Μεγάλη Νύχτα

[…Ανάμεσα σε εκείνη την μητέρα της Πάτρας, που καμιά σχέση δεν κατέχει με την έξοχη και αυθεντική, λαϊκή φωνή που μας κληροδότησε ο Γιώργος Χρονάς και στον φονιά της άτυχης Καρολάιν, υπάρχει μια θέση ακόμη. Μια θέση για τον δικό μας σταυρό που περιφρονεί τις φτηνές κομψότητες, την ψεύτική άνεση. Μια θέση πάνω ψηλά από την ηλεκτροφωτισμένη μαρμαρυγή της Βαβυλώνας μας, μια θέση ίδιο κόσμημα ροδόμαυρο, χαρισμένο σε εμάς για εκείνη την φορά που με τον σταυρό μας θα αναλάβουμε να αγγίξουμε το υψηλό, εμείς οι μοναχικοί, οι καταθλιπτικοί νάρκισσοι του καινούριου αιώνα, με την φωτιά κάτω από το δέρμα και την βαθιά γνώση του ωραίου και του καλού. Είναι τούτος ο καιρός μιας ζωής πνευματικής που μας καλεί και απαιτεί. Στα ηχεία το Νυν και το Αεί του Σταύρου Ξαρχάκου, κάτω στους δρόμους «ο μπόγιας και ο φονιάς που περπατά με τον χάρο στο πλευρό». Και εμείς που αφήνουμε τις πέτρες από τα χέρια και λιγότεροι επιστρέφουμε στα σπίτια μας, πλασμένοι μες στην δοκιμασία και την παραβολή…]

«Το άρρωστο κίτρινο φεγγάρι σηκώθηκε. Η πολιτεία ησύχασε και η πεντάμορφη νύχτα σκέπασε τα λάθη, τις υπεκφυγές, τους δισταγμούς τους σκέπασε μια νύχτα πεντάμορφη. Πέρα στον λόφο καρφώθηκαν οι σταυροί και οι στρατιώτες με την πλάτη τους στηριγμένη στις πέτρες, στάθηκαν και κοίταξαν αποκαμωμένοι το ωραίο θέαμα. Μια πλήξη γλυκιά πλανήθηκε στον χώρο και η ζωή πήρε να ξαποσταίνει από τον κόπο και τα λάθη της. Τώρα οι ληστές μοιάζουν ιδανικοί και ωραίοι πάνω στους σταυρούς τους, τώρα το φρόνημα της πόλης μπορεί να αποκατασταθεί. Οι στρατιώτες αποκοιμιούνται, η παγωνιά και ο καπνός όλα τα κάνουν απόκοσμα και μεταφυσικά. Οι στρατιώτες αποκοιμιούνται κάτω από τον ήχο του νερού του ποταμίσιου που όλο κυλά και για πού τραβά, κανείς δεν ξέρει, μήτε θα το μάθει ποτέ.
Μες στα σπίτια όμως, κάποιος κοιτάζει από το σφαλιστό παράθυρο, κάποιος κοιτάζει τους ληστές που βρέχονται και που πονούν. Σκύβει και λυπάται και μες στο αχνό φως της καντήλας του όλο μετανιώνει και τίποτε στον κόσμο απόψε δεν μπορεί να του γλυκάνει την καρδιά. Συλλογιέται την σκηνοθεσία που παραμένει μισή και ανολοκλήρωτη, την ψυχή του συλλογιέται που την βρίσκει αδύναμη και ελαττωμένη. Το φως της καντήλας τρεμοπαίζει, εμπρός στο βλέμμα του πέφτουν ασύλληπτες βροχές, ο θάνατος γυροφέρνει τα σπίτια και τα υποστατικά και οι ληστές πονούν και κλαίνε πάνω στους σταυρούς τους. Τα φώτα της πόλης τους πονούν, τα κρίματά τους τσακίζουν την ψυχή, από κάτω ένας θάνατος με το κατακόκκινο λουλούδι του αραδιάζει τραγούδια που την νύχτα ραγίζουν. Ηχούν οι καμπάνες στο βάθος της ερημιάς, κανείς δεν άκουσε ποτέ τέτοιο ήχο πικρό, καμιά γλώσσα δεν είπε το τραγούδι της, μήτε θα το κάνει ποτέ.
Και εκείνος που πονά κάτω από το φως της καντήλας του καρφώνει τους σταυρούς. Και είναι ήχος πλάγιος, σκληρός εκείνος που κάνουν τα ξύλα σαν δένονται. Και όταν σταματά από κάθε πλευρά ακούει τον σκοπό από τις άλλες ντάπιες και όλες οι πόρτες ανοίγουν και ο καθένας μπαίνει στην σειρά . Το πλήθος τραβά κοπαδιαστά στον λόφο. Και ξυπνούν οι καταιγίδες και τα πουλιά που βόσκουν την νύχτα σηκώνονται και πετούν και όλος ο τόπος φαντάζει πεδίο κυανό, σαν μες σε γαλάζια οινοπνεύματα. Μέσα από την ηρεμία της πόλης, καθένας σέρνει τον σταυρό του και οι ληστές νιώθουν λιγότερη την μοναξιά, βρίσκουν περισσότερο το κουράγιο τους και υπομένουν εκείνο το τέλος που πλανάται σαν χρονικό πάνω από την πόλη.
Τώρα όλοι οι σταυροί στην σειρά, σαν στρατός τραβούν την ανηφοριά και ο ένας στον άλλον δίνει νερό να ξεδιψάσει και δεν υπάρχει Θεός, δεν υπάρχει άνθρωπος τέτοιο καημό να τον πει. Είναι οι μεγάλοι δεόμενοι, είναι εμείς με το χρυσάφι της ψυχής μες στις χούφτες μας. Το μαγαζί που πουλά τον χρόνο σφαλίζει τις πόρτες του, από παντού πέφτει μια άνοιξη συγκλονιστική, παντού προβάλλει το καθολικό πρόσωπο του ανθρώπου που αντέχει και πονά και προχωρεί.
Τώρα πια, στα ανάμεσα εκείνων των ληστών, καθένας φυτεύει τον σταυρό του, ανεβαίνει μονάχος του και όλες οι γεωγραφίες δείχνουν το ίδιο πρόσωπο.
Δεν έχει τέλος ετούτη η ιστορία, δεν έχει λυτρωμό η πίκρα του κόσμου. Και έτσι ανάμεσα στους ληστές που φοβούνται και πονούν, ανάμεσα στις τρομερές τους πράξεις, χωρά ο σταυρός ο δικός μου και ο δικός σου. Επειδή μια φορά μονάχα μες στο κύλημα του χρόνου μπορεί κανείς να γίνει ποιητής, στηρίζοντας με όλες του τις δυνάμεις αυτήν την μεγάλη ψυχική επανάσταση της ειλικρινούς και αυθεντικής πίστης που διέσωσε στους στίχους του ο Ναυπλιώτης Νίκος Καρούζος. Είναι μια φορά μονάχα που μια αγάπη αγνή και άδολη δένει τους σταυρούς και είναι μια, μοναδική και απαράλλαχτη η μετάφραση της ζωής, σκέτη νοσταλγία και αιωνιότητα η συγχώρεση που σου κόβει την ανάσα και από εσένα όλα τα απαιτεί.»

Α.Θ