Ιεροπραξίες

Η αίγλη της Ελευσίνας
Κερδίζεται πρωτίστως
Μέσα από την θαυμάσια αφαίρεση
Και την βαθύτατη συλλογή
Μιας ψυχής
Καθώς ετοιμάζεται
Να συναντήσει το
Πεπρωμένο της

 

 Η Αγέλαστος Πέτρα συνιστά ένα αφιερωματικό ντοκιμαντέρ για την Ελευσίνα των μυστηρίων, της προσφυγιάς, του Τιτάνα, της παραδοσιακής φορεσιάς που ξεφτίζει μες στις φωτογραφίες μιας άλλης εποχής. Ο Φίλιππος Κουτσαφτής παρακολουθεί κατά την διάρκεια μιας δεκαετίας την εξέλιξη της πόλης και των ανθρώπων της. Το ντοκιμαντέρ βραβεύθηκε με την διάκριση του κοινού στο 41ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Η μουσική που ντύνει το φιλμ ανήκει στον Κωνσταντίνο Βήτα. Το φιλμ πραγματεύεται την ατμόσφαιρα μιας εποχής, καθώς οι χιλιετίες διαδέχονται το παρελθόν με την αμείωτη ταχύτητα των πλέον βέβαιων πραγμάτων.

Ωστόσο το τραγούδι της Ελευσίνας ανήκει μονάχα στην ίδια και περνά κάποτε μέσα από το πρόσωπο της φευγαλέα, σαν χαμόγελο. Σε τούτο το επιχείρημα οφείλεται η πιο κάτω μαρτυρία και ο υπαινιγμός που εκπορεύεται μέσα από το συγκεχυμένο πρόσωπο της πὀληε, τον υπαινιγμό της που μισονιώθουμε να ασθμαίνει ακόμα μέσα από το φιλμ του Φίλιππου Κουτσαφτή.

Η Ελευσίνα δεν γνωρίζει πόσο πολύ της ταιριάζει η μουσική του Κωνσταντίνου Βήτα. Δεν το γνωρίζει και με την ίδια σιωπή δεν αφήνει στις μέρες μας καμιά λεπτομέρεια να αποκαλυφθεί από τον πεπαλαιωμένο, εκείνο κόσμο της. Η πόλη που εκτείνεται κατά μήκος του καινούριου, εθνικού αυτοκινητόδρομου φέρει αποτυπώματα από την ραγδαία, βιομηχανική επανάσταση της δεκαετίας του 1960. Μια σειρά από επαγγέλματα χαμένα πλέον συντήρησαν το όνειρο της καινούριας Ελλάδας που θα σηματοδοτείται για πάντα από το εξωφρενικό σύμπλεγμα των εγκαταστάσεων της εταιρείας πετρελαίου. Λίγα χιλιόμετρα πριν την πόλη, καθώς κατευθυνόμαστε προς τα Μέγαρα απαντούμε το μελαγχολικό πεπρωμένο του Σκαραμαγκά. Το κλειστό, τουριστικό περίπτερο και έπειτα τις πρώτες βιοτεχνίες της ιστορικής πολίχνης που συγκέντρωσαν γενιές ολόκληρες εργατικών χεριών. Οι μύστες ανυποψίαστοι δεν θα μπορούσαν να ξεκρίνουν μες στην μοντέρνα τεχνοτροπία και τις λαμπρές διαφημίσεις το παλαιό, εκείνο προσωπείο, το είδος του αρχαίου ανέμου που πνέει από την οδό Παπαγιάννη και κατά μήκος του σιδηροδρόμου.

