Μινώταυροι

Η Ελλάς να παίρνει
Το καλοκαίρι τον
Μεσημεριάτικο ύπνο της
Ανάλαφρα ντυμένη
Με τα γόνατα ψηλἀ.
Πώς γελάστηκε
Κορίτσι πράμα
Μες στους τρομερούς
Απρίληδες

 

Το 1988 ο Παύλος Σιδηρόπουλος και η Μαρία Φωτίου τραγουδούν τον Ηλεκτρικό Θησέα σε μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου και στίχους του Δημήτρη Βάρου. Πενήντα χρόνια τώρα ετούτη  η αναμονή δεν βρήκε απάντηση. Τα πλοία πάνε και έρχονται όμως εκείνο το ένα, δεν φάνηκε ακόμη.

Ακόμη παλιότερα, την σκληρή άνοιξη του΄41 η Αθήνα πέφτει στα χέρια των γερμανικών δυνάμεων. Η τραγωδία ξυπνά χρόνια μετά, την φέρνει το πρίμο, νεοελληνικό αγέρι που σαρώνει τις πεδιάδες. Οι Μινώταυροί από την γη του Γκαίτε φαντάζουν οι ιππότες του 1513, του΄41, του ΄67. Να΄ναι καλά οι ποιητές που δεν πρέπει να τους ξεχνούμε. Να ΄ναι καλά τα ποιήματα που κρατούν τα κλειδιά της ψυχής μας όσο εμείς πληρώνουμε τα διόδια που μας τραβούν στο μέλλον.

Όλα συνέβησαν κάποιον Απρίλη.


Αν θες να μάθεις για μαραμένες ανθοδέσμες  διάβασε αυτήν την ιστορία. Άσε μια στιγμή εκείνο το ξέφρενο τ΄άστρο που σε κυκλώνει. Εσύ τις αγαπάς τις ιστορίες και αν σήμερα ήταν Κυριακή θα ΄βρισκες τον Όμηρο μες στα σφαιριστήρια να αγορεύει μύθους εμπρός στο έκπληκτο πλήθος. Λοιπόν, το είπαν κάποτε οι ποιητές και οι πένητες αυτού του κόσμου. Ταιριάζουν τα παραμύθια στην άνοιξη και όμορφα που την παραστέκουν.

«Υπήρξαν όλα έτοιμα σαν από καιρό. Επάνω στην σκηνή δέσποζε το έμβλημα, σωστό αηδόνι του καθεστώτος. Μια σπασμένη, ιωνική κολώνα, από γύψο, κακοφτιαγμένη με ένα μαιανδρικό στεφάνι και χαμηλό φωτισμό, θύμιζε από κάτω τους βωμούς μιας άλλης εποχής. Οι χορωδίες είχαν λάβει την θέση τους περιμετρικά της σκηνής, στις τέσσερις γωνιές είχαν τοποθετηθεί μεγάλα πιθάρια με ωραίο, φουντωτό πουρνάρι. Βασανίστηκαν πολύ για να διαλέξουν τα άνθη μα όταν συλλογίστηκαν τι σημαίνουν τα κόκκινα τριαντάφυλλα έβαλαν τα γέλια και σταυροκοπήθηκαν για την αφέλειά τους. Το θέμα είχε πια κλείσει. Τώρα έμενε ένας επίτιμος καλεσμένος, κάποιος βετεράνος του αλβανικού μετώπου. Αν είχε και κομμένο πόδι θα΄ταν σπουδαίο και θα έδινε στον σκηνογράφο το επιχείρημα για να βάλει εμπρός στον βωμό αυτό το έρμο ποδάρι που τόσο απασχόλησε την επιτροπή. Τον διάλεξαν αργά το βράδυ και έστειλαν την στρατονομία με σαφείς εντολές. Θα του παρέδιδαν λέει την επιστολή του προέδρου, το χρυσό μετάλλιο της ανδρείας και τις παρακλήσεις της κυβερνήσεως που τούτη την ώρα ανανεώνουν την πίστη του λαού στο ιδεώδες τους. Ο υπολοχαγός Μ. διέμενε στην Αθήνα τα τελευταία πενήντα χρόνια. Τα χρόνια τον είχαν σκεπάσει και σε λίγο θα τον κατάπιναν αν δεν ερχόταν αυτή η σπουδαία πρόταση που όλα τα καθηλώνει με τις σημασίες της. Δέχτηκε τα δώρα και την τιμή και την ορισμένη μέρα έφθασε με την νοσοκόμο στον χώρο της εκδηλώσεως. Τα πλήθη άνοιγαν τον δρόμο και κάποιοι του φιλούσαν το χέρι. Μα εκείνος λίγα θυμάται πια και όλος αυτός ο κόσμος τον τρομάζει. Κοιτάζει νευρικά μα όχι για τον φόβο του μα για εκείνη την παρόρμηση που τον κάνει να αναζητά την Αλίκη, τον Στέφανο, την Δανάη, την Αλκμήνη, τον Νέστορα, την Ανδριανή μες στους κυκλωμένους δρόμους. Ο νους του φέρνει σαν την θάλασσα ακαθόριστα σκηνές από την παλιά του ζωή. Τα χρόνια εκείνα κανείς δεν θα του τα επιστρέψει και είναι τώρα απειλητικό, σχεδόν τρομακτικό το έμβλημα, έτσι σκιασμένο, έτοιμο να σωριαστεί με πάταγο. Κάποιο κορίτσι του θύμισε έναν παλιό του έρωτα που έσβησε σαν χωρίστηκαν, μέρες τελευταίες εκείνου του Απρίλη. Έκανε να κοιτάξει μα το προεδρείο τον έπνιξε με τις φιλοφρονήσεις και τις ενδείξεις του σεβασμού. Στο μεταξύ η Ανδριανή του χαμογελά από μια άκρη και ο υπολοχαγός με την αδύναμη καρδιά γνέφει σπαραχτικά στο τίποτε. Τα εμβατήρια ξεκινούν, οι χορωδίες κάνουν βήμα και υπομνηματίζουν την ομορφιά και την θέρμη της νιότης τους. Ένας προβολέας πέφτει σταδιακά πάνω στο σύμβολο και η γιορτή ξεκινά. Το άγημα παρουσιάζει όπλα περιμετρικά της σκηνής και από το βάθος της πιο σκοτεινής μας εκδοχής φθάνει ο δικτάτωρ με βήμα αποφασιστικό και μπριγιαντίνη. Τον χαιρετούν δουλικά και τον αγαπούν μονάχα για αυτό που είναι, στο πλάι του βαδίζει ένα κακομαθημένο, επτάχρονο παιδί, με δίχως τρόπους. Ο υπολοχαγός τώρα θυμάται που είδε το βλέμμα του προέδρου. Θυμήθηκε την Ανδριανή που του φώναζε στην γωνιά του δρόμου, «σε χίλια χρόνια υπολοχαγέ, σε χίλια χρόνια υπολοχαγέ και αν με ρωτήσεις ποιον αγάπησα περισσότερο, θα πω εσένα, σε χίλια χρόνια» και χανόταν σαν ελαιογραφία ενώ τα όπλα δοκιμαστικά κροτάλιζαν μες στις γειτονιές της πολιτείας. Δεν την ξεχωρίζει πια, την κατάπιαν οι λαοί που στριφογυρνούν από φόβο και ελπίδα τούτη την ώρα την τόσο τραγική. Κάποιοι χειροκροτούν, το έμβλημα φωτίστηκε δεν πάει άλλο πια. Ο δικτάτωρ μοιάζει στο γέρικο παιδί του Γκόγια και τον άσχημο πρώτο τυχόντα του. Τώρα που χάθηκε η Ανδριανή δεν απομένει τίποτε.

