[…Είναι παράταιρη εποχή
Να βρει το δίκιο του
Ένας στίχος…]
«Πρωινή ή Βραδινή Σερενάτα»
Άλκης Αλκαίος
«Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες», σήμερα περισσότερο από ποτέ. Φυλάμε τα ποιήματα μες στις βιβλιοθήκες, μες στα στόματα, στις άκρες των χειλιών μας. Και μήτε κουβέντα για εκείνο τον ξέφρενο ίππο με το όνομα το χαμένο άλμα που προσμένει στο πλάι του σταματημένου μας χρόνου. Μήτε κουβέντα για την δωρεά και την σφραγίδα του ανεξίτηλου. Θυμάσαι;
Ο Α. δεν γιορτάζει ποτέ. Όταν ξημερώνει κυλά στην πόλη σαν σταγόνα από παλιά δίψα. Πίσω του ανεμίζει το κατάμαυρο παλτό, πίσω του οι πολιτείες ταραγμένες πορεύονται όπως τα άστρα. Είναι ατέρμονη η πορεία του, τίποτε δεν αλλάζει τριγύρω και ο Α. ποτέ του δεν γιορτάζει. Οι φίλοι του γνέφουν και εκείνοι από μακριά, σαν διασταυρώνονται σαν φλέβες ανθρώπινες. Ανήκουν όλοι τους σε μια χαμένη φυλή με μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια. Έχουν χάσει την ακριβή τους επίστρωση και από παντού πάνω τους φέγγουν ήλιοι. Οι φιλενάδες του φορούν φουστάνια καμωμένα από μια παλιά άνοιξη, όλα τους τα άνθη μαραίνονται με εκείνες να προχωρούν αλύγιστες προς την αγάπη. Διαθέτουν τραγικά μαλλιά και κατά βάθος φοβούνται πολύ. Κρατούν το τσιγάρο τους, θυμίζουν το τέμπλο του γραφικού μα εκείνες μονάχα ξέρουν τι πράγμα καταιγιστικό είναι η μοναξιά. Μοιάζουν όλες στην Μπάρμπαρα Κασσέν και κάτι νοσταλγούν.
Ο Α. δεν γιορτάζει ποτέ. Μες στο κεφάλι του νιώθει την παγωνιά του φεγγαριού, γυαλιστερό αλουμίνιο και τον πονά. Κάποτε οι ντροπές του ανθίζουν και γράφει στίχους αγγελούδια σε τοίχους και πλατείες. Είναι φτιαγμένος από συνθήματα, ένα παιδί χιλίων ετών όπως ο Ρεμπώ. Σαν πέσει η νύχτα καπνίζει φεγγάρια και τρώει τα άστρα. Είναι μαριονέτα, ο χρόνος του κινεί τα νήματα και εκείνος σχηματίζει σταυρούς από κρασί και ποιήματα. Όσα νιώθει δεν ειπώθηκαν ποτέ και είναι το ρεπερτόριό του από γυάλινο αέρα. Δυο πληγές ματώνουν την καρδιά του, θεέ μου από στιγμή σε στιγμή ο Α. θα σπάσει σε χίλια χαμόγελα, οι περαστικοί αφήνουν την απόσταση σαν θάλασσα να μπει ανάμεσά τους. Το ένα του τραύμα αναβλύζει τρυφερότητα, το άλλο μίσος και ο ρυθμός σαν φάντασμα να χτυπά εντός του. Κάτω από τα βήματά του – ποτέ δεν θα το μάθει – ο κόσμος σκιρτά. Κάποιος του πετά μια χούφτα νοσταλγίας και ο Α. με το ύφος εκείνους που έχει πεθάνει δυο χιλιάδες φορές πριν, φυλά στην μέσα τσέπη του τα υπάκουα πράγματα της ζωής και τις σφαίρες της ανάγκης. Η μικρή του αιωνιότητα μια μέρα θα του στοιχίσει την ζωή. Ο Α. δεν γιορτάζει ποτέ. Όταν επιστρέφει κρατιέται νύχτες ολόκληρες από την κόχη του σεντονιού του, πνίγεται μες στο φτηνό τζιν και από ανάγκη τραγουδά.
Ο Α. δεν γιορτάζει ποτέ. Κάθε που ξυπνά η άνοιξη, μαζεύει τους αποχαιρετισμούς του, φτιάχνει ένα καραβάκι χαρτονένιο και πλέει μες στις ζωές των άλλων ανθρώπων. Μα δεν γιορτάζει ποτέ. Τα μάτια του φιλήθηκαν με τον αισθησιασμό αυτού του κόσμου, σαν έτοιμος από καιρό, ξαγρυπνά έτοιμος να πεθάνει την δωδεκάτη ώρα. Τα μεταλλεία της μνήμης του δουλεύουν ακατάπαυστα και μες στο χιόνι του Μάρτη τρυφερά προσεύχεται σε κάποιο ρομαντικό, πένθιμο δρομάκι. Οι άλλοι τον κοιτούν που δαμάζει τον χρόνο και γελούν, φέρνοντάς του το παράδειγμα της πορσελάνης Μάισνερ που τώρα παλιώνει δίχως αξία στα παλαιοπωλεία της Βιέννης. Του φέρνουν το παράδειγμα των γεφυριών που πέφτουν, τους άστεγους έρωτες, τις χορεύτριες των ιαπωνικών χωρών της Ιάβας, τους σιωπηλούς κύκλους, το τρεμάμενο φτερό του καπνού που υψώνεται από το τσιγάρο του. Μα εκείνος γελά και προχωρεί μες στην υγρή ομίχλη, συγγενής εξ αίματος με όλους τους ανθρώπους και όλους τους καιρούς.
Ο Α. δεν γιορτάζει ποτέ. Πριν από χρόνια τον διώξανε από την πολιτεία. Και δεν έχει να πει τίποτε με εκείνους που μετρούν τα κέρδη των πωλήσεων, με εκείνους που διαβάζουν σε αίθουσες κατάμεστες, τάχατες το πώς και το γιατί του κόσμου, προφέροντας τα αδειανά τους φωνήεντα στο διψασμένο από την ερημιά κοινό. Εκείνος γυρεύει τον άλλον κόσμο, τον σκεπασμένο από τον πυρετό, την λέξη γυρεύει από κάποιο ποίημα του Σολωμού. Και όλο προχωρεί, ένας όρθρος του κόσμου, ένας ορθοστάτης του κουράγιου που θέλει ετούτη η άνοιξη για να την αντέξει κανείς. Ο Α. θυμίζει το μελανό του Θεοτοκόπουλου ή κάποιον τοίχο γυμνό, προσφέρεται ως ενέχυρο για το καλό του κόσμου, σαν στερνή κατάπληξη και σαν του πόθου την ριπή. Και όλο προχωρεί. Ο Α. δεν γιορτάζει ποτέ. Τραβά κατά το καταφύγιο που φθονούμε και πονά.
Α.Θ