Ο συνοικισμός της πόλης συγκρατεί μες στους κόλπους του τα επώνυμα και τις λεπτομέρειες των ανθρώπων που κατέκλυσαν απελπισμένοι τα ερειπωμένα προάστια της πόλης, κοντά στην έξοδό της. Ελάχιστοι πλέον από αυτούς βρίσκονται κοντά μας, καθώς ο άγγελος χρόνος, ένας άγγελος ίδιος με εκείνον που κατέρχεται εκπληρώνοντας εποχή την εποχή, μέρα την μέρα την μοίρα μας, θερίζει τις ψυχές στα χαμηλοτάβανα σπίτια, δικαιώνοντας ως αίσθημα τους σκληρούς, εκείνους μήνες. Ωστόσο, μες στην οικονομία της πόλης, αυτά τα ίδια, χαμηλά σπίτια με τις παστρικές αυλές διατηρούν μερίδιο του πλούτου που ονομάσαμε μνήμη. Ένα είδος ανθρώπινου ενεργητικού που έφθασε στην αλλοτινή πόλη των μυστηρίων τροφοδοτώντας με ελπίδα και ενάργεια αυτόν τον συντελεσμένο, ιστορικό κόσμο πυκνώνει στις κάθετες οδούς και τα λαϊκά καφενεία. Κρατά ζωντανή την σχέση του με τον ξεριζωμό, προσθέτει στις δεκαετίες το μυστήριο της μοιραίας αναχώρησης, της καινούριας πατρίδας. Ωραίοι ποδηλάτες που κατηφορίζουν σιωπηροί, τραβώντας για τον ταπεινό σκοπό της βιογραφίας τους ξέρουν για τι πράγμα μιλώ. Καλοκαιρινά πουκάμισα που ανεμίζουν σαν σημαίες, ρεαλιστικοποιούν μοναδικά αυτήν την εμπεδωμένη ειρήνη της Ελευσίνας με τον παλιό της εαυτό. Την βαθιά της ευγένεια.

Ο μύθος της Ελευσίνας παραμένει ωραίος και στοχαστικός. Όμως μιλά πρωτίστως για την αποχή ενός επίκαιρου οράματος για την μυθική αυτή πόλη. Σπασμένοι κίονες ιωνικού ρυθμού, λησμονημένες σαρκοφάγοι που δεν μπορούν πια να επιστρέψουν πίσω στην ιστορία τα παιδικά της χρόνια. Ένας στρατιώτης με θηβαϊκό κράνος, ένας καθρέφτης που έχει μοιραία οξειδωθεί και έτσι κρατά την πολυτέλεια των μορφών που συνέλαβε μια φορά και έναν καιρό. Κτερίσματα, νομίσματα, εγχειρίδια συνοδευτικά του νεκρού στην ατέλειωτη αποδημία του, σπαρμένες μικρογραφίες εκκλησιών κατά μήκος του δρόμου, υπομνήσεις εκείνων που καταλύθηκαν βιαίως. Ο κύριος Παναγιώτης, η κυρία Ελένη, η κυρία Μαρία, οι δίδυμες αδελφές Σκούρου, η Μάρθα, η Πολυτίμη, ο Μιχάλης, οι κοπέλες της ενορίας των Αγίων Αποστόλων, η Αντιγόνη, ο Αντιφών, ο Νικοστράτης, ο Στράτος, ο Βαγγέλης και τόσοι άλλοι διατρέχουν τις δεκαετίες της σύγχρονης Ελευσίνας. Ο Φίλλιπος Κουτσαφτής καταγράφει την Ελευσίνα μιας ολόκληρης δεκαετίας. Ιχνογραφεί, παρατηρεί, συνομιλεί με τα ευρήματα της ιστορικής έρευνας, δανείζεται την ατμόσφαιρά του από τον μη τόπο της ιστορίας. Αυτόν που στοιβάζεται σε συντρίμμια πλάι στην παλιά Ιερά Οδό. Παρακολουθεί την εξέλιξη της πόλης μέσα από τις διαδοχικές ταυτότητες που της αποδίδει ο νέος ελληνισμός . Φορείς αυτού του καινούριου που έχει πια σβηστεί με ειρωνεία απαραβίαστη το εργοστάσιο Κρόνος και οι αντιλήψεις μιας πόλης που ενηλικιώθηκε γρήγορα, βεβιασμένα, αφήνοντας για πάντα κρυμμένο από τους ανθρώπους το πνεύμα και το μυστήριο της παλιάς της αίγλης.

