Είναι η μουσική, Lydia

Το 1988 ο Giuseppe Tornatore υπογράφει το φιλμ Nuovo Cinema Paradiso. Ο Ennio Morricone συνθέτει την μουσική που έμελλε να γράψει την δική της ιστορία ανάμεσα στα μεγαλύτερα έργα. Ο Ιταλός σκηνοθέτης περιλαμβάνεται στους δημιουργούς που άνοιξαν έναν κύκλο εξωστρέφειας με την παγκόσμια, κινηματογραφική πραγματικότητα και στην περίπτωση του Cinema καταθέτει ένα μοναδικό οδοιπορικό στην μνήμη, την απώλεια και την εξιλέωση. Η μουσική που στηρίζει τους αρμούς ενός ολόκληρου σύμπαντος συμπληρώνει εκείνες τις σκηνές που δεν έχουν τίποτε το ανθρώπινο να πουν, επειδή όλα έχουν πραγματωθεί και όλα έχουν από την αρχή αγαπηθεί μες στο μαγικό σινεμά του Tornatore.

 

Η Lydia Goehr δημοσιεύει πριν από μερικές δεκαετίες το εμβληματικό, όσο και αμφισβητούμενο έργο της, με τίτλο Το φανταστικό Μουσείο των Μουσικών Έργων. Με μια αναλυτική προσέγγιση στον κόσμο της κλασσικής μουσικής η συγγραφέας καταγράφει τους όρους και το κανονιστικό υπόβαθρο μες στο οποίο θα διαμορφωθεί το δέος και ο δεσμός μας ο τόσο ψυχικός. Περιορισμοί όπως οι παρτιτούρες και η πειθαρχία της ανάγνωσης, οι νότες, ο ιδιότυπος σεβασμός και η σιωπή εμπρός στην εκτέλεση ενός έργου, αντλούν την καταγωγή τους από την θεωρητική εξέλιξη  της  μουσικής , ανασαίνουν μες στον κλεισμένο κόσμο του έργου, τηρούν τις προδιαγραφές του. Αφορούν μια τεχνική επάρκεια που ελάχιστα επηρεάζει τους ποικίλους δεσμούς μας με εκείνο ή το άλλο μουσικό κομμάτι και που σήμερα αναγνωρίζεται ως θεμέλιος λίθος της εκφραστικής δυναμικής ενός μουσικού κομματιού, της αντοχής του στον χρόνο μέσα από τις ενδείξεις της προτίμησης ενός αιώνα που καταγράφει τα πάντα.

Η κλασσική της εκδοχή που φθάνει ως τα σήμερα αναλλοίωτη και απαράλλαχτη συμπυκνώνει μες στα έργα της όλη την ιερότητα που συνεπάγεται και προϋποθέτει η  τελετή της μουσικής εκτέλεσης. Από την εποχή της Lacrimosa ως τις μαγικές συνθέσεις του Ennio Morricone, οι μουσικές εκτελέσεις υπάγονται σε αυστηρά πρότυπα και κανόνες που έθεσε ως προτεραιότητα η θεωρητική προσέγγιση της ίδιας της τέχνης. Η φιλοσοφία που για άλλη μια φορά την συναντά, διαμορφώνει τους ορισμούς και τις παραμέτρους που τυποποιούν την αμεσότερη από τις ανθρώπινες τέχνες. Η θεωρία δανείζει την ορολογία της στην μουσική και καθιερώνει τα είδη, τις τεχνικές προσεγγίσεις, τις απαιτούμενες, μουσικές ιδιότητες, το υλικό.

Από έναν άλλον δρόμο, με την ίδια φροντίδα η κλασσική μουσική, παρακαταθήκη του Μπαχ, του Mozart , του Mahler  και του Vivaldi πασχίζει να βρει την θέση της μες στο πάνθεο της ανθρώπινης έκφρασης. Όμως οι γραφικοί κανόνες του Byron Belt που φαντάζουν τόσο άκαμπτοι και υπερβολικοί, παραμένουν σε απόλυτη ισχύ, δίχως τα έργα να το απαιτούν, σπαράγματα μιας καινούριας τέχνης που μόνο με εκείνη της φωτογραφίας μπορεί να αναμετρηθεί σε επίπεδο αμεσότητας.

 Ου μιλήσεις, σιγοψιθυρίσεις, τραγουδήσεις, κρατήσεις τον ρυθμό διά των χειρών ή των ποδών σου, τσακίσεις το πρόγραμμά σου, σκάσεις την τσίχλα σου στα αυτιά του διπλανού σου, φορέσεις ρολόι με έντονο τικ τακ και ου κουδουνίσεις τα κοσμήματά σου. Ουκ ανοίξεις καραμέλες με σελοφάν που τρίζει, ανοιγοκλείσεις την τσάντα σου, αναστενάξεις βαριεστημένος, διαβάσεις, ου φτάσεις αργά και φύγεις νωρίς. Καθώς η τέχνη της μουσικής τελειοποιείται οι παραπάνω, χαριτωμένοι κατά κάποιον τρόπο κανόνες παραμένουν στο προσκήνιο εμποδίζοντας κάθε αλλαγή σε αυτό το στέρεο υλικό που συνιστά η μουσική πρόσληψη. Ίσως αυτή η σιωπή που εκβάλλει μέσα από τους κανόνες του  Belt επιβάλλεται στην μουσική, όπως ακριβώς ο δισταγμός και το δέος μας απέναντι στην ζωή και τον θάνατο. Ο άνθρωπος του σήμερα, όπως και εκείνος κάθε εποχής στέκει εμπρός στα μάτια της τέχνης, όπως κανείς γονατίζει κάτω από μια βρύση. Ο στίχος του Γιώργου Σαραντάρη φαντάζει καταλληλότερος για να περιγράψει την σχέση ανάμεσα στην κλασσική μουσική και το κοινό κάθε εποχής. Το ζήτημα ήταν πάντα η ομορφιά και μια ανθρώπινη αμηχανία εμπρός στην εκπληρωμένη επιθυμία απαιτούσε  τους λεπτούς χειρισμούς των κανόνων.

