Μικρή Συλλογή γραμμένη στις όχθες της Βαβυλώνας

Τα σπίτια

Τα σπίτια όταν τα αφήνουμε
λυπούνται μα δεν το δείχνουν.

Μονάχα έπειτα από χρόνια
σαν επιστρέφουμε
βρίσκουμε τα σεντόνια σκισμένα
τους τοίχους σκασμένους
το ερμάρι μισάνοιχτο,
βρίσκουμε.

Όλα αυτά μας αποκαλύπτουν
τα δάκρυα που χύνουν τα σπίτια
όταν τα εγκαταλείπουμε.

Οι άνθρωποι όλα αυτά τα αποκαλούμε
υγρασία
και δίχως εκκρεμότητα προχωρούμε.

Η Βροχή

Ήρθε ξαφνικά
κάνοντας την ζωή
να μοιάζει θαμπή.

Και την πιο κρίσιμη στιγμή
όλα τα άφησε μες στην βαθιά συγκίνηση.

Μόνον ο άνεμος πια απομένει,
να τρελαίνει τους πορτολάνους.

Η Αμπιγιέζ

Η Άννα απόψε πεθαίνει.
Οι φιλενάδες της τραγουδούν τριγύρω
όσο η Άννα λύνει τα σχοινιά
που την δένουν με την ζωή.

Η Άννα εργάστηκε ως αμπιγιέζ
πλάι σε αρτίστες και σοπράνο.

Αν προσέξεις μες στις φωνές των φιλενάδων της
θα ξεχωρίσεις την παλίρροια
που έρχεται και φεύγει ώσπου
να πάρει τα πάντα από την Άννα.

Το Κατάστημα

Στο βάθος του δρόμου
λειτουργεί το κατάστημα

Εμπορεύεται τον χρόνο
πουλά και αγοράζει τις μέρες.

Στους τοίχους έχει μνήμες βαλσαμωμένες
όπως τα τρόπαια του κυνηγιού.

Μια μαντόνα δεσπόζει στον ασβεστωμένο τοίχο.
Παντού φθινόπωρα που μας συνθλίβουν.

Το κατάστημα λειτουργεί τις νύχτες.
Ο πωλητής στέκει πάντα ευγενικός
και χαμογελαστός πίσω από τον πάγκο του.

Συνηθίζει να λέει,
πως όλες αυτές οι μορφές
κάποτε υπέφεραν την ζωή.

Έτσι συνηθίζει να λέει
και ακόμη πως ο άνθρωπος χρειάζεται τον χρόνο
πως ο άνθρωπος
ουκ επ’άρτω μόνο ζήσεται.

Ο άνθρωπος, λέει
χρειάζεται τον χρόνο.

Και κλαίει.

Αυτά τα ποιήματα γράφτηκαν στις όχθες της ηλεκτροφωτισμένης Βαβυλώνας, χιλιάδες χρόνια πριν. Ήρθαν σήμερα στο φως ολομόναχα, δίχως κανείς να το επιδιώξει. Σηκώθηκαν σαν υπνωτισμένα μέσα από τα στρώματα του καιρού, αυτού και κάθε άλλου την ώρα που η νύχτα στην Βαβυλώνα έφθανε στο τέλος της. Το φταίξιμο πέφτει όλο στα τραγούδια.

Α.Θ