Η Ελευσίνα που απεικονίζεται στην Αγέλαστο Πέτρα του Φ. Κουτσαφτή διατηρεί ορισμένα απομεινάρια ομορφιάς που αρκούν για έναν ακόμη έρωτα. Δεν μιλά πια για τα μυστήρια, τις ορδές των μυστών, τον Σενέκα που ορκίζεται αιώνια πίστη στην πόλη και το ιδανικό της. Δεν ζητάει επιστροφή. Έχει αποκρύψει από το βλέμμα του καινούριου αιώνα τα αγάλματα και τις κόρες και προσφέρεται πρόστυχα, γεμάτη βρώμικη πράξη στην αυγή της νέας χιλιετίας. Έχει ορίσει έναν φύλακα που προφυλάσσει τις Περσεφόνες από τα βλέμματα των περίοικων και πορεύεται.

Η Ελευσίνα δεν έχει αλλάξει καθόλου τα ήθη της και οι γυναίκες συντηρούν ιδανικά το τυπικό της λατρείας, ακολουθώντας την μοιραία γραμμή που φθάνει από το βαθύτατο παρελθόν. Ίχνη σκηνογραφιών που ΄χουν στηθεί εδώ, σε τούτα τα χώματα και άλλοτε, με την μορφή προπυλαίων και αίθριων στέκουν πια σκιές του εαυτού τους και υπενθυμίσεις εμβληματικές ενός παλιού όρκου. Δεν θα σημάνει ποτέ η ώρα η προσδιορισμένη για να βρει η Ελευσίνα την παλιά της αίγλη, η ιερότητα των πραγμάτων ανήκει πια στην σφαίρα του μύθου που εξήγησε ο πολυδιαβασμένος μας αιώνας. Τα εργοστάσια την έχουν κατακλύσει. Οι παλαιοί πιστολαδόροι σκοτώνουν τα πρωινά μες στα καφενεία, πυροβολώντας τα μες στα μάτια. Ο Αισχύλος διδάσκει κάτω από τον ίσκιο της πλατείας τα ανθρώπινα πάθη, όσο οι εργάτες από το Μπαγκλαντές και την Δαμασκό και την Μάνδρα προσμένουν υπομονετικά τα αγροτικά που θα τους μεταφέρουν στα εξωτικά Βίλια. Η πόλη προβαίνει τόσα χρόνια σε ανακωχές, περιμένοντας το πολιτιστικό της πεπρωμένο. Ωστόσο, κάτω από όλα αυτά τα στρώματα της αιωνιότητας ο Φίλιππος Κουτσαφτής εφευρίσκει την ιδιοφυή, ποιητική εκδοχή της ιστορικής πολιτείας. Εφευρίσκει δίχως αμφιβολία την παλιά μαγεία που εξαντλείται μες στο βίαιο και απαρατήρητο πέρασμα του χρόνου. Πράγματα όπως η αιωνιότητα ταιριάζουν τόσο στο άθροισμα των σημασιών που περιβάλλουν την Ελευσίνα. Ακόμη και αν κάθε δρόμος δίνει χώρο στο τερατώδες πέρασμα του χρόνου που επεξεργάζεται το παρελθόν και το μέλλον της πόλης, ακόμη και αν η Ελευσίνα φαντάζει ένα είδος ιστορικού περιθωρίου φτιαγμένου να παραμείνει πίσω από τα πράγματα, ολόκληρη η Ελλάς σκύβει με κάθε ευκαιρία στο παρελθόν του άνεργου λιμανιού της. Η Περσεφόνη έχει πια νικηθεί από την μοίρα της και ολόκληρη η Ελευσίνα είναι το σωσμένο κερί, το ξανθό και το κόκκινο, που το βάφει ο ήλιος πίσω από την Σαλαμίνα. Ο δημιουργός του βραβευμένου ντοκιμαντέρ αποχαιρετά νοσταλγικά την βυθισμένη πολιτεία, συλλαβίζοντας μερικές νωπογραφίες από το παρόν και το παρελθόν της, μελετώντας με κατάνυξη και απόσταση τις ιεροπραξίες του σβησμένου της κόσμου.

