Arrondissement

Ο Μπαχ το 1772 περιλαμβάνει στο βιβλίο με τα πρελούδια και τις φούγκες του μερικά εξαίσια κομμάτια, σπουδές πάνω στις κλίμακες και την ανθρώπινη δεξιότητα. Το Παρίσι σκορπίζει παντού τις προφητείες του καινούριου αιώνα που πρόκειται να ξεκινήσει με τις πιο άγριες διαθέσεις. Η επανάσταση παραχωρεί την δικαιοσύνη στα χέρια του λαού. Το Παρίσι, τότε και τώρα, μετατρέπεται σε κοιτίδα των ανέστιων.

Η Συζόν, ο Ιούδας, ο αξιοσέβαστος κύριος, ο ίδιος ο Μπαχ, κουβαλούν τις σκοτεινές συνέπειες μιας προδοσίας. Ειδικότερα για αυτό το νεαρό κορίτσι όλα της τα μυστικά μπορεί να αποκαλύψει δίχως αμφιβολία η αινιγματική φιγούρα του Μανέ που ετοιμάζεται να μας εξυπηρετήσει στο μπαρ του ΦολίΜπεζέρ.. Ο αξιοσέβαστος κύριος παραμένει ένα μυστήριο, καθώς ο Ιούδας περιδιαβαίνει τους καιρούς με αμείωτη την μελαγχολία του. Όλοι μαζί, σαν ένα παράξενο ακόρντο, για μια βραδιά μονάχα, παίζουν την παράξενα πικρή μουσική των ανέστιων και των εκτοπισμένων. Φαντάζομαι πως ξέρεις για τι πράγμα σου μιλώ.

Θεέ μου, από τι υλικό είναι φτιαγμένη η ζωή μας, αναρωτήθηκε ο αξιοσέβαστος κύριος. Μες στο πανάκριβο, κασμιρένιο του παλτό δεν μπορούσε να φανταστεί πώς αντέχει η ζωή και δεν τελειώνει στους δρόμους της φριχτής απανθρωπιάς, τους δρόμους του Παρισιού. Μα έπειτα αυτή η σκηνογραφία τέλειωσε, σκόρπισε και ο κύριος εισήχθη στον κόσμο των παριζιάνικων ποτοπωλείων που δεν τους καίγεται καρφί για τις ρημαγμένες βιογραφίες που γράφονται με τόσο πικρές, πικρότατες σελίδες. Εκεί μέσα βρίσκονται οι επιφανέστεροι έμποροι, οι πλουσιότεροι επιχειρηματίες, έμποροι καφέ και σοκολάτας και υφασματέμποροι που έχουν δοκιμάσει τις ανεπανάληπτες χαρές των νήσων του Σολομώντα, πρόσωπα που μαρτύρησαν την χρωματική ευρύτητα ενός Γκωγκέν. Πίνουν, μεθούν, ερωτεύονται, καταστρέφονται, θυμώνουν, πετυχαίνουν, καταποντίζονται, κερδίζουν την εύνοια της αρτίστας που μέσα από τα στρας της ψωνίζει γηραιά αγόρια από το πανέρι των μεθυσμένων, των παράφορων Γάλλων.

Μα προτού απολαύσει τον έρωτα, ο κύριος, ο κάθε κύριος διαλέγει να περάσει μια δυο ώρες στο άτριο. Μια εσωτερική αυλή που΄χει κρυμμένη εντός της μια μυστική, μισογκρεμισμένη καθεδράλη. Λίγο πιο πέρα στέκει ένα παράπηγμα με λιγοστά σανίδια που αφήνει να φανεί ο κηροστάτης. Όλα τρέμουν και η ζωή πίσω από εκείνα τα σανίδια είναι δειλή, βρώμικη και σκοτεινή. Η βροχή που πέφτει επίμονα σε κάθε γωνιά του Παρισιού,  αυτή η βροχή η σιδερένια χτυπά πάνω στα ξύλα, μπλέκει με τις κραυγές των παράτολμων παικτών. Η οχλαγωγία στο μπαρ είναι άνευ προηγουμένου. Η βροχή και η βουρκωμένη πόλη, όλα σβήνουν μες στα ουρλιαχτά και τα πονταρίσματα και το πάθος της νίκης, την συντριβή της ήττας.

