Σιμιγδαλένιο Φούρφουρο


Για την Μαριανίνα
Της Λιλιπούπολης,
Και
τον Σιμιγδαλένιο
Του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου.
Όλοι τους εικάζεται
Πως υπήρξαν
Πρόσωπα φανταστικά.
Και ας ζήσανε;
Και ας πονέσανε;
Ναι, και ας ζήσανε,
Και ας πονέσανε.

Πάει λίγος καιρός που κάποιος φίλος, φόρεσε το γυάλινο μονόκλ του και μου θύμισε με φωνή σιγανή εκείνον τον τρυφερό Σιμιγδαλένιο του Αλέξανδρου Αδαμόπουλου που ανανέωσε θεαματικά το υλικό της σύγχρονης παραμυθίας, αυτό που λογαριάζαμε μονάχα για παράδοση. Ιχνηλατώντας τους ρυθμούς και τις συνήθειες της προφορικής αφήγησης που συνιστά για τον καθένα μας μια έκφραση των θαυμάτων που συμβαίνουν εκεί έξω, ο Αλέξανδρος πλάθει με το σιμιγδάλι της ψυχής του τον θρυλικό του ήρωα. Τον Σιμιγδαλένιο του των είκοσι οχτώ χειμώνων που ακόμη αγαπά με καρδιά και αφοσίωση την πρώτη του γυναίκα. Τον Σιμιγδαλένιο που ξελογιάστηκε από τους αναρίθμητους θησαυρούς μιας παράξενης φρεγάδας, τον Σιμιγδαλένιο που ήπιε το νερό της λησμονιάς και χάθηκε. Μα δεν ήταν αρκετό και η αγάπη που ως γνωστόν όλα τα θέτει σε κίνηση φύσηξε πάνω από την καρδιά του και ο γρίφος λύθηκε. Ο Σιμιγδαλένιος επέστρεψε στον πρώτο του έρωτα, ο Σιμιγδαλένιος θυμάται και οι σκληροί του οι μήνες στάχτες γινήκανε πια και πάνε. Πάντα τον θυμόμουν να ταξιδεύει για κάποια θάλασσα αλαργινή, πάντα τον έφερνα στο νου μου να κρατάει ολοζώντανη την παιδική την γλώσσα που πασχίζουν να ξεπουλήσουν οι μεταπράτες τούτης εδώ της ζωής. Τον ξαναστήνω εμπρός μου και ανάμεσά μας στέκει ο χρόνος, το φοβερό εγώ μου που φτιάχτηκε με κόπο και χρόνια και φροντίδα. Τριγύρω ο χρόνος και οι εποχές θνήσκουν μα ο Σιμιγδαλένιος φθάνει απόψε πάλι κοντά μου. Πλησιάζει με μια μικρή βάρκα και πίσω του φέγγει σαν ήπειρος μοναδική εκείνη η φανταστική φρεγάδα που ναύλωσες μες στους ύπνους σου για να ξεφύγεις από τους δεσμοφύλακες. Μια φρεγάδα γεμάτη από τον Σιμιγδαλένιο που σαν το θελήσει έχει το δικό μου πρόσωπο, το φέρσιμο και την αφέλεια του αδερφού μου. Τον Σιμιγδαλένιο που κάθε πρωί συναντώ στον καθρέφτη, ώσπου να χαθεί μες στην πυκνή ομίχλη που γεννούν οι βροχές. Ποτέ δεν θα τα καταφέρω να γίνω σαν εκείνον. Ποτέ δεν θα θυμηθώ και κάθε απόβραδο θα δοκιμάζω το νερό της λήθης. Σε ανύποπτους χρόνους θα περιεργάζομαι τους ουρανούς που τους θυμάμαι τουφωτούς, την χορδή των οριζόντων θα ζωγραφίζω με τα βιολετιά, τα ακατόρθωτα χρώματα της χρυσοχοΐας. Όταν κανείς δεν θα με βλέπει θα ζωγραφίζω τον Σιμιγδαλένιο μου, κάτω από το κλίτος να φτερουγίζει καθώς από τούτο τον αιώνα αποτραβιέται. Τον λησμονήσανε οι στίχοι του μα εκείνος παραμένει εκεί έξω σε αιώνιο ταξίδι, ένας παράξενος αφηγητής, ένας ερευνητής φρενιασμένος από την έκπληξη της ζωής. Αν θέλεις να μάθεις για εκείνον ρώτα όσους ασκούν τα επαγγέλματα του δάσους, τους γυρολόγους, τους πλανόδιους μανάβηδες, τους μουσικούς που ΄χουν στις μπότες τους τις λάσπες των επαρχιακών οδών. Σκέφτομαι ακόμη πως ο Σιμιγδαλένιος είναι ένας άγγελος με κάπως τραγανά φτερά. Ένας ερωτιδέας που αποκοιμήθηκε, ένας οδοδείκτης της αληθινής αγάπης, στίχος γεμάτος εγκαρτέρηση από την ωραία και μακρυσμένη πια μαρμαρυγή του παραμυθιού. Για την ακρίβεια, αυτός ο Σιμιγδαλένιος μου θυμίζει τόσο τις εικονογραφίες της Κνωσού με τον πρίγκιπα ανάμεσα στα κρίνα και τις φλέβες των βράχων, κομμάτι της τελετής που στήνουν οι ίριδες και τα γενναία ρόδα.