Εκείνο που όμως δεν καταγράφει το εξαιρετικό, θεωρητικό πόνημα της Lydia Goehr έχει να κάνει με την αίσθηση της μουσικής και τον τρόπο που επεμβαίνει στο ανθρώπινο θυμικό. Είναι φορέας τόσο ξεχωριστών αισθημάτων, φορέας μνήμης και νοσταλγίας και αποκύημα όσων κάποτε αποχαιρετίσαμε, πολύ περισσότερο από τους όρους μιας αυστηρής τέχνης που δεν νοιάζεται για το κοινό της. Η μουσική ταιριάζει τις λέξεις μιας ιδιότυπης γλώσσας, διαγράφει μια σαφή κίνηση προς αυτό που ονομάστηκε αιωνιότητα, στήνει οράματα με υλικά μεταχειρισμένα μα αιώνια νέα, έξω και πέρα από την μονομέρεια των κανόνων. Επιστρατεύοντας το υλικό της ζωής, επενδύει τους τοίχους της βιογραφίας μας, μιλά για πράγματα ονειρικά, λεπτά και απερίγραπτα. Ο λιγοστός χρόνος των πουλιών, ένα απόγευμα σε μια άσχημη πόλη που ομορφαίνει ξαφνικά, μια απώλεια που μετατρέπεται σε νοσταλγία και τρυφερό δεσμό, οι σκοτεινές γειτονιές που λάμπουν ξαφνικά κάτω από την βασιλική ενός φιλιού, το παιδί που σκίζει την παλιά πόλη της Νάπολης σφύζοντας από ζωή, ένα κορίτσι που ερωτεύεται και από τότε ζει λαθραία στο κέντρο της πόλης. Όλες αυτές οι περιστάσεις φαντάζουν μαγικές ευκαιρίες για την μουσική που μιμείται με κάθε ευκαιρία ανεξάντλητα μεγέθη, όπως το άνθισμα της θάλασσας και της αυγής το παγωμένο μάρμαρο.

 Μια τέτοια περίσταση στάθηκε το μαγικό Cinema Paradiso του Ennio Morricone που δίνει έναν λόγο ύπαρξης σε αυτό το σημείωμα. Σκέψεις και αισθήματα που στοιχειώνουν την ζωή βρίσκουν τα χρώματα που χρειάζονται για να υπάρξουν. Ο σπουδαίος δημιουργός που αποχαιρετά έναν ολόκληρο κόσμο κάνει πράξη την δύναμη των χρόνων και των μορφών που περιέγραψε κάποτε το θαυμάσιο ταλέντο του Ρίλκε. Αισθήσεις και απουσίες που μεγαλώνουν σαν πέτρες μες στις καρδιές μας βρίσκουν μια δίκαιη θέση. Ο Ennio Morricone φτιάχνει την μουσική του ανταποκρινόμενος σε εκείνον τον ορισμό της ποίησης που δεν γνωρίζει θρησκεία και ελπίδα, που κατέχει κάτω από το δέρμα της την κραυγή ενός πόνου, την οδύνη του ανθρώπινου σώματος. Είναι οι νότες που μας παίρνουν από το χέρι, που μας διασώζουν από τις βιαιότητες αυτού εδώ του ήλιου, που δίνουν μια καινούρια ανάσα στα χαμένα, όμορφα χρόνια. Σε αυτούς τους δημιουργούς ανήκει ο Morricone όταν ξαναστήνει στην ίδια θέση ένα παραδεισένιο σινεμά που αλλάζει με την εμπειρία του ολόκληρη την ζωή μας.

Υπάρχουν είδη που ανήκουν στην θαυμαστή οικογένεια των Ερωδιών, είδη με ξεχωριστά χαρακτηριστικά. Που μισούν τον ουρανό ή κατοικούν τα μοναχικά δέλτα ελπίζοντας πως θα΄ρθει γρήγορα ο καιρός ενός νέου ταξιδιού. Περπατούν στις μύτες των ποδιών τους, θυμίζουν την νύχτα όταν έρχεται και όταν φεύγει. Ανάμεσά τους υπάρχει λοιπόν ένα σπάνιο είδος, κάποια ειδίκευση που κατοικεί τις ακτές και που δεν έρχεται ποτέ σε επαφή με το νερό. Θυμίζει τις μεγάλες μουσικές  που ελάχιστα γνωρίζουν για το βάρος μιας καρδιάς και όμως παρηγορούν, τέτοια είναι η ομορφιά του όταν σαλεύει και αποφασιστικά εγκαταλείπει κάθε τι που αγάπησε εδώ κάτω. Ένα τέτοιο είδος είναι και ο Ennio Morricone, ένα σπάνιο χάρισμα που φωτίζει τις πιο σπάνιες ηπείρους της βιογραφίας μας. Το βάδισμά του μοιάζει με το άγγιγμα της  ποπλίνας, αθόρυβο, γεμάτο διακριτική αθωότητα. Με το φτερούγισμά του, τότε και τώρα τινάζει για πάντα από τα μαλλιά ενός κοριτσιού το λευκό, την στάχτη και το χιόνι. Και κάνει κάπως ανθεκτικότερη την καρτερική τρυφερότητα για όσα σήμερα λείπουν, έξω από παρτιτούρες, με μοναδικό κλειδί του κάτι παλιές θύελλες και το συντακτικό της μνήμης.

Α.Θ