Ανεπίδοτο

Το 1979 οκτώ άτομα δραπετεύουν με αερόστατο από την Ανατολική Γερμανία. Το Ιράν επιστρέφει στον Θεό του και ο Οδυσσέας Ελύτης ανακοινώνεται πως πρόκειται να λάβει το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Rob Grill με το άλμπουμ Uprooted και το Rock Sugar θα κερδίσει τις εντυπώσεις χωρίς ανάλογη συνέχεια. Και όμως, το τραγούδι του έχει κιόλας σωθεί και η ιστορία της μουσικής του έχει χαρίσει για πάντα μια ξεχωριστή θέση. Σε λίγο ξεκινά η πιο καταιγιστική δεκαετία του περασμένου αιώνα, με αλλαγές που ως τότε φάνταζαν ακατόρθωτες.

[Γράμμα που ανοίγει σαράντα χρόνια μετά τον καιρό του. Είναι κιτρινισμένο και διαθέτει επάνω του ολόκληρη την πατίνα του χρόνου. Είναι διπλωμένο στα τέσσερα και το χαρτί του εξαιρετικά εύθραυστο. Το γράμμα απευθύνεται σε εσένα τον ίδιο, καιρό μετά, όταν οι δρόμοι θα κλείνουν. Τότε που τα τραγούδια θα είναι οι φίλοι, κάτι παρέες καλοκαιρινές που σε αποχαιρετούν από μακριά, στο τέλος της εποχής και των χρωμάτων. Δεν θα πρέπει να ταραχθείς, το παιχνίδι είναι χαμένο και από στιγμή σε στιγμή κινδυνεύεις να πέσεις στο σκοτάδι. Το γράμμα αυτό ποτέ δεν θα φτάσει σε σένα.]

Είναι αργά. Δεν έχω πολλά να σου γράψω. Τον περισσότερο καιρό τον περνώ αθροίζοντας λέξεις. Πλάι μου μεγαλώνει ένα παιδί. Διαθέτει σπάνια χαρίσματα μα φοβάται την ζωή ακόμη. Κάθε μέρα μεγαλώνει όλο και περισσότερο, κατακλύζει τοίχους, πόρτες και παράθυρα, το συναντώ να μου γελά πίσω από κλεισμένες πόρτες, μπουσουλάει στην καρδιά μου, είναι μια κούκλα που λιώνει αργά. Όταν ζητώ να μάθω το όνομά μου, παίζω αγορίστικα παιχνίδια με κοφτές ανάσες και ιδρώτα. Ονειρεύομαι ένα σπίτι με μια μεγάλη πόρτα, με αψίδες από πρασιές και φυσικές εσοχές γεμάτες από ζωγραφιές των πρώτων ανθρώπων. Ονειρεύομαι από νύχτα σε νύχτα, φτιάχνω καινούριους εαυτούς, όλα τα δέρματα μου ταιριάζουν, θα ΄θελα απόψε να ήμουν ένα θαλασσινό κοιμητήριο, να είχα αγαπήσει βαθιά, λέει όλους τους ανθρώπους, τρεις γκρεμοί να παρεμβάλλονταν ανάμεσα σε μένα και τον κόσμο. Ο πατέρας κοιμάται μαζί με τα αρχαία κορίτσια της Κορίνθου. Τώρα γνωρίζει καλά και το τελευταίο μυστικό, κάθε θάλασσα που περνά τον επιστρέφει στην παιδική του ηλικία, περιπλανώμενος πρόσκοπος σε άγρια χρόνια ή απλά ένας βασιλιάς μάγος της αιωνιότητας. Όσο και αν του μιλώ δεν απαντά, έχει πια το πρόσωπο του φεγγαριού και οι χρησμοί του δεν αναγνωρίζονται. Η υγεία μου φθείρεται αργά, το κολασμένο χάος της Αθήνας με σκοτώνει. Τα νησιά στέκουν πια πολύ μακριά, τα νησιά που υπάρχουν μονάχα για τους χάρτες και για τα καλοκαίρια. Κάποιος γυρεύει την Ατλαντίδα, φαίνεται αστείο που όλο γυρνούν οι παλιές μυθολογίες, λες και ο κόσμος γερνά ακίνητος. Απόψε θαρρώ πως η ζωή μου θα κρατήσει πολύ, κάτι σαν το μέλλον του Αλτουσέρ. Μα είναι ψέμα, το πρωί η πολιτεία θα με καταπιεί, μια βυθισμένη προτομή που πασχίζει να πάρει αέρα. Η μελαγχολία μου ταιριάζει και όλα τα συνώνυμα του μεσημεριού.

[Το γράμμα διακόπτεται απότομα. Λίγο πριν το τέλος, πεθαίνεις από ανεύρυσμα σε μια τραγική συγκυρία. Στο ραδιόφωνο θυμάσαι πως έπαιζε το Rock Sugar του Rob Grill. Η φωνή την ώρα που διέσχιζες έναν παράξενο δρόμο με σπίτια σε style Liberty, έλεγε πως ένα γλυκό κορίτσι είναι ό,τι χρειάζεται κανείς. Από στιγμή σε στιγμή κινδυνεύεις να πέσεις στο σκοτάδι. Το γράμμα αυτό ποτέ δεν θα φτάσει σε σένα]

Α.Θ