Sweet Sweetness

Η σκηνή στο φιλμ full metal jacket κόβει την ανάσα. Πριονωτοί ορίζοντες, εστίες και εκρήξεις, σκόνη και αίμα στο φιλμ του Κιούμπρικ που διαθέτει την γλαφυρότητα της ανθρώπινης αφήγησης. Μα ο πόλεμος δεν διαθέτει τίποτε το γραφικό και ο κόσμος φαντάζει πιο άστεγος από ποτέ. Μόνος μες στην μιζέρια του, ακριβώς όπως και στους στίχους των Danzig, της αμερικάνικης μπάντας που δανείζει το τραγούδι της στην αφετηρία αυτής εδώ της εβδομάδας.

Έξω μυρίζει άσχημα νέα και προπαγάνδα. Από φυλάκιο σε φυλάκιο τα νέα πληθαίνουν, η ιστορία γράφεται κάθε μέρα με άλλο χρώμα και άλλες προθέσεις. Οι φίλοι χωρίζουν. Η ανθρωπιστική βοήθεια πέφτει στο κενό. Οι διάδρομοι για τους άμαχους στενεύουν, οι άμαχοι παίζουν τον ρόλο τους σε αυτήν την σκηνογραφία. Είναι η ασπίδα των αμυνόμενων, ο θάνατός τους μια πράξη ύστατης αυθαιρεσίας και κτηνωδίας εκ μέρους του επιτιθέμενου. Οι άμαχοι πρέπει να ξεφύγουν με τα δικά τους μέσα από τις πόλεις που σπαράζονται. Οι άμαχοι συνιστούν τον πάλαι ποτέ εξυψωμένο λαό.

Όλα μοιάζουν ποιητικά και η δόξα τους πικρή. Από κάθε χώρα φθάνουν μαχητικά αεροσκάφη, από κάθε πλευρά φθάνουν κράνη, γεμιστήρες, φυσίγγια, ασύρματοι, ασύρματοι, ασύρματοι, ατέλειωτα φορτηγά με θηριώδεις κινητήρες μεταφέρουν υλικά και στρατιώτες.

 Από κάθε πλευρά του τηλεοπτικού δέκτη εμφανίζονται εκτοπισμένοι. Κρατούν μια βαλίτσα, φορούν όσα ρούχα μπορούν, ταξιδεύουν δίχως σκοπό, απλώς κινούνται εμπρός από την καταιγίδα, πηγαίνουν στον χαμό. Καθένας τους έχει ένα νούμερο, σαν φωτοστέφανο πάνω από το πρόσωπό του. Καθένας έχει ένα μερίδιο στα εκατομμύρια των προσφύγων που συνωστίζονται στην ανατολική Ευρώπη, του αναλογεί ένας αριθμός ή καλύτερα ένα κενό γράμμα.

 Εισβάλλουν στο σαλόνι μας, χαλάνε την μετατραυματική, νεοελληνική μας γλύκα, διακόπτουν την ταινία, ανοίγουν μια τρύπα μες στους κύκλους που προβάλλουν την φαντασίωσή μας πάνω σε πλατφόρμες.  Ουρλιάζουν, μας φιλούν στο στόμα, επιτέλους, είμαστε η Δύση που τόσο πολύ θελήσαμε, αμήχανοι, απολαμβάνουμε την στιγμή ο καθένας για τον εαυτό του. Τώρα στέλνουμε και εμείς όπλα, τώρα ισορροπούμε πάνω στο σχοινί, η ώρα είναι περασμένη. Πάει να πει όλες οι ευκαιρίες που είχαμε πάνε χαμένες.  Μας φιλούν στο στόμα οι εκτοπισμένοι. Εμάς όμως, καμιά γοητεία δεν μας συναρπάζει, είμαστε η Δύση, η περιβόητη πλευρά του κόσμου που ποθήσαμε να γίνουμε.

Ο εκτοπισμένος που τριγυρνά σαν χαμένος στην τραπεζαρία μου, επαναλαμβάνει την λέξη Χερσώνα. Εγώ του δείχνω πως καταλαβαίνω, τον ρωτώ αν καπνίζει, τον χτυπώ στον ώμο και τον στέλνω στο καλό. Κλείνω την τηλεόραση μην τύχει και ξανάρθει καμιά προσωπική στιγμή και τότε η ευτυχία μου θα πάει χαμένη. Κοστίζει πολλά η ευτυχία μου φίλε για να την χαλάσει απλά ένας λαός που περιφέρεται στην ανατολική Ευρώπη, χτυπώντας πόρτες, ζητώντας βοήθεια. Φορώ το πρόσωπο της σολωμικής γυναίκας της Ζάκυνθος και κάθομαι αναπαυτικά στην πολυθρόνα. Πίσω μου στον τοίχο φέγγει σαν χαλασμένη ρεκλάμα το πρόσωπο ενός ηλεκτρικού Χριστού με έντονα μάτια και εμπειρίες προδοτικές. Το άσχημο μακιγιάζ  του κόσμου που φτιάξαμε συμπληρώνει πάντα αποφασιστικά μια πινελιά πολέμου στις βλεφαρίδες.

Αποκοιμιέμαι τώρα μες στην γλυκύτατη γλύκα και οι στάχτες της ζωής χιονίζουν μες στο σαλόνι, βελούδινοι θόρυβοι μες στο όνειρο.

Α.Θ