Λίγοι γνωρίζουν την τραγική μοίρα της ερωμένης του Μπερνίνι. Ανάμεσά τους και εγώ που σαν από τύχη κάπου διασταυρώθηκα μαζί της. Και έτσι δίχως να το πολυσκεφτώ, γύρεψα ένα τραγουδάκι ραμμένο και κομμένο στα μέτρα μιας γνήσιας, γυναικείας ομορφιάς. Για την ιστορία, η ερωμένη του Μπερνίνι σημαδεύτηκε με οξύ που έκανε κομμάτια τ΄αλάβαστο του κορμιού της. Όλα έγιναν κατ΄εντολή του διάσημου γλύπτη που είχε όμως την καρδιά να σμιλέψει έναν ασύγκριτο φαύνο, μια μοναδική διακόσμηση για το εσωτερικό της βίλας Μποργκέζε. Παράξενο πράγμα το μίσος και η καρδιά του ερωτευμένου.
Η Σαρλότ διαθέτει το μπούστο της ερωμένης του Μπερνίνι. Πάει να πει πως δεν υπάρχει κανείς σε ολόκληρο το Παρίσι που να΄χει δει ωραιότερη ομορφιά. Ετούτος ο τίτλος φαντάζει μια ύψιστη τιμή μες σε αυτόν τον κόσμο. Είναι προνόμιο αληθινό ένα κορίτσι να παρομοιάζεται με την μούσα του Μπερνίνι. «Και όμως η μοίρα», πρόσθεσε πικρά, γεμάτος όλεθρο με ένα κατάμαυρο φεγγάρι για μάτι, «η μοίρα νεαρέ μου κάνει πάντα το δικό της. Βλέπεις την έχουμε κακομάθει, για την ακρίβεια ποτέ δεν μπορούμε να της χαλάσουμε το χατίρι.» Ήπιε μονορούφι το αρχαίο του κρασί και σκούπισε το μέτωπό του. Το βλέμμα πλανήθηκε για λίγο στον χώρο. Ο άνδρας μίλησε ξανά, τώρα έδειχνε με το δάχτυλό του ανάμεσα στο πλήθος ένα κορίτσι σωστή ζωγραφιά. «Την βλέπεις; Τριγυρνάει μες στις ταβέρνες, δίνει φιλιά με αντάλλαγμα ένα μονάχα φράγκο, αυτή που για να την αντικρίσεις θα χρειαζόσουν αρκετές περιουσίες και όλο το χρυσάφι των Αζτέκων.»
Γύρισα και κοίταξα μες στο πλήθος, ένας κόσμος βουβός, μια προσευχή αδειανή γέμιζε την ροτόντα. Και ανάμεσά τους εκείνη, η μούσα του Μπερνίνι, αλαβάστρινη, ακριβώς όπως διασώζεται στην μνήμη της λαϊκής μας ιστορίας. Κρατά με τα δυο της δάχτυλα το βολάν του φουστανιού της, με όλους γελά και αστειεύεται, τους ζητά κεράσματα, επιστρατεύει όλα της τα τεχνάσματα, ο αιώνας της ανήκει, δίχως αμφιβολία. Ποζάρει με χάρη στο στήθος του υφασματέμπορου, χαριτωμένη γελά, δήθεν από ντροπή ανταποκρίνεται συγκρατημένα (sic) στις κολακείες του υπουργού που ανάμεσα στις λαμπάδες, τα κροντήρια, τους δίσκους, τις αψίδες απλώνει το χέρι του και αγγίζει τα θέλγητρά της, γκρεμίζει τις άμυνες και κηρύσσει μια ολοδική του δημοκρατία με στήθη ομορφότερα και από το σχήμα του πιο γεμάτου φεγγαριού.
Όμως η νεαρή αγοράζει και πουλά τα μυστικά που ακούει στα ακριβά σαλόνια. Εκείνη δεν υποβάλλεται στιγμή στο φημισμένο το ιδείν και κατανοήσαι και άψασθαι που κατακαίει τις αδύναμες καρδιές και κουνά τις βαριές αλυσίδες του κόσμου. Εκείνη ονειρεύεται πως εμπορεύεται τον εαυτό της μες στα δωμάτια της υψηλής τάξης, πως φορά ολομέταξα και σκορπά σεισμούς και όλεθρο μες στην καρδιά της ετοιμόρροπης αυτοκρατορίας. Εκείνη θα την ρίξει, για το τέλος της θα ευθύνεται εκείνη, μονάχα εκείνη.
Ο θάνατος την έδειξε με το χέρι του. «Έτσι και αλλιώς όλοι τραβούμε προς τα εκεί» σχολίασε περιφρονητικά ο άνδρας και έτσι που τον κοιτούσε φάνταζε μορφή διόλου πνευματική, μια μερικότητα του εφιάλτη που ονομάζεται κόσμος. «Γιατί αυτή;», ρώτησα και έπεφταν τα φώτα με τριγμούς μες στην σάλα και ο τροχός του χρόνου κυλούσε, έτσι που κανείς μας μες στο μπαρ να μην υποψιαστεί πως όλα χάθηκαν και πάνε. Η πολιτεία έχει κυριευθεί από το κορίτσι που φορά ένα σμαραγδί πράσινο φουστάνι με ολόγυμνη την πλάτη και μια ιδέα χρυσάφι στο λαιμό της. Για αυτήν μιλούν στα σφαγεία του Τεστάτσιο, για αυτήν λένε πως είναι το ωραιότερο δώρο του Αγίου Λαζάρου που επέστρεψε με τιμή και με δόξα από τον αλλοτινό του κόσμο. Εκείνη γελά με αμηχανία, θυμίζει το πρόσωπο της Παναγιάς στα πορτραίτα του Ραφαήλ, γεννιέται από τις εξαίσιες νύχτες, διαθέτει λέξεις γραμμένες πάνω στο σώμα της, λέξεις όπως παλιό, καρδιά, εδώ.
Την άλλη μέρα εντοπίστηκε γυμνή και κακοποιημένη. Ποτέ της δεν μίλησε. Μόνο ζήτησε ένα πόστο στο μαγαζί με τα κιονόκρανα στο στέγαστρο, μια θέση πλάι στον κόσμο που αγάπησε, το μπούστο της ήταν ένας μεσαίωνας πια, γεμάτος ερείπια. Τώρα, με την ομορφιά της πληγωμένη μπορούσε να ξεκινήσει το μακρύ ταξίδι της ζωής. Κάθε τόσο το ύφος της μαρτυρούσε πως για αυτήν καμιά σημασία δεν παίζει η τάξη και κλιτότητα λάθος το είπαν οι ποιητές και τα τραγούδια. «Του λόγου της ήταν μαρτυρία και χρονικό αξεπέραστο», είπε ο άνδρας ενώ εγώ φανταζόμουν πως η ερωμένη του Μπερνίνι, αυτή η κατατρεγμένη με το σημαδεμένο μπούστο, υπήρξε κάποτε τέλεια, ένας κόσμος ανέγγιχτος από την σκληρή ρυτίδα του θανάτου.
Α.Θ