Φυλές της πόλης

Ψιτ, ψιτ γνέφει η Δανάη με την φωνή της κομμάτι ενός χρόνου συντελεσμένου

Τι έρημα που είναι τα καφέ του κέντρου. Μοναχικά τραπεζάκια παγώνουν μες στο καταχείμωνο, σπαρμένα με ροδοπέταλα, ποιος ξέρει από τι ξαφνικό άνεμο. Τι λύπη μυθιστορηματική. 

Το παλιό καρουζέλ στην πλατεία έχει σβησμένα τα φώτα του και δεν φέρνει τις γιορτινές του βόλτες που ξεσηκώνουν τα παιδιά. Τι έρημα που είναι τα καφέ του κέντρου, τι μοναξιά για τους σερβιτόρους που έτσι ντυμένοι στα άσπρα, φαντάζουν τ΄ακριβές αντίθετο από τις μολυβένιες φιγούρες του Λόρκα. Τι λύπη.

 Κάθε τόσο σαλεύουν, τινάζουν το άσπρο λινό που έχουν περασμένο στο χέρι τους. Ανάβουν ένα τσιγάρο ανά δυο και σηκώνουν τους γιακάδες τους όσο ο άνεμος δυναμώνει και παγώνει τις εργατικές καρδιές τους. Να δείτε με τι απόγνωση προσμένουν το νεύμα του πελάτη και πώς πληγώνονται όταν εκείνος προχωρεί προς το βάθος του δρόμου με τα κλειστά εμπορικά. 

Δεν αντέχεται ετούτη η ερημιά. Δεν υπάρχουν ποιήματα, δεν έχουν γραφτεί στίχοι για να πουν πόση ερημιά πλανάται πάνω από το κέντρο της πόλης. Πρόκειται για ένα απομακρυσμένο νησί, αυτή η πλατεία είναι ένα νησί. 

Κάποιος ζωγράφος όμως επιμένει, βαλμένος στο πόστο του. Στήνει το καβαλέτο του, ανακατώνει τα χρώματά του, φτιάχνει το μπλε, το γαλάζιο, το πράσινο, με μια δόση λευκού κάνει κομμάτια εκείνο το μολύβι του κόσμου. Βάζει μπρος την φαντασία του που κρατά ζεστή την έρημη καρδιά. Στην πάνω γωνιά φτιάχνει τρεις φιγούρες με κρινολίνα και λιλιά φουστάνια. Οι δυο φιγούρες κοιτούν η μια την άλλη με εκείνο τον τρόπο που τα κορίτσια παλεύουν την αμηχανία ενός ανδρικού κοπλιμέντου. Στο πλάι τους ο ζωγράφος έχει φτιάξει μερικά τραπεζάκια με ολόλευκο μάρμαρο και γαλαζωπά νερά. Η πραγματικότης αναμένεται να καταστήσει μαγευτικό τον πίνακα αυτού του λυπημένου ζωγράφου. Στην κάτω γωνιά του καμβά οι μάγκες παίζουν τα κομπολόγια τους και κάνουν να σηκωθούν ή να βγάλουν με ευγένεια τα ημίψηλά τους. Κανείς δεν θα μάθει την συνέχεια, ο χρόνος πάγωσε, όλα απέμειναν στην κρισιμότατη ώρα. Σίγουρα θα είναι ο έρωτας που τους κεντρίζει το ενδιαφέρον, μια άνοιξη ξαφνική που τους γυροφέρνει. Ο ζωγράφος συνέλαβε την στιγμή που πέφτουν οι πρώτες ματιές, την στιγμή που όλες οι γραμμές της άμυνας πάνε στράφι και οι νεανικές ψυχές σμίγουν κάτω από χρώματα και διακριτικές φιλοφρονήσεις που αρμόζουν σε μια τέτοια περίσταση. 

Στο μέσον απλώνεται το πλακόστρωτο, σε κάθε του πλευρά διαθέτει μερικές γνώριμες φιγούρες. Τον σαλεπιτζή, τον λατερνατζή, τον μάγο που βγάζει από το καπέλο του μια δραχμή, ένα μαντίλι κόκκινο, μια ανθοδέσμη με κατακίτρινες μαργαρίτες. Είναι οι φυλές της πόλης και εμείς γονατίζουμε για όσες αφανίστηκαν.  Πιο δίπλα ένας κύριος με θολό πρόσωπο κατηφορίζει τον δρόμο. Ένα, δυο δέντρα με καταπράσινες φυλλωσιές, πιο πάνω το πλήθος, κορίτσια του Μοντιλιάνι με ορθάνοιχτα μάτια παίρνουν τον κυριακάτικο περίπατό τους. Όλα τα άθροισε ο ζωγράφος, το τώρα και το χθες, του κόσμου την βεβαιότητα και την πλάνη της ώρας. Τον καθαρό ουρανό και τα λευκά περιστέρια που γυροφέρνουν τα τραπεζάκια των θαμώνων. Όλα τα λογάριασε ο ζωγράφος, τον τόνο του γαλάζιου που χρειάζεται το φουστάνι του κοριτσιού, μια ιδέα πορφύρας κάτω στο στρίφωμά της, την κατακίτρινη κορδέλα που συγκρατεί καταρράκτες από πυρόξανθα μαλλιά. Πέρα στο στερέωμα φέγγει καθώς πάντα το βουνό του Υμηττού, ελαφρώς χιονισμένο, σε ένα φόντο μακρινό. Ο ζωγράφος έχει πια δώσει στο έργο όλη του την καρδιά. Και ο λατερνατζής που συλλογίζεται να αλλάξει το πόστο του, βάζει μπρος το οργανάκι του. Ψιτ, ψιτ σιγοτραγουδά και βγάζει το καπέλο του χαιρετώντας τον ζωγράφο. Και η σύμπτωση καλά κρατεί, έτσι όπως ξεμυτίζουν τα κορίτσια πιασμένα αγκαζέ, γελώντας με εκείνον τον θόρυβο που μαρτυρά χίλια, γκρεμισμένα ποτήρια. Και εκείνη η μικρούλα νερατζιά, κάπως σαλεύει και τινάζει τα κλαριά της προς την πλευρά του ήλιου πώς λάμπει μες στον καμβά. Ψιτ, ψιτ ακούγεται καθώς μακραίνει ο λατερνατζής με το οργανάκι του. Και ο ζωγράφος σβήνει και διορθώνει, κάνοντας μια ιδέα κοντύτερο το φουστανάκι της. Και οι σερβιτόροι τινάζουν τα λευκά τους μαντίλια και ορμούν στα τραπεζάκια τους, σκουπίζοντας με χορευτικές κινήσεις, τραγουδώντας έναν γνώριμο σκοπό. Ο ζωγράφος διορθώνει, σβήνει και κάνει κάπως γελαστά τα πρόσωπα αυτού του χαμένου στην λήθη, κόσμου.

Α.Θ