Plaza de San Francisco


Μια ιστορία με χαμίνια των δρόμων
και ωραίες νεαρές
και ένα γράμμα του Πάμπλο Νερούδα αφιερωμένου
στην δόξα και τα μάτια της Ματίλντε του.

Μια ιστορία με ρούμι
και
λαγγεμένες καρδιές
στην καρδιά της
αιώνιας
Αβάνας

 

Στην πλατεία του Αγίου Φραγκίσκου συγκεντρώνουν τα εμπορεύματα που φθάνουν με τα εμπορικά. Εκεί θα δεις ένα αταίριαστο πλήθος από πεινασμένους, εμπόρους, μέθυσους και τυχοδιώκτες, εραστές και πορτοφολάδες, μαθημένους στα κόλπα της χθαμαλής ζωής. Ένα κοπάδι γιομάτο κίνδυνο και πάθος και την ανάγκη του χρυσού ζωγραφισμένη σαν ένα κατακίτρινο θαυμαστικό στα διψασμένα μάτια τους.

Αργά την νύχτα οι στρατιώτες φυλάνε τα εμπορεύματα. Είναι σκληροί και κατά μήκος του δρόμου έχουν συγκεντρώσει μερικούς από τους καλύτερους σκοπευτές. Αυτοί καθώς είναι φυσικό, εγκαταλείπουν το πόστο τους και κάνουν έρωτα στα κακόφημα δωμάτια, γράφοντας στα παλιά τους παπούτσια εκείνον τον απατεώνα από την Σάντα Κλάρα που έχει βάλει στο μάτι τα αμερικάνικα τσιγάρα. Στις κούτες το γράφει καθαρά, tobaco υψηλής ποιότητας, Μανχάταν.

Εκεί μες στην φασαρία του ωκεανού που ορμά καταδικασμένος επάνω στους κυματοθραύστες, εκεί στην καρδιά της παλιάς Αβάνας που ανασαίνει ακόμη. Εκεί θα βρεις τους πιο επιτήδειους εμπόρους και τα κοριτσόπουλα της καλής κοινωνίας που βολτάρουν με τα φουρό τους βουτηγμένα στις λάσπες των δρόμων. Τα χαμίνια τρέχουν και τα ανασηκώνουν και γελούν με το σφιγμένο τους πρόσωπο και τα σοκολατένια μάτια. Τα χαμίνια κρατούν όρθια την Αβάνα. Τα χαμίνια που γνωρίζουν απ’έξω στίχους του Αρένας και του Χοσέ Μάρτι και του Πάμπλο Νερούδα. Τα χαμίνια που τριγυρνούν πίνοντας ρούμι από τα ποτήρια των θαμώνων και έπειτα χορεύουν με τα οργανάκια τους, παριστάνοντας εκείνους τους επιδέξιους χορευτές του ξενοδοχείου Σαρατόγκα. Τα χαμίνια, ψυχές των δρόμων, το μόνο αναλλοίωτο συστατικό της πλατείας του Αγίου Φραγκίσκου, παλιάς όσο και η Αβάνα των κονκισταδόρων.

Έι, εσύ πες μας κάτι ωραίο, εμπρός μικρέ και αυτό είναι δικό σου και ο καθώς πρέπει κύριος δείχνει ένα ολόχρυσο νόμισμα. Και το χαμίνι χτυπά τα αυτοσχέδια τύμπανα του και λέει μια ιστορία για αγάπη και μοιρασμένες καρδιές.

Έι, που τα ‘μαθες εσύ, φωνάζουν οι έμποροι βρίζοντας, χειρονομώντας με θώρακες γυμνούς και ολόχρυσες αλυσίδες με την Μαρία των Κυμάτων.

Και το χαμίνι παίρνει να λέει απ’έξω κάτι λόγια βαθιά και αισθαντικά που μια φορά και έναν καιρό κάποιος παράφορος ποιητής είπε στην Ματίλντε του. Είναι λέξεις της καρδιάς, φωνές αηδονιών έτσι παράξενες που ακούγονται από το στόμα του παιδιού που τίποτε δεν ξέρει από τα μυστικά της αγάπης.

Έι, πες μας και άλλα, μικρό χαμίνι, και εκείνο συνεχίζει να απαγγέλλει το γράμμα του Πάμπλο Νερούδα στην αγαπημένη του. Ποιος το ξέρει με ποιον παράδοξο τρόπο έφθασε στα χέρια του το βιβλίο που το γράφει. Σαν να το φέρνω στο νου μου, εκείνη την νύχτα το χαμίνι δεν αποκοιμήθηκε ξέγνοιαστο σαν κάθε άλλη νυχτιά. Επειδή ο Πάμπλο φύτεψε μες στην καρδιά του το μυστικό του έρωτα που αφήνει ανάπηρες και ευτυχισμένες τις ανθρώπινες καρδιές. Και είδε το χαμίνι τον εαυτό του μες στις λαμπερές, κατάμαυρες θάλασσες του έρωτα, να παλεύει για την ζωή και για το όνειρό του.