Ο κύριος διαλέγει ένα σκοτεινό τραπέζι. Ανάμεσα στους παίκτες υπάρχει και κάποιος άλλος κύριος, ένας έμπορος με ένα ακριβό μονόπετρο. Θαρρώ πως έχει το σχήμα της σφαίρας που ανέκαθεν συνιστούσε μια απόδειξη εξουσίας βασιλικής και ανυπέρβλητης. Οι υπόλοιποι παίκτες δεν ξεχωρίζουν έξω από το πάθος τους για το παιχνίδι. Ένας Εβραίος που όλα τα λογαριάζει με το βάρος μιας λίμπρας, ένας φορτοεκφορτωτής που μάλλον έπιασε την καλή και τώρα ποντάρει όλο του το κέρδος σε αυτήν εδώ την επίφοβη ιστορία. Θα μετανιώσει με σιγουριά, μα το μαρτύριο είναι μια ανθρώπινη περίσταση, αληθινά συνηθισμένη εκεί έξω. Υπάρχει ακόμη ένας νεαρός φοιτητής, μάλλον καινούριος για τούτο εδώ το χαμαιτυπείο. Και ακόμη μερικά κορίτσια, μερικά κόκκινα κορίτσια μ΄αλαφρύ φέρσιμο και ματωμένα δόντια που πασχίζουν να ερεθίσουν με τα καμώματά τους ολάκερη την παρέα. Όμως κανείς δεν συγκινείται, το παιχνίδι έχει ανάψει, καμιά διαφορική ανάλυση δεν θα κάνει καλύτερη αυτήν εδώ την νύχτα. Αυτή η τόσο προσωπική νύχτα πρόκειται να παραμείνει ανερμήνευτη, καλά βαλμένη μες στον χιτώνα του βαλέ που χτυπιέται πάνω στο τραπέζι. Και η ντάμα του να ποζάρει νωχελική, ντυμένη την σιωπή και την χειμωνιάτικη υγρασία που καταστρέφει την ζωή στο Παρίσι, που την κάνει σκοτεινή και αδοκίμαστη.

Ο κύριος τώρα ποντάρει ένα χρυσό περιδέραιο, τα κορίτσια ταράζονται από την λάμψη του χρυσού, ο κύριος το γνωρίζει, η παρτίδα είναι κιόλας δική του. Μα δεν χόρτασε και ο καταστηματάρχης του δείχνει ένα τραπέζι στο βάθος. Εκεί τον προσμένει ένας μονάχα παίκτης. Και η Συζόν, η Συζόν που τριγυρνά με όλη την χάρη του κόσμου μες στο φτωχό παράπηγμα, σερβίροντας, γελώντας, κοιτάζοντας με τρόμο ετούτο εδώ το παριζιάνικο χρονικό. Η Συζόν δεν θα ΄ναι πάνω από είκοσι χρονών, με μπούστο λευκό και μαιάνδρους πάνω στο μέτωπό της και γύρω από τα μάτια. Μια μικρή, απχαζένια καρδιά λάμπει επάνω στον σφυγμό της. Ένα τέτοιο κόσμημα δεν παύει να αποτελεί κέρδος και ίσως μια ένδειξη πως η Συζόν φέρεται όπως τα ελαφριά κορίτσια. Ο κύριος μοιάζει μεθυσμένος, η Συζόντριγυρνά στο μαγαζί σαν ψάρι που πιάστηκε και όλο παλεύει να ξεφύγει από το δίχτυ. Η φιγούρα του παίκτη ανακατώνει τα χαρτιά, σφίγγει το χέρι του κυρίου και οι δυο τους κοιτάζονται στα μάτια, διαβάζοντας κάθε τι χρήσιμο. Είναι να απορεί κανείς που σε εκείνο εκεί το τραπέζι κατόρθωσαν να ανταμώσουν δυο τόσο διαφορετικά σκαριά, δυο ράτσες ολότελα διαφορετικές και ξένες μεταξύ τους. Το όνομα του παίκτη είναι Ιούδας, ο κύριος γελά, η Συζόν φέρνει τα ποτά, ο παίκτης γελά, ο κύριος τον κοιτάζει με περιέργεια, η Συζόνφτερουγίζει μες στην σάλα του μαγαζιού, όλοι τους πλανώνται μες στο παράπηγμα δίχως συνείδηση, έξω από τον χρόνο και έξω από την ιστορία. Είναι ψέμα μα για εκείνους εκεί τους ανθρώπους ετούτος ο κόσμος ο διαλυμένος με την καθεδράλη του και τα βρωμόνερα και τους σωρούς από χιόνι συγκροτεί δίχως αμφιβολία το θέαμα ενός ευτυχισμένου παραδείσου. Τι ειρωνεία!

