Δυο Μαριονέτες

Μα να πεθάνω αμίλητος;
(Ορέστης)

“Χρειάζεται μπόλικη αυθαιρεσία και την θυελλώδη μουσική του Canzone Arrabbiata για να πάρει η μοίρα του Ορέστη μια άλλη τρπή. Από εκείνες που μας αρέσουν, τις γεμάτες από τρόμο και πόνο και μοναξιά που γεννημένους ήρωες. Η μουσική του Nino Rota στο αλησμόνητο τραγούδι που ντύνει ανάμεσα σε άλλα αριστουργήματα το Film d’amore et d’ anarchia της Lina Wertmuller, συνδέει τις τελευταία στιγμές της μοίρας του ήρωα που σε αυτήν την δοκιμή όπως και σε κάθε άλλη ιστορία, είναι ανθρώπινη και ελεύθερη μαζί.
Από αγάπη για την ψυχή του Ορέστη, λοιπόν, που ίδρυσε κάποτε ένας αιώνιος ποιητής του προσφέρουμε μια δεύτερη ζωή, πιο γεμάτη, πιο άμεσα συνδεδεμένη με την απόφαση, την ανάγκη, το καθήκον. Μα και την ελευθερία. “

Αφού περάσανε την Κόρινθο η καρδιά του σκίρτησε. Σφίχτηκε, όλοι οι παλιοί του δισταγμοί έκαναν την θριαμβευτική τους εμφάνιση, ο ένας μετά τον άλλον. Μια παρέλαση του χειρότερου εαυτού του και οι στροφές του υπεραστικού έκαναν την ζωή του έρμαιο στον κίνδυνο και την αβεβαιότητα.
Είναι άτυχος όποιος επιστρέφει καλοκαίρι στην Αθήνα, είπε η κυρία των πενήντα και κάτι που ζει ευτυχισμένη αλλά μόνη, ένα κάτωχρο, ωραίο ρόδο μα τόσο θνητό, τόσο.
Ναι, ίσως να έχετε δίκιο απάντησε και ο ελεγκτής επέστρεφε, ζυγιάζοντας κάθε του βήμα καλά μες στην κοιλιά του κήτους, όπως ο γέρο Τζόναθαν με την καντήλα του. Και ήταν τότε που φάνηκε η Αθήνα, μεγάλες υψικάμινοι, η πόλη καπνίζει και η Ελευσίνα σου στέλνει πέτρινους , ασώματους χαιρετισμούς. Να κάνει κουράγιο, αυτό είναι όλο. Και αν διστάσει, να λογαριάσει την μοίρα ενός βασιλιά, αυτό να λογαριάσει. Οι έρωτες έχουν καμιά φορά σκληρούς, σκληρότατους αποχαιρετισμούς.
Κάτι είπε μια φωνή ηλεκτρική και η άτρακτος ξεσφραγίστηκε. Σε άλλη γη πια, ο καθένας γύρευε τον εαυτό του, το παλτό, τα τσιγάρα του, το σημείωμα, μετρούσε ξανά και ξανά τα ψιλά, όσο ο οδηγός μοίραζε μπαγκάζια με την χάρη Ιρλανδού εργάτη, για πάντα μεθυσμένου μες στην χαρτονένια του ζωή.
Σε δυο ώρες εδώ του΄πε ο φίλος και χάθηκε στις πιάτσες που έσφυζαν από την ζωή. Αυτό ήταν. Όλο το πράγμα βρίσκεται στα χέρια του. Και αν όχι για εκείνον, για το όνομά του να κάνει το σωστό. Οι τύποι που έβγαλαν μαζί του εισιτήριο στέκουν στην γωνιά. Ίσως να πρόκειται για αγγέλους βασανισμένους ή πάλι φερμένους για κάποιο χρέος που λησμόνησε. Ίσως κάτι να υποσχέθηκε και τώρα οι συνέπειες επιστρέφουν άγριες, σαν μέρες χειμωνιάτικες, σαν σεισμοί χρωστούμενοι. Μια μουγκή χορωδία ζει, αρπάζει, χωρίζει, αγαπιέται, φθάνει, αναχωρεί, θυμάται, παραλαμβάνει, όσο εκείνος ανηφορίζει Κολωνό, Σεπόλια, το τέλος χτυπά σαν καρδιά μέσα του. Αυτό ήταν, ότι είναι να γίνει θα συμβεί απόψε που ΄χει το ζωγραφισμένο φεγγάρι με το κλειδωμένο φως. Στα μισά του δρόμου ένιωσε το μαχαίρι και πίστεψε στον εαυτό του. Εμπρός λοιπόν, κουράγιο και στα καφενεία οι παρέες κερνάνε και δεν υπολογίζουν πως αυτός που περνά έχει ένα χρέος στους ώμους του. Του το φόρτωσε λέει, ένας παράξενος ποιητής που τον εμπνεύστηκε και έπειτα τον άφησε να τριγυρνά στον κόσμο με αυτόν τον κάλπικο εαυτό.
Δώσε Αγία Πουπούλ, ωραία μου δεσποινίδα που είκοσι χρόνων, δώσε να βρει το θάρρος. Να βγάλει το καπέλο του με ελαφριά υπόκλιση όταν θα περνά εμπρός από τους εισπράκτορες που έχουν ακροβολιστεί στις διασταυρώσεις. Φορούν τον κόσμο και μονάχα μια βροχή θα τους αποκαλύψει. Και ήταν πια απόφαση καθορισμένη και ανεπανόρθωτη εκείνη η πράξη. Βήμα το βήμα θυμόταν το παλιό του κουράγιο και η καρδιά του έμπαινε στην θέση της. Κανέναν δεν χρειάζεται, βαδίζει σαν άνεμος, μπλεγμένος στα πλοκάμια της πόλης, αγγίζει μυστικά το μαχαίρι του και ο κόσμος βρίσκει τα ζύγια του.
Μα το κορίτσι που έρχεται από έναν δικό του δρόμο, θα αλλάξει την ιστορία. Από το πλάι του περνά, το μαχαίρι του ξεχνά, ανθίζουν από ντροπή και νιάτα οι δρόμοι οι κακόφημοι και το φιλμ αποκτά τα χρώματά του.
Ορέστης, συστήνεται και οι τύποι σκόνη και σκιά, τους κατασπαράζει το φεγγάρι. Αν είχαν πρόσωπο θα ήταν εκείνο όσων έχουν πεθάνει χίλιες φορές. Ορέστης και οι μαύροι κύκλοι κάτω από τα μάτια του, γέμισαν κιόλας υγρασία.
Για το αλλιώτικο τέλος αυτής της πασίγνωστης τραγωδίας, το ζευγάρι το καταπίνει η σκιά. Στην σκηνή πάνω από τα κεφάλια τους δυο μαριονέτες πολύχρωμες με υπόκρουση Canzone Arrabbiata χορεύουν στα χέρια επιδέξιων χειριστών, μονιάζουν και χωρίζουν εκεί επάνω στην σκηνή σε έναν άγριο, παιδικό χορό. Μονάχα πριν το τέλος, όταν η ορχήστρα θα χάνεται μες στις κλίμακες, μονάχα τότε το ζευγάρι φωτίζεται , τα βλέμματά τους δεν τον χρειάζονται τότε τον Θεό, αφού έχουν ο ένας τον άλλον για να ονειρεύονται.

Α.Θ.