Τα μυθικά μας χρόνια

Το 1978 ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί τους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη. Και οι δυο τους, μάρτυρες των αποκλεισμών και των πολιτικών εκκαθαρίσεων, σμίγουν κάτω από την φτερούγα του καιρού που αλλάζει, του οράματος που κοντράρει μια Ελλάδα αποφασισμένη να βρει ένα σχήμα πρόσκαιρο.

 Κάπως έτσι γράφουν την ιστορία όπως την θυμόμαστε και όπως την αγαπούμε. Ποιητές και οι δυο τους, πάντα θα  μας καθοδηγούν μες σε τυφλούς καιρούς.


Ένα παιδί ως είκοσι χρονών, λέει τα παρακάτω λόγια. Στο φόντο οι δρόμοι της πολιτείας και το πλήθος. Συντροφιά του ο Χριστός με το πρόσωπο ενός σύγχρονου μάρτυρα και ένα πιάνο που φτερουγίζει πάνω από τους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη. Τα πιο ακριβά μας χρόνια ανήκουν κιόλας σε καιρούς συντελεσμένους μα η νιότη του αγοριού όλα τα αφοπλίζει.

¥

Την πόρτα ανοίγω το βράδυ και ευθύς οι φίλοι μου, πρόσωπα ποιητικά φέγγουν στο θλιμμένο στερέωμα. Ώρα καλή, γνέφω με την ψυχή μου και η καρδιά που σκιρτά είναι μια απόδειξη πως κάποτε από μέσα μου πέρασαν τα σώματα και οι αγάπες και οι στίχοι.

Την λάμπα κρατάω ψηλά και εμπρός μου προβάλλουν θαύματα, τραγούδια, φιλιά, προδοσίες.

Και όλα ξεκάθαρα γίνονται πάλι από την αρχή μες στο ιαμβικό, της ομορφιάς εγκώμιο, μες στις πλεκτές ομοιοκαταληξίες των κοριτσιών ο χτύπος της ζωής καλά κρατεί.

 Απόψε τίποτε δεν μπορεί να πολεμήσει τα ποιήματα, την ζωή σου τίποτε δεν την μάχεται απόψε.

Να βρούνε στρωμένο τραπέζι, μια στάλα νερό να ξεχάσουν την δίψα που τους καίει τον λαιμό. Να υπερασπιστούν τις ζωές τους, τα όνειρα, τα σχέδια τα φαιδρά, τα απατηλά τους πλάνα. Να αγαπήσουν βαθιά τους ανθρώπους.

Να βρουν γωνιά να ακουμπήσουν την ώρα που το ποτάμι σαρώνει τις όχθες. Την ώρα που μια εποχή ετοιμάζεται να χαθεί και τα ονόματα σκεπάζονται από αιωνιότητα.

 Σου υπόσχομαι Κατερίνα, προσευχές και ηλιοτρόπια, σινιάλα βουβά να σπέρνω στον καιρό μόνο για σένα.

Όλα φεύγουν γρήγορα Κατερίνα, στρίβουν και χάνονται σε τόπους αυτόνομους, σε χρόνους κομματιασμένους και παλιούς. Ο καιρός περνά Κατερίνα και η ζωή αλλάζει, δίχως να λογαριάζει την δική μας μελαγχολία Κατερίνα.

 Εσύ με το πρόσωπο του φεγγαριού, η δικαιοσύνη που περνά στα χέρια των ανθρώπων. Και εγώ το ποίημα που ψιθυρίζει τα μυστικά στον κόρφο σου,  Κατερίνα, Δανάη, Αλκμήνη, Ελένη, Μαρία, Μιχαλιά, Παρασκευή, Αντιγόνη, Ασημίνα, Φωτεινή, Ηρώ.

¥

Και έπεσε μετά μια σιωπή και οι μελωδίες κάλυψαν όλες τις ανθρώπινες φωνές. Ο ποιητής ράγισε, τον πήραν μακριά τα χρόνια. Οι στίχοι του αδέσποτοι ρίχτηκαν για να σκοτωθούν στις αγορές. Ήρθαν και άλλοι, έγραψαν ποιήματα, στάθηκαν πάνω σε μεταφορικά γεφύρια, ονομάζοντας από την αρχή τα φαινόμενα της ζωής. Και όμως κάπου μες στην καρδιάς της πολιτείας, υπάρχουν για πάντα οι μουσικές της ζωής μας, τα μυστικά νησιά των καλοκαιριών, κινήματα ολόκληρα που αντέχουν έξω και πέρα από θεσμούς, που περιφρονούν το αλάθητο και την ψυχή μας ταράσσουν.

Και όμως, κάπου υπάρχει ένας νέος ως είκοσι χρονών που γράφει από την αρχή το επιθαλάμιο αυτού του κόσμου και σε χνάρια παλιά βαδίζει, μνημειώδη.

Α.Θ