Ο κύριος Άνταμς λύνει την πολιορκία

Άσε το χεράκι σου τιτλοφορείται το θρυλικό πια τραγούδι που φιλοξενείται στο άλμπουμ Το δόλωμα. Ο Κώστας Καπνίσης στην σύνθεση και ο Αλέκος Σακελλάριος στον στίχο συνθέτουν ένα τρυφερό, σχεδόν μυθικό σύμπαν που ενσαρκώνει όλη την μελαγχολία του έρωτα, το βαθύ του δόσιμο, το καθεστώς της αγάπης που μάχεται τ΄άγνωστο. Τον έρωτα που στάθηκε για πάντα η απάντηση στ΄ανάμεσα του Ευριπίδη. Το τραγούδι κυκλοφορεί το 1963 και σήμερα μετατρέπεται σε αφορμή και νεύμα για μια ιστορία πικρή, σχεδόν φθινοπωρινή που συνέβη εδώ πλάι μας, χιλιάδες φορές ξανά και ξανά.

Εκεί επάνω στο ξημέρωμα η καρδιά του χτύπησε πιο δυνατά, αλλιώτικα χτύπησε. Για την ακρίβεια εκεί επάνω στο ξημέρωμα σηκώθηκε με την ανάσα του κομμένη. Τι ζητούσε, τι ήταν εκείνο που έψαχνε στα μέρη τα πιο αγαπημένα, κανείς δεν θα πει. Μονάχα όποιος μπορούσε να αντικρίσει την φιγούρα του να περνά βιαστική από σύμπαν σε σύμπαν, μονάχα εκείνος ξέρει. Ένας συναγερμός χτύπησε μες στην ψυχή του και ο νεαρός θεός χάθηκε. Φώναζε το όνομά της, γύρευε την μορφή της, έλεγε απεγνωσμένος πως πίσω από τούτη την πόρτα, κάποιος περιμένει. Μα τα δωμάτια λιγόστευαν, τον έπνιγαν.

Παντού τριγύρω ξέφτια από χρόνια χρυσά και αλησμόνητα, παντού τριγύρω τα σημάδια της. Μια χτένα, ένα πήλινο αλογάκι, το κρυστάλλινο σταχτοδοχείο, η ρόμπα της πάνω στην πολυθρόνα που μετρά κιόλας τόσες και τόσες εποχές. Μες σε εκείνο το σάβανο περιμένει η ανάμνηση του σώματός της, θαμπή μα ζωντανή. Και ακόμη παραπέρα σε ένα νησί αλλιώτικο το χρυσό μονόκλ που όλα τα είδε και δίχως εμπόδιο βαδίζει κιόλας μες στις αιωνιότητες. Το καπέλο μαράθηκε μαζί με τα άνθη και την κορδέλα του που λιώνει σαν κούκλα, δίχως πια τίποτε να φαίνεται από τα χρυσά τα γράμματα και το όνομα  εκείνου του πλοίου.

Ολόκληρος βυθίζεται μες στην εποχή του. Για μια στιγμή είδε τον εαυτό του με την μορφή του καλογέρου που λατρεύει τις ερημιές και ταράχτηκε. Άνοιξε όλα τα παράθυρα, όλα τα φώτα, όλα τα συρτάρια, άφησε τις οχτώ δεκαετίες του από τα χέρια, άφησε και εκείνη. Τώρα το πλοίο ταξίδευε μες στην ομίχλη που ΄χε κατακτήσει την πόλη. Κανείς δεν θα αντίκριζε το θαύμα.

Ξάφνου μες στην σιωπή ακούστηκε η μελωδία του ναύτη που λάμνει μες στο πέλαγο, μονάχος εκείνος ξύπνιος σε ολόκληρο τον κόσμο. Οι καρδιές παντού σφίχτηκαν, επειδή ποτέ δεν συνήθισαν αυτή του την σπαραχτική ιδιοτροπία. Κανείς δεν μίλησε και όλοι χαρήκανε κομμάτι για την ευτυχία τους. Εκείνος όμως, εκείνος τώρα σέρνει τα βήματά του. Συγχωρήστε με, για την ακρίβεια χορεύει με την καρδιά του και φαντάζει πως κάπου βαθύτερα επιστρέφει. Πώς διασχίζει τους διαδρόμους, μια στροφή γύρω από την τραπεζαρία με τις κορνίζες και την αιώνια σκόνη, πώς περνά από την ζωή στην προϊστορία μιας αγάπης. Σε κάποια φιγούρα του θα νιώσει και πάλι το σώμα της που πλησιάζει και όποιος δεν πιστεύει στον θεό, ευθύς εκείνη την στιγμή θα διαψευσθεί παράφορα. Θα νιώσει το θαύμα και το δράμα μαζί, τα κάδρα και οι τοίχοι και τα έπιπλα θα χαθούν εμπρός στο τρέμουλο εκείνης της μικρής ώρας, της πιο αφάνταστης πατρίδας.

Και έπειτα θα πουν όταν θα τον βλέπουν να αρμενίζει με ογδόντα κουπιά, θα πουν αυτός είναι μονάχα ο δρόμος του ονείρου. Τι θαύμα απλό ετούτο το σπίτι που ξεχύνεται με ορμή μες στο παράδοξο και την λήθη. Μια αναγέννηση ολόκληρη που χάνεται απόψε μαζί με τα υλικά της.  Μια παλιά νεότητα.

Και έπειτα θα πουν  ο κύριος Άνταμς αγαπούσε την κυρία Άνταμς πολύ βαθιά και αληθινά και ίσως για εκείνον άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Ο κύριος Άνταμς πέθανε από έρωτα, να ποιος ήταν ο καημός του. Τόσα χρόνια μόνος, δεν άντεξε ο κύριος Άνταμς. Μα έτσι είναι η αγάπη, ένα νεύμα ανάμεσα σε δυο σπασμούς ή απλούστατα ο κύριος Άνταμς που σεργιανίζει ευτυχισμένος κάπου στην προκυμαία, καρφώνοντας για χάρη της μερικά από τα άστρα του ουρανού. Η κυρία Άνταμς γίνηκε πάλι σαν άλλοτε η ντάμα του. Και επειδή τέτοιος ήταν ο έρωτάς τους, τόσο απόκρημνος, κάτι σαν το κοίταγμα των ηρώων του Μπέργκμαν, μια σταθερά σαν να λέμε, η κυρία Άνταμς συνήθιζε να λέει στον σύντροφό της, μην ζητάς ψυχή μου την αιωνιότητα. Μονάχα περπάτα όπως περπατώ λέει ο κύριος Άνταμς και οι δυο τους ξαναγίνονται όπως ήταν.  

Α.Θ