Τάλγκο, 1984

Βασίλης Αλεξάκης

Η Κάθριν Σάλιβαν μπαίνει σε τροχιά, στην Ινδία η διαρροή του Union Carbide σκοτώνει ακαριαία χιλιάδες ανθρώπους, ο Μάνος Κατράκης και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος κερδίζουν την αθανασία στα σημεία. Το ίδιο και ο Ανρί Μισώ που περνά υπέροχος σε μια άλλη σφαίρα, ένα ισοδύναμο του ανεξήγητου των μνημείων της Άνω Αιγύπτου που τόσο αγάπησε τον περιμένει. Ο κόσμος παντού υιοθετεί ένα σκληρό νόμισμα και ο Τρούμαν Καπότε ονειρεύεται πως ένα σπασμένος λαιμός δεν σημαίνει άλλο από το ξέφρενο τίναγμα ενός χαρταετού. Ο κόσμος μεταμορφώνεται σε θέατρο και αρένα. Με άλλα λόγια λαγνεία και βαναυσότητα.

Ο Βασίλης Αλεξάκης δεν μένει πια εδώ. Ταξίδεψε για πάντα, το εισιτήριό του δίχως επιστροφή, Παρίσι Βαρκελώνη με λίγες λέξεις στις αποσκευές του. Τώρα που κατακτήθηκε μια κάποια απόσταση, μπορεί κανείς να αφιερώσει δυο τρεις γραμμές στον εμπνευστή του Τάλγκο δίχως να κατηγορηθεί πως ετοιμάζει νεκρολογίες. Άλλωστε το τραίνο του βρίσκεται κιόλας μακριά σε ομορφιές που καμιά λογοτεχνία και καμιά σκηνογραφία δεν φαντάστηκε. Ωστόσο προτού χαθεί από τις σελίδες της λογοτεχνίας μας ο Βασίλης Αλεξάκης πρόλαβε να μας εμπιστευθεί το μεγάλο του μυστικό που δεν ήταν άλλο από την πιο ανόθευτη ανθρωπιά. Εκείνη που κρύβεται πίσω από την συγγραφική αμηχανία και κρατά πολύ μετά το τέλος των βιβλίων. Ευσεβής η αγάπη του Τάλγκο, η αγάπη που ονειρεύτηκε ο Β. Αλεξάκης. Μια ολόκληρη τελετή από δαγκωμένο χρώμα που βάφει τις στριμωγμένες μας ζωές. Δυο ψυχές που πνίγονται στο ίδιο ποτήρι, δεν είναι λίγο.

Οι δυο τους διάλεξαν την άβυσσο. Και έγραψαν το εγκώμιο που συνθέτουν οι άνθρωποι για να θυμούνται τις μεγάλες τους στιγμές, τις πιο άγριες πίκρες. Φθάνουν από άλλους δρόμους και αγαπιούνται με τρόπο μνημειακό ως την καταστροφή. Εκείνη μια χορεύτρια που εγκατέλειψε την τέχνη της και ξοδεύτηκε. Και εκείνος ένας πετυχημένος οικονομολόγος που επιστρέφει, γεμάτος νοσταλγία για την χώρα που άφησε πριν χρόνια. Ο έρωτάς τους καταιγιστικός, οι επιλογές τους περιορισμένες, το πεπρωμένο τους δεν λύνεται. Η Λισαβώνα και οι σταθμοί του ταξιδιού τους και η αισθητική εικόνα τους μες στην βεβαιότητα της αγάπης που αγγίζει δίχως να το θέλει όρια συμπαντικά. Το τέλος της ιστορίας τους γραμμένο από τον Βασίλη Αλεξάκη στις σελίδες του ιδιόχειρου Τάλγκο που μεταφράστηκε στα Γαλλικά από τον ίδιο τον συγγραφέα και κατοχύρωσε την αξία της γραφής του πρόωρα χαμένου δημιουργού. Η Μπέτυ Λιβανού και ο Αντώνης Θεοδωρακόπουλος ενσαρκώνουν το πορτραίτο ενός έρωτα και κάτω από την ιερή του σκιά φωτίζουν την καινούρια ταυτότητα που μια φορά μας χαρίζεται. Ο δικός τους θεός δεν είναι αδιανόητος, μιλάει την πιο γνώριμη γλώσσα. Οι δυο τους ονειρεύονται και είναι τότε που γίνονται νεαροί θεοί χαμένων πραγμάτων. Όσο κρατά ένα φιλμ και ακόμη λιγότερο, αφού πάντα το λιγότερο είναι αρκετό και πλησιέστερο στους όρους της αιωνιότητας. Τα τοπία που διαδέχονται το ένα το άλλο, οι παλιές βιογραφίες που σαρώνουν την ανίκητη αγάπη, η πραγματεία εκείνου που μοιράζεται τον εαυτό του, ελπίζοντας πως όταν όλα τα χάσει τότε θα έχει σωθεί. Ο Βασίλης Αλεξάκης σηκώνει το δωρικό του κόσμου πέπλο και βρίσκει θαμμένα όλα όσα αξίζουν. Επειδή ακόμη και αν η αγάπη δεν κερδίσει στο τέλος, το ένστικτο έχει για πάντα ξυπνήσει και άλλη επανάσταση δεν αντέχει αυτός ο κόσμος έξω από τις μικρές και τις μεγάλες αγάπες. Ένα είδος κρυφών μυθιστορημάτων με τέλειους ήρωες που αντλούν τις σημασίες τους από το ατέλειωτο κέντρο της ποίησης. Μια τέτοια σπάνια καρδιά χτυπά μες στο Τάλγκο, ένα λαμπερό περιττό που προστίθεται στην κοινή μας ανάγκη.

