Wagons lits

Το 1996 ο Γιώργος Καζαντζής υπογράφει την μουσική ενός αλησμόνητου τραγουδιού. Τις φλέβες πάνω στο δέρμα του τις χαράζουν οι στίχοι του Γιώργου Χρονά. Ανάβει η αγάπη όλα της τα φώτα και εμείς θαρρούμε  πως ξεκλέβουμε λίγο χρόνο από τον θάνατο. Και αυτό δεν είναι λίγο.

Δεν έχουμε άλλες λέξεις να μιλήσουμε για τα τραγούδια. Μόνο τις φωνές και την ωραία εγκαρτέρηση που μας ξυπνούν, προτού γίνουν αέρας. Συγγενείς εξ αίματος είναι που αγαπούμε δίχως επιχειρήματα, σαν αυτό από το άλμπουμ Του ταξιδιού τα Κίβδηλα.Τα αγαπούμε έτσι όπως έρχονται, δίχως τίποτε να ρωτήσουμε, σοφοί μες στην σπασμένη μας ψυχή, για τα άδυτα που άδυτα θα παραμείνουν.

Είπε, πάει, τέλειωσε και προχώρησε προς την αιωνιότητα του σταθμού. Ο σταθμάρχης του ΄ριξε μια βιαστική ματιά και έπειτα προσηλώθηκε στο έργο του. Οι ψυχές πηγαίνανε και έρχονταν. Για όσους είχε σημάνει η ώρα πλήρωναν διστακτικά το αντίτιμο και περνούσαν προς την ανυπαρξία. Πάντα βιαστικοί και πάντα ωραίοι, τραβούσαν για τις Αχερουσίες. Πατήσια, Βικτώρια, Μοσχάτο, Φιλαδέλφεια, τους βλέπεις ζωγραφισμένους στα χνώτα των παραθυριών να σχηματίζουν με το δάχτυλο την λέξη βοήθεια. Φεύγουν βουβοί και τυφλοί όπως τα καλοκαίρια που θυμάσαι. 

Πλησίασε και ζήτησε ένα εισιτήριο. Ο ταμίας τον κοίταξε και γέλασε. Ύστερα του έδειξε το μονοπάτι για την πλατφόρμα. Από όλα τα είδη έχει εκείνος ο κόσμος ο υπόγειος. Τους σκεπτικούς και τους αναποφάσιστους, τους κουρασμένους και όσους αγαπούν μια καρδιά. Πάνω από τα κεφάλια τους μετράει ο χρόνος αδιάκοπα. Είναι ακατόρθωτο να δοκιμάσεις τα περάσματα που τάχα σου είπανε πως υπάρχουν.

 Και έπειτα έρχεται εκείνη η ώρα και από τα έγκατα της γης φτάνει ένας δειλός παγωμένος άνεμος. Το θηρίο ακολουθεί μες σε θόρυβο εκστατικό. Κάπως έτσι η γενιά μου ζει τον θάνατο σταθμό τον σταθμό. Έτσι που όταν πια φτάνει στην παλιά Βικτώρια τα τραγούδια την πονούν.

Μα τίποτε από αυτά δεν έχει σημασία. Μήτε ανταποκρίνεται σε κάποια από τις γνωστές αλήθειες. Ο συρμός όλο τραβά επιταχύνοντας έτσι που να νομίζεις πως από στιγμή σε στιγμή θα ξεχυθεί από τα υπόγεια, λαμπερός και αρχαϊκός κάνοντας κομμάτια τον χρόνο τον κοσμολογικό και τον άλλο τον φανταστικό.

Μια κυρία στην θέση της σταυροκοπιέται καθώς περνούν εμπρός από τα ερείπια μιας παλαιάς, αθηναϊκή συνοικίας. Οι άνθρωποι που έζησαν  κάποτε εδώ δεν μπορούν να φανταστούν τι τρόπους έχουμε εφεύρει για να τους συγχωρούμε. Εμείς οι κατοπινοί φαντάζουμε τόσο σοφοί, όσο η συνείδηση μετά τα δάκρυα. Μια ζωή ολόκληρη γυρεύουμε να βρούμε την φωνή μας σε λαϊκά κεντράκια και σε συναυλίες, σε συνθήματα και στων γηπέδων τις ιαχές. Ει ς μάτην όμως, πάει καιρός που του κόσμου τα παιδιά γεννιούνται δίχως φωνή. Ζουν την γρήγορη ζωή του κυκλάμινου και έπειτα περνούν στην αιώνια αγρανάπαυση.

 Η κυρία σκύβει το κεφάλι, ο εύελπις βγάζει το σπαθάκι του και της κόβει τον λαιμό. Πιο πέρα δυο που αγαπιούνται και ο ποδηλάτης στο βάθος.

 Μια ανθρώπινη μαριονέτα περνά με θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στις θέσεις και κάτι ζητά. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω μονολογεί και στον επόμενο σταθμό πέφτει μες στα ρεύματα και σκοτώνεται.

Τώρα έμεινε μονάχος μες στο βαγόνι. Νιώθει την ταχύτητα του κόσμου πάνω στις πλάτες του, σφίγγει τις λαβές και θυμάται σκηνές από μια πόλη νευρωτική, αλαζονική και πυρετώδη. Ποτέ του δεν πίστεψε πως είναι ο θάνατος ένα ταξίδι στο άγνωστο. Ασκήθηκε Δευτέρα με Παρασκευή στο πεδίο και έμαθε τον κόσμο. Γνώρισε τους έξυπνους, τους μισαλλόδοξους, τους ενθουσιώδεις, τους μίζερους.  Ποτέ του δεν φαντάστηκε πως στον επόμενο σταθμό τον περιμένουν γκρεμοί. 

Το πρόσωπο που κοιτάζει στο τζάμι είναι το δικό της. Η Ευρυδίκη του που τον περιμένει, ένα κορίτσι δίχως απάντηση σε αυτόν τον κόσμο. Τόσο πολύ να σημαίνει τον ουρανό.

Πηγαίνετε κύριε, πηγαίνετε, ο συρμός ολοκλήρωσε το δρομολόγιό του. Πηγαίνετε παρακαλώ. Και έξω η αυγή να χαλάει την νύχτα με φωτεινά τριημιτόνια και με σβηστές ρεκλάμες. 

Ξημερώματα Δευτέρας και η πόλη εκεί, να αντέχει, με τα εμπορικά και τα μπορντέλα και τους καφενέδες και τις βιοτεχνίες και τα θέατρά της. 

Ας είναι. Όλα τα απαρνιέται καθώς την βλέπει να τρέχει κοντά του. Τώρα η σκηνή της πόλης κυριεύεται από τον πιο άγριο έρωτα. 

 Και το όνειρο τελειώνει. Ήταν αέρας.

Α.Θ