Αβραάμ Σεκέρογλου | Τα μικρά πράγματα και τα μεγαλύτερα

«Μπορείς να σηκωθείς;» της είπα κι άπλωσα το χέρι μου.

«Τι θέλεις; Άσε με. Πονάω».

Τα μάτια της είχαν μαύρους κύκλους και σχεδόν είχαν βουλιάξει κάτω από το δέρμα της. Εκείνο το άλλοτε κατάλευκο δέρμα της, που λάτρευα να φιλάω και να χαϊδεύω, είχε τώρα μια γκρίζα απόχρωση και μια τραχιά υφή γεμάτη στίγματα και κοκκινίλες.

Προχώρησα προς το στερεοφωνικό. Δεν ήξερα αν ήμουν έτοιμος, αλλά τελικά, δεν πρέπει να είχε και πολλή σημασία αυτό. Το σημαντικό ήταν πως είχα ξεπεράσει το φόβο μου, έστω κι αν αναγκάστηκα να πω ψέματα στη γυναίκα που αγαπούσα.

Δεν το φανταζόμουν πως θα μάθαινε με αυτόν τον τρόπο την αλήθεια, πως θα ήμουν τόσο άτυχος.

Η Νίκη είχε μια φίλη, μια από τις λίγες φίλες που της είχαν σταθεί όλους αυτούς τους μήνες. Ήταν η Γιώτα, χωρισμένη με δύο παιδιά που είχαν φύγει πλέον για σπουδές. Την έτρωγε η μοναξιά στο σπίτι και είχε δοκιμάσει όλων των ειδών τις δραστηριότητες για να καταπολεμήσει την ανία που ένιωθε στα 54 χρόνια της. Πλέξιμο, φωτογραφία, ξυλογλυπτική, υποκριτική, ξένες γλώσσες. Τίποτα από αυτά δεν την κρατούσε πάνω από μερικές εβδομάδες. Αναζητούσε συνεχώς κάτι καινούργιο, αλλά δεν το έβρισκε. Ίσως επειδή αυτό που πραγματικά έψαχνε ήταν μια συντροφιά και όχι κάτι να γεμίσει τον υπερβολικά πολύ ελεύθερο χρόνο της.

Η Νίκη τής πρότεινε τη λύση στην αναζήτησή της. «Μάθημα δημιουργικής γραφής!».

Της το είπε με τον ίδιο ενθουσιασμό που το είχα πει κι εγώ σ’ εκείνη, δύο περίπου μήνες πριν, όταν ήθελα να δικαιολογήσω την εβδομαδιαία απουσία μου από το πλευρό της και συγκεκριμένα κάθε Τετάρτη από τις έξι το απόγευμα μέχρι τις εννιά.

Οι δυο φίλες χάρηκαν πολύ. Η μεν Γιώτα γιατί είχε βρει άλλη μια φαινομενική διέξοδο στη βαρεμάρα της, η δε σύζυγός μου γιατί θα κατάφερνε από τη θέση που ήταν πλέον να εκπλήξει τον άντρα της, στέλνοντάς του ένα γνώριμο πρόσωπο σε κάτι που ήξερε κατά βάθος ότι τον δυσκόλευε.

Η Γιώτα ρώτησε αν δέχονται νέους μαθητές μετά την έναρξη των μαθημάτων, πήγε στο κομμωτήριο, έβαλε το πιο κομψό ταγέρ της και αφού εξοπλίστηκε μ’ ένα όμορφο σημειωματάριο και το ακριβό στιλό της, εμφανίστηκε στην αίθουσα των μαθημάτων σήμερα το απόγευμα.

Μόνο που αντί να συναντήσει τον άντρα της φίλης της και να του κάνει έκπληξη, βρέθηκε αντιμέτωπη με την έκπληξη του καθηγητή και των νέων συμμαθητών της στο άκουσμα του ονόματός του.

Όταν επέστρεψα στο σπίτι, βρήκα τη Νίκη χειρότερα από ποτέ. Νόμιζα ότι η καινούργια θεραπεία δεν είχε τα αποτελέσματα που περιμέναμε ή ότι ήταν απλά μία από τις κακές μέρες, από τις πολύ κακές μέρες. Εκείνη, όμως, έκλαιγε. Με κατηγόρησε ότι δεν ήταν η απιστία που την ενόχλησε. Το καταλάβαινε στην κατάσταση που βρισκόταν πλέον. Αυτό που την είχε πειράξει ήταν το ψέμα.

Δεν είχα τι να της απαντήσω. Δεν ήξερα πώς να της πω ότι δε θα σκεφτόμουν ποτέ άλλη γυναίκα όσο εκείνη ήταν δίπλα μου, σε όποια κατάσταση κι αν βρισκόταν. Πως ήθελα με όποιον τρόπο μπορούσα να την αποζημιώσω για όλα όσα δεν της είχα προσφέρει τα λίγα χρόνια που είχαμε την τύχη να είμαστε μαζί. Τα μικρά πράγματα και τα μεγαλύτερα.

Για τα μικρά, κάποιες φορές δεν το καταλάβαινε καν. Όταν παραγγέλναμε να φάμε σούσι το οποίο αηδίαζα και μόνο να το βλέπω. Όταν καθόμασταν το βράδυ δίπλα δίπλα και βλέπαμε τις αγαπημένες της ρομαντικές ταινίες με τους γλυκερούς διαλόγους και τα σχεδόν πάντα ανέφικτα happy ends. Όταν, σε μια από τις καλές μέρες, την πήρα και πήγαμε να παρακολουθήσουμε τα μπαλέτα Μπολσόι όπου με τα χίλια ζόρια κρατήθηκα ξύπνιος.

Για τα μεγαλύτερα, χρειαζόταν σχέδιο, οργάνωση και ναι, σε κάποιες περιπτώσεις κι ένα μικρό ψεματάκι.

Δεν μπορώ να μην τη σκέφτομαι να κάθεται δίπλα μου σε κάθε κοινωνική εκδήλωση χωρίς να χορεύει. Να κουνάει τα πόδια της στο ρυθμό της μουσικής και να είναι έτοιμη να πεταχτεί στην πίστα για να αφεθεί. Να με κοιτάει με εκείνο το βλέμμα μεταξύ κατανόησης, αλλά και λαχτάρας, σαν κουταβάκι που το αφήνεις για λίγη ώρα στο σπίτι και δεν ξέρει αν θα επιστρέψεις.

Ή τη μέρα του γάμου μας όπου με χίλια ζόρια και παρακαλετά με έπεισε να χορέψουμε ένα χορό αγκαλιασμένοι σφιχτά, απλά κουνώντας άτσαλα τα πόδια μου και καταφέρνοντας να την πατήσω μόλις έξι φορές.

Έβγαλα από την τσέπη μου το cd που είχα αγοράσει από την πρώτη στιγμή που μου είχε μπει στο μυαλό αυτή η ιδέα. Να κάνω μαθήματα χορού κρυφά από εκείνη.

«Por Una Cabeza» του Κάρλος Γαρδέλ.

Πάτησα το play και η μουσική πλημμύρισε το δωμάτιο, πήρε μακριά στεναχώρια, θυμό, αρρώστια και τον ίδιο το θάνατο.

Τη σήκωσα και χορέψαμε το πρώτο και τελευταίο μας ταγκό.

 

Το διήγημα προέρχεται από το βιβλίο του Αβραάμ Σεκέρογλου, «Διάφανος χρόνος», εκδόσεις Ιωλκός.

 https://iolcos.gr/eshop/titlos/diafanos-hronos/