται για την απουσία των πνευστών. Πρώτοι κατεβαίνουν από την ξύλινη γέφυρα οι βαριά τραυματίες. Τους σκεπάζουν με λουλούδια, σφίγγουν τα χέρια τους, τους δίνουν φιλιά γιομάτα από μητρική στοργή στο παγωμένο μέτωπο. Για αυτούς είναι ο τελευταίος αποχαιρετισμός, μια ένδοξη, τελευταία έξοδος. Είναι παράξενο μα εκείνα τα παιδιά που κατεβαίνουν την ξύλινη, ποιητική γέφυρα δεν μοιάζουν καθόλου ευτυχισμένα. Μοιάζουν δακρυσμένα, δίνουν την εντύπωση πως ανήκουν πια στην μεγάλη ερημιά της απελπισίας. Κάτι θα είδανε, κάποιον κτηνώδη, ανθρώπινο νόμο να εφαρμόζεται λίγα χιλιόμετρα έξω από το Τομπρούκ. Ίσως οι εκατόμβες των νεκρών ζώων που σκεπάζουν σαν άρρωστη πρασινάδα την έρημο, να έχουν στοιχειώσει άγρια τα όνειρά τους.

Άνταμ Λερόι, μήπως τον είδατε, μου είπε πως επιστρέφει με αυτό εδώ το πλοίο, Λερόι, ίσως υπήρξατε φίλος του. Και όταν αδειάζει το κατάστρωμα ένας ολομόναχος Άνταμ πλάι στην ξύλινη γέφυρα του πλοίου. Θα πρέπει να το πιάσουμε από εκεί που το αφήσαμε, συλλογιέται καθώς ακούγεται ένας στακάτος, ξύλινος ήχος. Ακολουθεί τον Άνταμ καθώς εκείνος κατηφορίζει την γέφυρα. Τον ακολουθούν πρόσωπα χαμένων φίλων, μια ατέλειωτη πρώτη γραμμή. Ήταν όλοι τους παιδιά, κάτι σαν τους εκδρομείς ενός καλοκαιριού, με έναν σκοπό θαλασσινό μες στην ψυχή τους. Το μπαστούνι του τον κάνει ακόμη πιο ιερό και από κάποιον έκπτωτο βασιλιά, έτσι όπως διασχίζει σαν άνεμος ξαφνικός τα πλήθη με την εορταστική διάθεση.

Μα τώρα λείπουν τόσα πολλά από εκείνο το καλοκαίρι του ‘ 42. Λείπει η ξεγνοιασιά και μπόλικα χρόνια αθωότητας που τίποτε δεν μπορεί να τα φέρει πίσω Άννα. Και οι δυο μας, πίστεψέ με Άννα, είμαστε τόσο κουρασμένοι από την μάχη μας με την ελπίδα. 

Μα περισσότερο απ´ όλα λείπει το δεξί πόδι του Άνταμ που αφήνει την Άννα πίσω του και φεύγει για τα νησιά της μοναξιάς. Με όση δύναμη απέμεινε εντός του ο Άνταμ γεμίζει τα χέρια του με οργή και πνίγει την αγάπη μες στην καρδιά του. 

Είναι ξανά, καλοκαίρι του ´42.

Α.Θ