uno stato meraviglioso

[Τα γυμνά της πόδια
Εξείχαν από την κουβέρτα
Σαν πέταλα λουλουδιών
Από το βάζο.
Ήταν άνοιξη.
Ήταν η άνοιξη.]

Από τα
«Υστερόγραφα της Κυριακής»
Του περιοδικού Μονόκλ

“E penso a te”, τιτλοφορείται το τραγούδιτου Luccio Battisti που λέει καλημέρα από αυτήν την στήλη. Γύρω του στήνεται μια συνηθισμένη ιστορία, σαν εκείνες που εκτυλίσσονται κάθε μέρα στους δρόμους της πόλης. Ιστορίες που αρχίζουν και τελειώνουν, δίνοντας ξανά και ξανά ζωή στους στίχους του τραγουδιού που στην μυθική πια εκτέλεση της Mina Mazzini μιλάει για την πικρή αλήθεια που λίγο πολύ, όλοι έχουμε γευτεί. «Συγχώρεσε με, είναι αργά, μα σε σκέφτομαι» και το καλοκαίρι να μην σημαίνει τίποτε δίχως έρωτα.

 

Ξημέρωσε και η μέρα που μέχρι πριν από λίγο φαινόταν ακατόρθωτη ξετυλίχτηκε σαν δώρο. Ο Λουίτζι κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και βρήκε τον εαυτό του κάπως γερασμένο. Κοίταξε τριγύρω το αδειανό δωμάτιο. Παντού κούτες παραγεμισμένες με τις αναμνήσεις του και στην άκρη μια αγάπη που πέρασε και πάει. Θυμήθηκε εκείνο τον στίχο ενός φίλου ποιητή που ονόμαζε το κορίτσι άνοιξη και ήταν στα αλήθεια μια εποχή για την ζωή του ολόκληρη. Εκείνος ο φίλος του μένει μίλια μακριά, κάπου στην Αθήνα και η μέρα ξημερώνει και για εκείνον ίδια, γεμάτη προσδοκίες.

Απ΄έξω φθάνουν θόρυβοι και οι μεταφορείς που αναλαμβάνουν να στήσουν το παράπηγμα της μέρας κάνουν απερίσπαστοι την δουλειά τους. Και όμως κάτι λείπει, ίσως το ουρλιαχτό του τραίνου που διασχίζει κάθε πρωί το σαλόνι, ίσως η κιτρινωπή σκοτεινιά και το φως του δρόμου και η τρυφερή της εξομολόγηση. Ίσως το αστείο της πρόσωπο που σβήστηκε και ίσως ο ήχος της φωνής της στην άλλη άκρη της γραμμής και ίσως οι χλωμοί δρόμοι του Απρίλη στην Βιτσέντζα που νυχτώνει και ξημερώνει και μεταμορφώνεται σε κάτι πολύ περισσότερο από μια παλιά αυτοκρατορία. Θυμήθηκε πως η ομορφιά της μπορούσε να σου κόψει την ανάσα για εκατοντάδες χρόνια, θυμήθηκε το σχήμα της κάτω από τα σεντόνια, τα βλέφαρά της που ανοίγουν, ένα βιβλίο με άκοπες, λευκές, κοριτσίστικες σελίδες. Ίσως πάλι, όλα αυτά να συνιστούν το όνειρο που ξέφτισε, κάτι από σώμα με ολότελα χαμένο το κέντρο του κορμιού του.

Και ήταν τότε, την ώρα της πιο μεγάλης απόγνωσης που ακούστηκε από τα ηχεία του ραδιοφώνου μια παλιά, αγαπημένη μελωδία. Και από όλους τους δρόμους ερχόταν η άνοιξη δυναμωμένη, μελαγχολική, απροσδόκητη, ακατόρθωτη, μια λευκή πεταλούδα πάνω από τα χαλάσματα. Και τα βιβλία που μέχρι τότε βαθιά τα αγαπούσε και έλεγαν την αλήθεια, γέρασαν και πέθαναν μες στις σελίδες τους δίχως θόρυβο, δίχως ρίγος. Και στο βάθος του δρόμου, κάτω από το ξεχασμένο φως, την είδε. Εκείνη ήταν ακόμη κορίτσι και το πρωινό τίποτε δεν είχε πάρει από τον εαυτό της. Η εποχή όλα τα ξεχνούσε και προχωρούσε μες σε αστραφτερό, χρυσαφί χρώμα. Και ήταν δυο βήματα μακριά της και ήταν η μυρωδιά της καθημερινής ζωής και όλα πέθαιναν εκείνη ακριβώς την στιγμή, αφού χρόνος δεν υπήρχε και όλες οι δυνάμεις της φύσης του κόσμου συγκεντρώνονταν επάνω της.

Και εκείνος που πίστεψε πως είχε διανύσει όλους τους σταθμούς της αγάπης, στάθηκε και την κοίταξε . Προσευχήθηκε μόνο με το όνομά της. Κοιτούσε την φιγούρα κάτω από το ξεχασμένο φως και είδε με πικρή παραδοχή, πως σε κάποιες της κινήσεις έμοιαζε με κάποια που αγάπησε πολύ. Μα δεν ήταν εκείνη, -όχι Λουίτζι δεν θα είναι ποτέ εκείνη-, και η πόλη άλλαζε σαν ζωγραφιά που μετάνιωνε για τα χρώματά της. Δεν είχε άλλες λέξεις, μόνο την Βιτσέντζα που ομόρφαινε ώρα με την ώρα. Μόνον αυτή.

Α.Θ