Anna, Lucio Battisti, 1970. Τόσο μακριά, Άννα.
…Αν η Άννα ήταν ποίημα, θα λεγόταν μες σε μια στροφή. Όσο κρατά μια φιγούρα της κάτω από τα φώτα, κάτω από τα φώτα.
Αν η Άννα ήταν ποίημα, η ηλικία της βροχής δεν θα μπορούσε να είναι μυστικό για εκείνη.
Αν η Άννα ήταν καταιγίδα, θα περνούσε ευγενική και επιβλητική στον ορίζοντα, κάνοντας τα απέραντα καλαμποκοχώραφα να ριγήσουν, να, έτσι.
Αν η Άννα ήταν πεταλούδα, τότε με βεβαιότητα σας το λέω, πως θα διάλεγε να ζήσει την ζωή της μπερδεμένη στο βολάν ενός καλοκαιρινού φορέματος. ..|
Περπάτησε κάτω από τις συστάδες των δέντρων, έστριψε στην γωνιά και ο μετρονόμος από τα τακούνια της σώπασε. Τώρα ο κόσμος μπορούσε να βρει ξανά τις ωραίες και παράδοξες αρρυθμίες του.
Είναι απόγευμα καλοκαιριού και αυτό δεν είναι λίγο. Η πόλη βαριανασαίνει, οι οδηγοί περνούν ορμητικοί και ανυπόμονοι πια, η Άννα προσέχει που πατά, προσέχει μην την αγαπήσουν, κρατά το πρόσωπό της χαμηλά. Και όσοι την κοιτάζουν θυμούνται νερά του Αυγούστου και χαμογελούνε.
Όταν περνά εμπρός από τα αναψυκτήρια, τα γκαρσόνια εκτελούν όλο στυλ μια διακριτική υπόκλιση. Και έπειτα την ακολουθούν ως να χαθεί με ένα νεύμα του κεφαλιού της. Την αποχαιρετούν από μακριά με το όνομά της και εκείνη γελά. Όλος ο κόσμος είναι με το μέρος της, η Άννα είναι το αγγελούδι της λεωφόρου, το κόσμημα της συνοικίας.
Και όσο η Άννα επιχειρηματολογεί για το θαύμα που κρύβεται εκεί έξω, κανείς δεν έχει παρατηρήσει μια επιβλητική, κατακίτρινη πεταλούδα που πετά ανάμεσα στα πόδια της. Είναι το φύλο της, κάτι από εκείνη, η καρδιά της που σαν έτοιμη από καιρό ποιητή, γυρεύει την δαπάνη.
Είναι βέβαιος πως αν αυτή η πεταλούδα πετούσε εμπρός από κάποιον βιολόγο ή έναν αυτοδίδακτο φυσιοδίφη, τότε το μυστήριο θα είχε λυθεί. Και εκείνος που γράφει αυτές τις γραμμές θα μπορούσε να σου αραδιάσει έναν λατινικό σιδηρόδρομο με λέξεις που ακούγονται ποιητικές και όμως.
Άννα, πρόσεχε, τρυφερά να περπατάς, επειδή κάτω στα πόδια σου παλεύει να επιβιώσει μια κατακίτρινη, φανταχτερή πεταλούδα. Πού ακούστηκε Άννα σε μια τέτοια πόλη, ένα τέτοιο μυστήριο.
Περνά μαζί της τον δρόμο, διαβάζει στο πλάι της τις μικρές αγγελίες, γελάει και αποκοιμιέται μαζί της εδώ και χρόνια. Η Άννα δεν θα μάθει ποτέ για αυτήν και έτσι είναι η συμφωνία. Εκείνη πρέπει να δοθεί αμέριστη στην ζωή, αφήνοντας κάτι από τον εαυτό της εδώ και εκεί. Χορεύει γύρω από την Άννα και τον Ίαν όταν συναντιούνται κάτω από τον χτύπο του μητροπολιτικού ναού, δυο που αντέχουν μες στο εξωφρενικό κοπάδι. Σαν επιθυμεί να παραμείνει κρυφή ώρες τεμπέλικες, η πεταλούδα ανοίγει τα φτερά της κόντρα στον ήλιο και αργά που χάνεται, δίχως υποψία.
Τώρα η Άννα κοιμήθηκε. Δεν έχει ηλικία, έτσι όπως στέκει, μια κούκλα σπασμένη κάτω στο ξύλινο πάτωμα, σε μια λίμνη. Είναι το νούφαρο σε μια λίμνη αίματος η Άννα. Είναι δίχως χτύπο στους καρπούς της, φιλούν τα χείλη της μα η Άννα δεν μένει πια εδώ.
Ο καιρός περνά, η Άννα γίνηκε λουλούδι. Το καλοκαιρινό της φουστάνι το κρεμάσανε στο δωμάτιο, κλειδώσανε και χαθήκανε. Ήταν εκείνοι που σφραγίζουν ένα τέλος, οι συγγενείς που αναλαμβάνουν τα πρακτικά ζητήματα, καιρό μετά. Έτσι δεν θα αντικρίσουν ποτέ την κατακίτρινη πεταλούδα που πετά τριγύρω από το βολάν του φουστανιού και περιμένει το σώμα να φανεί. Φτερουγίζει τριγύρω, σαν παράκληση, κάποτε κουράζεται και πεθαίνει ως την επόμενη άνοιξη. Και απομένει το φουστάνι του καλοκαιριού δίχως το σώμα του, μια «θημωνιά περιφραγμένη» με σιωπή.
Α.Θ