Η γκιλοτίνα της νύχτας κόβει τα κεφάλια των δέντρων, των ανθρώπων, των σπιτιών τους λαιμούς, της μέρας που φθάνει. Αυτό το τόσο μισητό, το τόσο σκληρό όργανο φροντίζει να τεμαχίζει τις νύχτες. Η παρτίδα κρατά ως το πρωί, η παρτίδα δεν έχει νικητή, το δέρμα του Ιούδα θυμίζει περγαμηνή, ο αξιοσέβαστος κύριος έχει χλομιάσει, το αψέντι του κατατρώει την καρδιά και το θάρρος του χαμηλωμένο στην έσχατη βαθμίδα. Η Συζόναποκοιμιέται πλάι στα ποτήρια και τα σκεύη, η Συζόνεπιστρέφει κάθε τόσο στην παιδική της ηλικία, είναι η μικρή Ηλέκτρα, η μικρή Φαίδρα, η μικρή Αντιγόνη και ποιος άραγε γνωρίζει αν τάχα αυτό το κορίτσι στάθηκε κάποτε η αφορμή για εκείνο τον εξαίσιο πίνακα του Μανέτ, εμπρός στον καθρέφτη, με την πεισματικά χαλασμένη προοπτική του ειδώλου. Κοιμήσου Συζόν και ας είναι τα όνειρά σου μια δασωμένη πλαγιά, μια επαρχία ευτυχισμένη, τόσο μακριά από το Παρίσι που οικοδομείται λαμπρό και ολοκαίνουριο, τόσο μακριά από τους αξιοσέβαστους κυρίους που αργότερα θα στοιχηματίσουν γενιές ολόκληρες στο Στάλινγκραντ, την Ρώμη, την Αθήνα.

Ο Ιούδας παίρνει τα κέρδη του και χάνεται έξω στην δροσιά που είναι ακόμη πρωινή, καθολική δροσιά. Η Συζόν σκεπασμένη με τους φραμπαλάδες από το φουστάνι της ταξιδεύει στις μακρινές και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Ο κύριος απολαμβάνει το τελευταίο ποτό του έξω στην δροσιά. Οι πρώτοι εργάτες περνούν σε διμοιρίες, καθένας κουβαλά μια μακρινή πατρίδα και τον λίθο του νεκρού του εαυτού. Ο κύριος στέκει έξω στον δρόμο, η Συζόν ξυπνά χλωμή, ένας άγγελος της βάφει το πρόσωπο με ολόλευκη κιμωλία, ο Ιούδας μετρά τα κέρδη του, στο βλέμμα του μπορεί κανείς να απαντήσει σελίδες από νεκρά φυτολόγια. Είναι αδειανό το βλέμμα του Ιούδα, κοιτάζει στον ορίζοντα μα εκείνο που αντικρίζει είναι μονάχα το τρομερό. Οι τρεις τους μετέωροι, καθένας από έναν άλλον δρόμο προσωποποιούν τους ερημίτες που το χέρι μιας άγνωστης πατρίδας στολίζει με μπόλικη θλίψη. Η Συζόν, ο αξιοσέβαστος κύριος και αυτός ο Ιούδας συνιστούν κάτι μοντέρνους εκτοπισμένους. Για αυτούς αναγνωρίζεται ετούτο το πρωινό, περίλαμπρο το δικαίωμα της ανοχής, ποτέ της νομιμοποίησης.

Για αυτό Συζόν, στο όνομα της προδοσίας που απειλεί τις ζωές μας, κοιμήσου. Αν το θέλει η τύχη και ο Θεός κορίτσια σαν εσένα μπορούν να ενσαρκώσουν δίχως αμφιβολία την λάμψη ενός θαύματος. Κατάμαυρα, εκπληκτικά σκυλιά θα σε σύρουν ως την πατρίδα σου, εκεί που έκρυψες τον Θεό Συζόν.

Α.Θ