 Ο υπολοχαγός σηκώνεται πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες. Αυτό το λίγο υλικό της ζωής που του απομένει φθάνει για αυτόν τον έρωτα τον αποψινό. Ο υπολοχαγός βαδίζει προς την σκηνή, οι διοργανωτές σαστίζουν, συμβουλεύονται τα χαρτιά τους, σκέφτονται από τώρα την απολογία τους, ο δικτάτωρ οφείλει να είναι έτοιμος εμπρός στο αναπάντεχο. Ο υπολοχαγός όμως τώρα τον προσπερνά, σαν να πρόκειται για μια παλιά χρονιά που χάθηκε μες στα ξέφτια της. Στέκει εμπρός στο έμβλημα και όλοι πιστεύουν πως θα υποκλιθεί υψώνοντας το καθεστώς σε μια άλλη ακμή. Εκείνος όμως πιάνει την άκρη του με δυσκολία και όλα σωριάζονται, βωμοί, κομμένα πόδια, κολώνες, φωτισμοί. Μια φορά και έναν καιρό ο Γιάννης Τσαρούχης μίλησε για πνευματικότητες γκρεμισμένες. Όσα είπε τότε ταιριάζουν γάντι στην στιγμή. Τώρα όλοι σπεύδουν κοντά του, το ρομάντζο έχει πεθάνει και εμπρός στον υπολοχαγό χαράζει το εκτελεστικό απόσπασμα. Η Ανδριανή που ΄χει επιστρέψει γελά με την καρδιά της, πίσω της το αθάνατο γένος οι πύργοι οι αγιορείτικοι που χάθηκαν εκείνες τις μέρες του ΄40. Κυμάτιζε η πίκρα, άσμα ασμάτων η Αριάδνη. Κανείς δεν ξέρει πώς γίνηκε τόσο γενναία η Αριάδνη μες σε μια στιγμή, κανείς δεν ξέρει. Το καθεστώς που δεν συγχωράει μιλά με τα όπλα, καθώς αρμόζει στους γελαδάρηδες των καουμπόικων φιλμ. Όμως η Ανδριανή που γελούσε και η λίμνη του ουρανού που φανέρωνε μόνο το πρόσωπό της, ήταν κιόλας αρκετά.

Τώρα όλα είναι ξεκάθαρα, η Αλκμήνη και ο Στέφανος ερωτευμένοι σαν πάντα. Εκείνο το αλησμόνητο ΄41 που ήθελε το φρόνημά μας υψηλό θα τους στεφανώνει. Και όλοι μαζί θα ανταμώσουν ξανά στο μνημείο της άγνωστης νιότης που στήθηκε σε κάθε γειτονιά, σε κάθε σπίτι υπολοχαγέ Μ.»

Α.Θ