Gasoline

The Baboons και Drinking Gasoline σε ασπρόμαυρο, σκονισμένο φόντο και μια υποψία από τα φιλμ του Ταραντίνο που σμίγουν τους πυροβολισμούς με τα όνειρα.

Απόψε αφήνει την πόλη. Χρειάζεται να γεμίσει το ντεπόζιτο του Φορντ του και να διαλέξει τον αυτοκινητόδρομο, τίποτε άλλο. Όλοι οι δρόμοι είναι ανοιχτοί για εκείνον. Είναι αργά και κανείς δεν θα βρεθεί να τον ρωτήσει γιατί, «γιατί φεύγεις Ρέι, τι ζητάς στα άλλα μέρη, ο κόσμος είναι καθρέφτης».
Με αυτοί δεν ξέρουν τίποτε. Δεν ξέρουν πώς είναι να μην έχεις σκιά, πώς είναι να σε πνίγουν πελάγη από μπέρμπον, εκείνοι δεν γνωρίζουν τι σόι πράγμα είναι αυτός ο διαβατάρικος ίσκιος, η παγερή ζωή. Όχι δεν ξέρουν και και για αυτό τον κοιτάζουν που κυλά σαν νερό πάνω στον δρόμο και το Φορντ του, μια αυθεντική εικονογραφία του αμερικάνικου θαύματος. Φορούν λευκές κουκούλες, κρατούν πυρσούς και ρεβόλβερ και πέρα στο φόντο το αναμμένο εκκρεμές αφήνει ουρλιαχτά μες στην νύχτα. Να λοιπόν που έχει έναν ακόμη καλό λόγο για να φύγει, να που το Φορντ του μαρσάρει, ξεχύνεται στο κεντρικό αυτοκινητόδρομο, πιο πέρα η έρημος ανασαίνει και τον αποχαιρετά. Καλό ταξίδι Ρέι και οι ερωτήσεις να πέφτουν βροχή, «για την μάνα σου Ρέι ποιος θα νοιαστεί, για τα υποστατικά σου, ένας άνδρας Ρέι δεν πρέπει να το βάζει στα πόδια, χίλιες φορές να είχες διαλέξει την Κάντιλακ του γέρο Τριμ, άκου Ρέι κανείς δεν σου χρωστά, έχει μπόλικο κάρβουνο απάνω στο βουνό, η σειρήνα χτυπά στις 4, να είσαι εκεί, να είσαι εκεί, να είσαι εκεί».
Μα στο φτωχικό του Ρέι που καίγεται τώρα απ΄άκρη σε άκρη δεν μένει κανείς. Τα υαλικά σπάζουν από τις θερμοκρασίες, τα θερμόμετρα σπάζουν, ολόκληρο το σπίτι φλέγεται και ένα δερμάτινο φεγγάρι , κατάστιχτο με ζωγραφιές λιώνει ψηλά στο στερέωμα. Και τα ρεβόλβερ γεμίζουν και το εκκρεμές μετράει τον χρόνο και οι άνδρες πίσω από τις λευκές τους κουκούλες πίνουν βενζίνη και γελούν, ευτυχισμένοι ανάμεσα στα γέρικα πλατάνια τους.
Σε εξήντα μίλια είναι η πρώτη στάση. «Φρόντισε Ρέι να έχεις γεμάτο το ντεπόζιτό σου. Γιατί είναι ακριβό πράγμα το καύσιμο Ρέι έξω από εδώ και δεν θυμίζει σε τίποτε το αίμα που στοιχίζει το τίποτε και ποτέ, κανείς δεν το αγοράζει Ρέι». Η έρημος φέρνει δροσιά, κάτι παράξενα πλάσματα νυκτόβια διασχίζουν τον δρόμο, ένα μοτέλ αναβοσβήνει με την ετοιμόρροπη μαρκίζα του. Απ΄έξω κάποιοι σκοτώνονται μα δεν είναι δουλειά του Ρέι. Αυτός ο κόσμος ξέρει να τακτοποιεί τους λογαριασμούς του. «Αν φύγεις Ρέι αυτή η πόλη θα σε μισήσει για πάντα» μα όσο θυμάται εκείνα τα βρεγμένα σανίδια τόσο επιταχύνει και το Φορντ ξεχύνεται στην δημοσιά και πέρα παντού στον κόσμο βρωμάει άσχημη τραγωδία.
Ποια λυρική φλόγα σε ταξιδεύει Ρέι; Και όλα γίνονται θρύψαλα εμπρός σε εκείνο το κορίτσι που στο αδιάφορο χιλιόμετρο ζητάει λίγη βοήθεια. Ο Ρέι σταματά, το κορίτσι στέκει εμπρός στο Φορντ του. Θυμίζει σχοινοβάτισα πρώτης τάξεως του Σίρκο ντε Ρούσσο, θυμίζει εκείνα τα κορίτσια που σαν τον αγκάλιαζαν άφηναν να φανεί μια μυρωδιά φωλιάς.
Και τώρα οι δυο τους μες στην Φορντ τραβούν για τα μεσοδυτικά και δεν τους καίγεται καρφί να ξεμπλέξουν το κουβάρι των άστρων εκεί επάνω.
Η ιστορία τελειώνει έτσι άδοξα, επειδή δεν χρειάζεται τίποτε να είναι ξεχωριστό για να επιβιώσει. Έτσι είναι Ρέι; Ναι, έτσι.

Α.Θ