Οι τρυφεροί, της ζωής μας, δρόμοι

Το 1971 οι Led Zeppelin ηχογραφούν τον δρόμο για τον παράδεισο.
 Έκτοτε, στις καρδιές μας χαράκτηκε πάντα ένα σίγουρο μονοπάτι.

 

Όλα ήταν έτοιμα. Πώς αλλιώς αφού εδώ και μερικούς μήνες φροντίζει τον μικρό κήπο με επιμέλεια. Φύτεψε καινούριους σπόρους άγριας τριανταφυλλιάς και τώρα η αναμονή δίνει επιτέλους τους καρπούς της. Περιμετρικά του φάρου τα άνθη κάνουν ποιητικότερη την τόση του μοναξιά.

Μα ως εδώ, απόψε η τύχη του γυρνά. Το κορίτσι που αγάπησε έρχεται και όλο φθάνει από τα ανοιχτά. Θα στραφταλίσουν οι χάντρες του λαιμού της, κάτω από το ξέφρενο φτεροκόπημα, όλες οι άλλες ομορφιές θα σβήσουν. Έτσι είναι και έτσι πάντα γίνεται, να κερδίζουν τα κορίτσια στα σημεία και τα νερά να ανάβουν.

Να την λοιπόν, κλασσική και αμετάβλητη που ανεβαίνει την σκάλα, με δυο ασημένια σκουλαρίκια και μια θάλασσα στο κατόπι της. Πόση απόσταση έχει τούτο το κορίτσι από όσα γνώρισε. Πλάσματα της πόλης  και μικρές ορφανές της Κίνας, ντυμένες με σαλβάρια και κιμονό σε στυλ Μαρίας Αντουανέτας, δειλά περιστέρια του χαμηλωμένου ουρανού σε τίποτε δεν την φτάνουν και στην χάρη της υποκλίνονται. Εκείνη κατορθώνει να κρατά την βεντάλια της, σε στυλ  επτά, θανάσιμα μαχαίρια. Και βάζει πίσω τα δυο της μάτια που όλο παραμονεύουν και την ικανότητα την απατηλή της, που κάνει τα αγόρια να σπαράζουν και να ρίχνουν τις ζωές τους στα μυθιστορήματα για να πνιγούν.

Τώρα βρίσκεται στην κορυφή της σκάλας και το στήθος της σαλεύει με την δική του ζωή. Το φουστάνι της πώς θα μπορούσε να είναι χρώμα αλλιώτικο από μπλε βαθιάς θάλασσας. Η θέα της κόβει την ανάσα. Και ένα μπουκέτο κίτρινα τριαντάφυλλα διακοσμούν εξαίσια το φόντο. Απόψε θα της ζητήσει να χορέψουν. Απόψε θα της εξομολογηθεί πως μες στα μάτια της βρίσκει κανείς την μεγαλοσύνη  των ονείρων και την χαμένη ανθρωπιά. Το κύμα που φρενιάζει, το φεγγάρι που για χάρη της γεμίζει ώσπου να σχηματίσει ένα μεγάλο, μουσικό ολόκληρο, τα πουλιά που πετούν τριγύρω από το αναμμένο φανάρι του κόσμου, τα πλοιάρια που κορνάρουν. Είναι τόσες οι σκηνές του δρόμου και τα πρόσωπα της νύχτας.

Τώρα την ζητά για χορό. Και εκείνη, απλώνει το λευκό, το αφάνταστό  της χέρι και γίνεται ολόκληρη μια συγκατάνευση. Ο ενθουσιασμός του παραμένει ανεπιτήδευτος, η αγκαλιά της θερμή και αφοσιωμένη. Και το παράθυρο του φάρου που ανοίγει και ο άνεμος που όλα τα γκρεμίζει, έξω από εκείνους που χορεύουν γυρεύοντας καθένας να κατακτήσει για πάντα τον αφοπλισμένο παρτενέρ.  Δυο αγάλματα κάτω από το φως του έρωτα, τίποτε περισσότερο δεν ήταν εκείνη ακριβώς την στιγμή οι δυο τους. Μες στην θαλασσινή την ερημιά ο φάρος στην άκρη στ΄ακρωτήρι, ταξιδεύει μεθυσμένος από αλαζονεία και ασέλγεια και μεγαλοφυία ερωτική.

Και δεν υπάρχει στα αλήθεια τίποτε περισσότερο από μια νύχτα και τον άνεμο και την θλιμμένη φιγούρα του, την καρφωμένη ως το ακρότατο όριο του πελάγους. Και δεν υπάρχει τίποτε, έξω από την ταραγμένη του ψυχή και ένα βλέμμα, σωστή θολή μποτίλια με δίχως μήνυμα. Κλείνει το παράθυρο, η ζωή του έχει πια εξασθενήσει, η καρδιά του είναι ταραγμένη σαν τα σπλάχνα του νερού. Κανένα κορίτσι δεν θα φανεί και ο έρωτας λίγη σχέση κρατά με την αγάπη.

Εκείνο που προφητεύει ωστόσο την παραφροσύνη του δεν είναι βεβαίως άλλο από εκείνο το σκουλαρίκι που βρέθηκε στο πάτωμα, ένα είδος μαρτυρίας κόντρα σε όλα, πως εκείνη υπήρξε.

Το βαρύ φορτηγό πλοίο που περνά τώρα από τα ανοιχτά δεν κορνάρει. Ο έρωτας το καθοδηγεί και η πίκρα, όπως ένα παιδί καθοδηγεί τον τυφλό ζητιάνο. Στα ύφαλά του μια ονομασία και τα φουγάρα του καμωμένα από την στόφα των ονείρων. Η νύχτα που δεν περνά και το ανάπηρο το φως και τα κειμήλια των φιλιών τους. Μια αγκαλιά λουλούδια που δραπετεύουν από τα βάζα και η μεγάλη απορία του κόσμου. Και το ποιητικό της σκουλαρίκι, εκεί στο μέσον της σκηνής, επινόηση ενός Μπερνίνι για χάρη της σκηνογραφίας αυτού του σύντομου ρομάντζο.

Ο φάρος έχει ύψος περί τα δώδεκα μέτρα. Το νερό λέει την προσευχή του για εκείνους που κλείνουν τα μάτια. Αν δεν τον κερδίσει η θαλασσινή πειθώ που όλα τα καταποντίζει, τότε υπάρχει πάντα ο δρόμος για τον μόλο που ξεκινά μέσα από την βαθύτερη καρδιά του.

Α.Θ