Το τραίνο φτάνει στον σταθμό και οι ιστορίες τους στο τέλος. Οι εραστές αποχαιρετούν τα σώματα που αγάπησαν. Η Βαρκελώνη στο βάθος του ορίζοντα φαντάζει η τελευταία πόλη των ανθρώπων, το τελευταίο μέρος που μπορεί κανείς να αγοράσει ξανά το σπάνιο και αξιαγάπητο υλικό του χρόνου. Οι εραστές στέκουν στις αποβάθρες όπως τόσοι και τόσοι απόψε, αύριο, πάντα.  Λάθος το είπαν, στον έρωτα είσαι πιο μόνος από ποτέ. Καμιά μυθολογία δεν χωρά στ΄ανάμεσά τους, μια ανοιξιάτικη υπενθύμιση τους ζωντανεύει, χρειάζονται όλη την αγάπη για τον εαυτό τους.

Όμως το όνειρο τελειώνει, το γνωρίζουν καλά για αυτό η σιωπή τους μοιάζει χρυσή και μες στον ύπνο τους όλα τα πράγματα λάμπουν από μια παράφορη εγκατάλειψη. Από την άκρη της αποβάθρας είναι κάποιος που φθάνει. Σταματά και χαμογελά, κάτω από την άπιαστη βροχή που κανένα φιλμ δεν έχει καταγράψει. Βγάζει το καπέλο του και με όση ευγένεια μπορεί κανείς να φανταστεί ρωτά τους εραστές αν είναι αυτό το Τάλγκο. Εκείνοι του δείχνουν το πανόραμα που ανοίγεται, οι τρεις τους γελούν, παντού κυριαρχεί μια μυρωδιά παλιού σπιτιού που ρίχνει μετά από χρόνια όλες του τις άμυνες. Η λυρική παρόρμηση των τριών εκπνέει στην τελευταία λέξη , η ζωγραφική δεν προσποιείται, το τέχνασμα του χρόνου τους σημαδεύει. Το αεράκι που στιγμιαίο θερμαίνει τις ζωές τους, είναι η χίμαιρα που γλιστρά. Μα ποιος το ξέρει και ο κόσμος προχωρά.

Ο έρωτας, συμπληρώνει ένας από την παρέα, προφανώς ο πιο στοχαστικός, ο έρωτας κατορθώνει πράγματα που η λογοτεχνία ποτέ της δεν φαντάστηκε. Οι άλλοι συμφωνούν και όλοι μαζί χάνονται κατάπληκτοι μες στα όρια του λάιφ μότιφ που συντρίβει μονάχα η αυθεντική αγάπη. Όμοια με αυτήν που πήρε μαζί του για πάντα ο Βασίλης Αλεξάκης.

Α.Θ