Pray for pay

Ο Bruce Channel τραγουδά όλο ερωτηματικά την Margaret Cobb, θα γίνεις το κορίτσι μου; Η δεκαετία του ΄60 προβάρει τον ρόλο της. Ο πόλεμος είναι πίσω, τίποτε δεν ξεχνιέται μα πρέπει κανείς να προσπαθεί να ζει, αλλιώς η στιγμή του πάει χαμένη. Τ΄αμερικάνικο θαύμα του γρήγορου φαγητού είναι στα χαρτιά και ο κόσμος ψάχνει να αγοράσει καινούρια ελπίδα. Το θαύμα παραμένει ασυναγώνιστο και μπορώ να φανταστώ τα αμερικάνικα εμπορικά κατάμεστα από πολύχρωμα φουστάνια. Αγάπα τον όσο μπορείς γιατί αύριο θα ταξιδεύει στους ορυζώνες. Μα αυτοί οι στίχοι δεν έχουν γραφτεί. Στην πόρτα περιμένει άλλη μια brand new δεκαετία. Ξέφτια θα πεις.

Τα πράγματα έχουν ως εξής. Μια ιστορία σε λεύκωμα. Μια πολιτεία του νότου. Ο Τζουλιάνο και το κορίτσι του ταιριάζουν γάντι στους στίχους του τραγουδιού. Αγαπιούνται παράφορα, ο Τζουλιάνο τριγυρνά με την Φορντ του, αργά σαν τ΄αρπαχτικό που γουργουρίζει, πέρα στις σαβάνες. Ο Τζουλιάνο Σκόλια, είναι ένας φημισμένος ληστής με γεροδεμένα πόδια και άτονες εκφράσεις που διαμορφώνουν αινίγματα. Όμορφος, σαν σκίτσο και γεμάτος ευγνωμοσύνη για τα κορίτσια. Όχι όπως άλλοι, -εδώ προσθέτει μερικά ονόματα θυμάτων, οι εφημερίδες είναι γεμάτες από τέτοιες νεκρολογίες, τι κρίμα-, όχι όπως όλοι.

Εκείνη βαδίζει κάτω στην αγορά. Πέφτουν επάνω της τα φώτα. Το βλέμμα του ληστή δεν κάνει εκπτώσεις. Γυρνά την Φορντ του αριστοτεχνικά και οδηγεί στο πλάι της, σαν να της λέει, έλα το ποτάμι δεν περιμένει, έλα γλυκό κορίτσι του δρόμου. Και αυτή όλο και πιο όμορφη καθρεφτίζεται σε μπαρ και κουρεία και βιτρίνες μεταχειρισμένων. Εδώ αλλάζεις για λίγο τον εαυτό σου, ειδικά αν χρωστάς παντού, έτσι δεν είναι Τζουλιάνο;

Είναι δύσκολη περίπτωση. Κάπου κάπου γυρνά μα δεν χαρίζει τίποτε περισσότερο. Το ξέρει πως είναι ξεχωριστή, πως έχει μια καρδιά αδάμαστη. Και δεν της αρέσουν τα αγόρια που χιμάνε έτσι ξεδιάντροπα. Έλα κορίτσι, το ποτάμι δεν μπορεί να περιμένει μα εκείνη κρατά πόζα και η Φορντ αγριεύει. Το αστείο παρατράβηξε και θυμίζει λίγο κακή αισθητική, κάτι σαν σημαίες σε μπαλκόνια, δεν το νομίζεις Τζουλιάνο;

Και τότε γίνεται το θαύμα. Ξέρεις δεν κοστίζει πολύ, οι ζωγράφοι τ΄αγοράζουν όσο όσο, φτιάχνουν κοπέλες μόνες από τερακότα που σου χαρίζουν την καρδιά τους. Μα με τρόπο, θα μου κάνετε την χάρη αφού η ζέστη σε αυτά τα μέρη σε κάνει κομμάτια και αυτές τις λέξεις τις τραβά έτσι που κάθε σου νομική ισχύ να πηγαίνει στράφι. Τα λατινικά σου τεχνάσματα, οι ιπποδρομίες, τ΄άγρια πάρτυ και τα πονταρίσματα είναι χαμένη υπόθεση. Για αυτό Τζουλιάνο αν πρόκειται να γίνεις καλό παιδί, τότε ευχαρίστως.

Μα ο Τζουλιάνο έχει μια ατίθαση καρδιά, έχει μάθει να βαδίζει τραγικά, να κουβαλά τις σφαίρες και το περίστροφό του, κάθε του μέρα να είναι η τελευταία, να ορμά έχει μάθει στο ανταλλακτήριο φλερτάροντας και ληστεύοντας. Στο σημείο αυτό ο συγγραφέας της ιστορίας έχει προσθέσει, με όποια σειρά ορίζει η διάθεσή μου.

Έτσι λοιπόν, ο Τζουλιάνο μαρσάρει, η Φορντ καταβροχθίζει το θαύμα, η στιγμή είναι ποίηση που γελά, ερωτεύεται, θυμώνει, πικραίνεται, πεθαίνει. Εκείνη του γελά και από την άβυσσο του δρόμου του φωνάζει ως ν΄ακουστεί, να μην ξεχαστεί πως είμαι το κορίτσι που διακόπτει την μουσική, η μούσα του κ. Βερμέερ, υποθέτω πως αντιλαμβάνεστε τι εννοώ.

Παράξενες ιστορίες. Μα στο μεταξύ η Φορντ έχει χαθεί, το ύφος της κυρίας δεν είναι καθόλου σικ, τέτοιες συμπεριφορές δεν γίνονται ανεκτές. Μα κατά βάθος, κάθε νύχτα κάνει φιλότιμες προσευχές, γονατισμένη στο κρεβάτι της, κάνει φιλότιμες προσπάθειες ο καλός θεός να φροντίζει τον Τζουλιάνο και να κάνει να φέρει μερικά δολάρια εδώ κάτω. Και εγώ ορκίζομαι στον πρόστυχο νεροχύτη που μου κατατρώει την ζωή. λέει πως αν το θέλει ο καλός θεός θα μου κάνει κόρτε στην αγορά. Ορκίζομαι πως θα του πάρω κάμποσα.

Η Φορντ πετά στ΄άστρα. Καλύτερα που δεν τα ΄μαθες Τζουλιάνο, είναι σκληρό πράγμα ο έρωτας, έτσι λένε. Μα εκείνος όλο λέει, πετώντας με στυλ χαμηλά πάνω από το ποτάμι, καθισμένος στην Φορντ του, καθισμένος στα γόνατα της ευτυχίας. Δεν είναι τα κομμένα στοιχήματα, μα πως κάθε μέρα μου τρώει πολλά, μου τρώει εξόχως πολλά!

Hey baby, με πίστεψες δικό σου και η Φορντ πλανάται στις ανώτερες σφαίρες. Άσχημο τέλος θα έχει ο ήρωας.

Α.Θ