Με δύναμη και ανθρωπιά

Το 1945 ο κόσμος έχασε το δικαίωμα στην ανθρωπιά του. Το τέλος της εποχής της αθωότητας γράφτηκε στις δύο ιαπωνικές πόλεις που σβήστηκαν από τον χάρτη. Κάπως έτσι γράφεται η ιστορία, ένα είδος ιερής μνήμης παλιότερης από κάθε εκκλησία, πάντοτε αντάξια των νεκρών της. Αυτήν υπερασπίζονται ανά τον κόσμο οι άνθρωποι. Τα παιδιά της μπαλάντας  Bobby Scott and Bob Russell φέρνουν στο φως το τραγούδι τους He Ain’t Heavy, He’s My Brother. Το 1969 έχει σκεπαστεί πια κάτω από σωρούς δεκαετιών. Υπάρχουν όμως τα τραγούδια για να αντέχουν οι εποχές.

«Στις 8 του Αυγούστου του 1945 το Ναγκασάκι μετατρέπεται στο θέατρο μιας αποτρόπαιης πράξης. Η δεύτερη, ατομική βόμβα – λίγες μέρες πριν η Χιροσίμα συνειδητοποίησε τους καινούριους όρους κάτω από τους οποίους θα διεξάγεται κάθε μελλοντικός πόλεμος- πέφτει στην ιαπωνική πολιτεία. Μες σε λίγα λεπτά η άλλοτε ολοζώντανη πόλη μετατρέπεται σε μια άμορφη μάζα από στάχτες και σίδερα. Χιλιάδες άνθρωποι πεθαίνουν ακαριαία ενώ άλλοι θα δοκιμαστούν σκληρά, με φριχτές παραμορφώσεις ώσπου να εγκαταλείψουν αυτόν εδώ τον κόσμο. Η Ιαπωνία παραδέχεται την ήττα της και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής δείχνουν τον δρόμο για τον καινούριο αιώνα. Ένα παράξενο είδος ηθικολογίας σημαδεύει τις τοποθετήσεις των φονιάδων. Η ιστορία αποφασίζει και εκατομμύρια άνθρωποι συντρίβονται, την στιγμή που η αυτοκρατορική Ιαπωνία αποδέχεται το τέλος του πολέμου.»

Η Αλίκη κοιτάζει έξω από το παράθυρό της. Το πανέρι της φαντάζει άδειο από τα θαύματα, μα εκείνη που γνωρίζει καλά, έχει κρατήσει το τελευταίο για την κρισιμότερη ώρα. Ψάχνει στις τσέπες της για εκείνο τον αποταμιευμένο χρόνο και το χαμόγελο που της εμπιστεύτηκε η μητέρα. Έπειτα, κοιτάζει τους νεκρούς που κυλούν από τον ουρανό. Μοιάζουν με αστέρια και θα μπορούσε αν το ήθελε να προσευχηθεί για όλα όσα ελπίζει. Σε κάποιο μπαλκόνι ανεμίζουν τα κουρέλια ίδια με σημαίες μιας άγνωστης χώρας. Το πρωινό που ξεβάφει αργά, το έρημο πάρκινγκ στο τέλος της λεωφόρου, ένα χωράφι, ένα αυτοκίνητο, το ξενοδοχείο και οι παιδικές χαρές που σφύζουν από ζωή δεν είναι καθόλου αδιάφορα, μα στην πραγματικότητα πρόκειται για αληθινά μνημεία της ζωής. Η Αλίκη σκέφτεται το ωραίο τεχνικόλορ αυτού του κόσμου και η ψυχή της φτερουγίζει μες στον μπακιρένιο ορίζοντα. Όλα αυτά που ξαναζούν μέσα από το παράθυρό της, δεν είναι άλλο από το μερίδιο αυτού του κοριτσιού στην ομορφιά του κόσμου εκεί έξω.

«Δεσποινίς, παρακαλώ, θα θέλατε να μας πείτε για το αντικείμενο της σημερινής μας συζήτησης;», μα η Alice τον κοιτάζει τώρα, χθες, πάντα με τα ίδια δακρυσμένα μάτια. Οι πιο μεγάλες ήττες καθρεφτίζονται στο βλέμμα της. Ο εισηγητής θυμίζει τώρα τα ανοιξιάτικα φαντάσματα του Παζολίνι που δεν αφήνουν άλλο από τα χνάρια της βροχής. Δεν έχει φωνή, ποτέ δεν είχε.

Η Αλίκη κοιτάζει την βροχή που πέφτει. Είναι σίγουρη πως πέρα μακριά υπάρχει ένας καλύτερος κόσμος. Μα κανείς δεν ακούει το άγριο ξυπνητήρι που χτυπά. Η Αλίκη δίχως θαύματα, λέγοντας αντίο στην νιότη της, σηκώνεται από την θέση της. Την περιμένει ένα ποιητικό, ξύλινο γεφύρι και μια χρυσή αγκαλιά. Η μαγεία επιστρέφει και το αμφιθέατρο δεν έχει τώρα άλλη στέγη, σαν το δίχως ταβάνι ισπανικό μαγαζί δίνεται στην φωτιά κάθε καιρού. Η Αλίκη προχωρεί, αφήνει πίσω το αμφιθέατρο, την μεγάλη μαρμάρινη σκάλα, προαύλια, κιγκλιδώματα, την λεωφόρο, ώσπου χάνεται. Θα επιστρέψει κάθε άνοιξη κρατώντας κάποιον τυχερό. Ίσαμε το τέλος του κόσμου θα τους έχει σώσει όλους.

«Εσείς δεν τους βλέπετε;», απάντησε η Alice. Οι άλλοι ξέσπασαν σε γέλια, η αίθουσα πήρε φωτιά. Καμιά ανακωχή πια.

Όταν όλοι σώπασαν, πρόσθεσε:

«Δεν είναι ένα φορτίο για μένα, είναι αδέρφια μου.»

 Α.Θ