Απόψε ο ήρωας μου φόρεσε τα καλά του. Διάλεξε μια κυριακάτικη φορεσιά , ξεχώρισε μερικά από τα πιο παράξενα αστράμματα του βίου και έφτασε στην πολιτεία μου. Κανείς δεν τον υποψιάστηκε, μήτε ξεχώρισε πίσω από Ταμεία και λυπημένα κτίρια την ολόφωτη φρεγάδα. Κατηφόριζε την πόλη ο ήρωας μου, ήταν μόνος σε ολόκληρο τον κόσμο. Όμως η ψυχή του δεν ριγά και η μαγική του σκιά λουλουδιάζει την νύχτα. Δεν έχει ίσκιο δικό του ο Σιμιγδαλένιος μου, δεν κουβαλά το αντίδοτο για την στενοχώρια μου μα έναν κρυφό, νοσταλγικό αποχαιρετισμό για εκείνη την διαφάνεια την παιδική.
Λίγη σιγή για την Μαριανίνα Κριεζή και την θρυλική της Λιλιπούπολη που απέμεινε πεντάρφανη μες στα φοβερά ερτζιανά. Ήρθε, λέει να την πάρει με την φρεγάδα του. Την έχει φορτωμένη φίλους, στίχους, πράγματα που είχαμε κρύψει στους βυθούς για την κρίσιμη την ώρα. Έχει αναμμένα στα ύφαλά της φώτα πλευρικά και όλο τραβά. Αν προσέξεις ίσως την δεις στην κορυφή της οδού Ομήρου να πλανιέται στα χαμένα εδάφια αυτής εδώ της πολιτείας. Μην σταθείς και τίποτε μην πεις, μονάχα το καπέλο σου να βγάλεις και με σεβασμό να υποκλιθείς. Και αν τύχει και ο Σιμιγδαλένιος σου γυρέψει μια απάντηση συλλογίσου προτού απαντήσεις. Να είναι οι λέξεις σου μια αγκαλιά, να αγγίζουν λέει πλαίσια πλατύτερα, αληθινά και πανανθρώπινα.
Οι δυο τους χορεύουν σαν μέσα σε κουτί μαγικό στην ερημιά των Χαυτείων. Είναι η ώρα που το χρυσαλιφούρφουρο ανθίζει και ολόκληρος ο κόσμος αυτός πονά. Είναι η ώρα που το παράθυρο ανοίγει και το παραμύθι σταλάζει από παντού, γκρεμίζοντας δρόμους και υποστατικά και εκείνη την ανεπανάληπτη πλήξη που κατατρώει τα ανοιξιάτικα βήματά μας. Τα ροδάνια σωπαίνουνε, ο κόσμος της Μαριανίνας και του Αλέξανδρου ανακτούν τον χαρακτήρα των πιο σπάνιων χαρακτικών. Σκύψε να δεις πίσω από την γραφή τους, σκύψε να δεις το ειδύλλιο του ανθρώπου με την ζωή του, πιες τα χρώματα μες στην δόξα τους την πρόσκαιρη. Να θυμάσαι, το παραμύθι είναι το μερίδιο των φτωχών στο όνειρο που ξεφτίζει.
Ο Σιμιγδαλένιος και η Λιλιπούπολη συγκρατούν εντός τους ξύλινα, ποιητικά γεφύρια. Έτσι διασχίζουν όλα αυτά τα χρόνια τον καιρό, περνώντας από μεταφυσική σε μεταφυσική. Τώρα η Μαριανίνα δεν μένει πια εδώ και ο Αλέξανδρος, το αγόρι της αλλοτινής μπαλάντας συνεχίζει να αθροίζει στίχους της αγάπης. Ο Σιμιγδαλένιος του, γεμάτος από ελευθερία θυμίζει τους μιγάδες της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Πάει να πει πυκνώνει εντός του παράξενες ενώσεις έτσι που όλα να είναι δυνατά.
Αν προσέξεις θα ιδείς πως απόψε πάνω από το χνούδι της κυριακάτικης πολιτείας μαίνεται το απαλό τραγούδισμα της Μαριανίνας Κριεζή που βρήκε μια θέση ανάμεσα στα άστρα και χάθηκε. Πέταλα χρυσαλιφούρφουρου πετούν έξω από το παράθυρό μου. Χρόνο δεν λογαριάζει κανείς σε τούτη εδώ την συγκυρία των μετεώρων και των παραμυθιών. Μες στον δειλό, τον πρώτο μου ύπνο ο Σιμιγδαλένιος κάτι ψιθυρίζει και χάνεται. Και εγώ που με δυσκολία ταιριάζω τα παράταιρα της βραδιάς περιμένω μια μαρτυρία από την πόλη, κάτι στίχους τραγουδώ από τις μορφές της τις πιο αδιάφθορες. Ο Σιμιγδαλένιος μου θαρρώ πως δάκρυσε. Τώρα πλανιέται στις θάλασσες της πόλης και όλο ταξιδεύει. Στέκει μαζί με την Μαριανίνα στην άκρη της πλώρης και οι δυο τους με θάρρος βαστούν τώρα και πάντα κόντρα στην πολιορκία του καιρού. Όλο μου γνέφουν.
Και μες στο όνειρό μου αναρωτιέμαι, τι καλό τάχα να έκανα, εγώ ένας homme moyen sensuel για να αξίζω την τύχη δυο σπουδαίων παραμυθιών.

Α.Θ