Έι, πάρε αυτό, είσαι φίνος μικρέ, του φωνάζουν οι έμποροι και το χαμίνι τρέχει τώρα ανάμεσα στις θηριώδεις κούρσες που κουβαλούν τους στρατηγούς κοντά στις μικρές τους πεταλούδες.

Ξενοδοχείο Σαρατόγκα, πρόσεχε μικρέ, θα φας το κεφάλι σου, και άλλα τέτοια καθώς το χαμίνι τρέχει και τραγουδά τα λόγια του Πάμπλο Νερούδα που μπορούν ανά πάσα στιγμή να κάνουν αυτόν τον κόσμο να ριγήσει. Και κλέβει ένα κατακόκκινο λουλούδι και τρέχει σαν να μην υπάρχει αύριο, παρά μόνο ένα τρικυμισμένο λιβάδι με ντάλιες και ηλιοτρόπια. Και βαριεστημένα, πολύχρωμα ταξί. Και αυτό.

Τρέξε χαμίνι του δρόμου, τρέξε ώσπου να την προλάβεις. Επειδή το χαμίνι έμαθε απ’έξω εκείνο το γράμμα για χάρη μιας μικρής βιολετέρας που είναι ομορφότερη και λίγο πιο αιώνια από την Αβάνα του. Μια στροφή ακόμη, μια ανάσα κρατημένη, ένα πέταλο από το λουλούδι του ξοδεμένο, σαν παράξενη του χρόνου κλεψύδρα.

Μα το χαμίνι του δρόμου δεν θα την προλάβει και η μικρή θα αναχωρήσει με την κούρσα της για την προκυμαία. Και τα σοκολατένια του μάτια βουρκώνουν και τώρα το γράμμα του Νερούδα το κουβαλούν οι άνεμοι παντού μες στην παλιά πολιτεία. Αργά το βράδυ, θα το δει εκείνη η μικρή, εμπρός στις γόβες της βρεγμένο και ταλαιπωρημένο. Θαρρείς και κρατήθηκε εκεί μονάχα για εκείνη.

Έλα Ματίλντε, είναι αργά. Μα εκείνη διαβάζει και η ψυχή της λιγάει.

1[…Εσύ κι εγώ, περπατώντας μέσα από δάση και τόπους αμμουδερούς, από λίμνες αθέατες, από τοπία βουτηγμένα στη στάχτη, μαζέψαμε κομμάτια από ξύλο ατόφυο ή σανίδες αργασμένες απ’ το νερό και την κακοκαιριά. Από εκείνα τα τόσο απαλά λειασμένα απομεινάρια δούλεψα με τσεκούρι, μαχαίρι και σουγιαδάκια, ετούτα τα ξυλοτεχνήματα του έρωτα και έφτιαξα μικρά σπιτάκια με δεκατέσσερεις τάβλες το καθένα για να ζήσουν εκεί μέσα τα μάτια σου που τα λατρεύω και τα υμνώ. Και τώρα που θεμέλιωσα τους λόγους του έρωτά μου, σε παραδίνω στην αιωνιότητα: Με εκατό σονέτα από ξύλο που υπάρχουνε μόνο και μόνο γιατί εσύ τους έδωσες ζωή…]

Από μια γωνιά δυο σοκολατένια μάτια την κοιτάζουν, δυο μάτια τρελά, καμωμένα από φεγγάρι και το ήλεκτρο που έκρυψε ο Νερούδα μες στις λέξεις του για τους κατοπινούς έρωτες και τις ωραίες συντριβές. Εκείνο το χαμίνι του δρόμου αν δεν είχε αυτήν εδώ την πικρή και άδοξη μοίρα, θα ήταν στα σίγουρα σονέτο, γραμμένο με αίμα και δάκρυα και βιαστικά φιλήματα.

Α.Θ

 

1. Απόσπασμα από την ερωτική επιστολή του Πάμπλο Νερούδα, αφιερωμένης στην Ματίλντε του, την γυναίκα που αποτέλεσε τον έρωτα της ζωής του. Η επιστολή περιλαμβάνεται στην δυσεύρετη πια έκδοση των 21 σονέτων του σπουδαίου ποιητή.