Η Ελευσίνα χάθηκε μαζί με τον τελευταίο χρησμό του μαντείου. Όταν σώπασε το νερό, η πόλη έριξε τα πέπλα της, αφού πια ποτέ δεν θα μπορούσε να αντικρίσει τον εαυτό της όπως κάποτε υπήρξε.

Κρατώ την σκηνή του πηγαδιού που γκρεμίζεται από το θηριώδες γκραίηντερ, κατακρημνίζοντας τα χρόνια μες στο χωνευτήρι. Κρατώ την όψη της κυρίας Μαρίας που θα΄χει πια χαθεί με την χαρακτηριστική φορεσιά του τόπου της, πριν από δεκαετίες όταν ακόμη όλα τα θαύματα φαντάζουν πιθανά, σολωμικά. Συγκρατώ τον αλαφροΐσκιωτο ερευνητή που εχάθη πριν εκπνεύσει η δεκαετία της καταγραφής του φιλμ. Τον κοιτάζω να επιβεβαιώνει ψηλαφιστά, σαν τον τυφλό Όμηρο τις πέτρες της ζωής του. Κρατώ τα απομεινάρια του Θηβαίου οπλίτη που ξύπνησε απότομα κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο. Εκείνον που ζήτησε όλο τον χρόνο για τον εαυτό του και κάποτε τον κέρδισε. Κρατώ την οδό Παπαγιάννη που την περπάτησα μικρός και περιηγήθηκα στα σύνορα του κόσμου της. Και ακόμη, την όψη του Ίωνα πρόσφυγα που είχε τότε μια καρδιά μα εδώ και δεκαετίας αποκοιμιέται, ολοκληρώνοντας τον ξεστρατισμένο μύθο της ψυχής.

Η Αγέλαστος Πέτρα συνοψίζει το είδος της συστολής που εξαγνίζει. Αποκαλύπτει τον χαρακτήρα της Ελευσίνας που χάθηκε όταν πια εξομολογήθηκε την παλαιά της λαγνεία. Το ποτάμι του καιρού πήρε στην ράχη του πρόσωπα και σκηνές από την βιογραφία της πόλης και χάθηκε σε άγνωστες εκβολές. Οι καιροί κουβαλούν της των βαρβάρων ασέβεια που μνημονεύει δίχως περιστροφές ο όρκος των Πλαταιών. Αυτή είναι η Ελευσίνα που με την απουσία της στις μέρες μας, εκπληρώνει για την έννοια της πόλης μια σημασία έξω και πέρα από την κλασσική φιλολογία. Η πίστη διαθέτει πια πολλά πρόσωπα, όμως η ουσία παραμένει η ίδια και ο καινούριος άνθρωπος διαθέτει το αισθητήριο να ξεχωρίσει τον συνεκτικό δεσμό που διατρέχει σαν φλέβα το είδος του. Το παρελθόν ανήκει στα ανέγγιχτα πράγματα αυτού του κόσμου, το διακρίνει μια σπουδαία βεβαιότητα. Το ντοκιμαντέρ του Φ. Κουτσαφτή τυλίγει αυτήν την ουσία με σινδόνη καθαρά, ξεφυλλίζει σαν όνειρο, την πόλη με τα ακοίμητα σπλάχνα και την αμηχανία του νερού. Στην Ελευσίνα η μυθολογία μεταμορφώνεται σε γνώση και συναίσθημα. Αυτό το γνωρίζουν τόσο καλά οι Αργοναύτες που άνοιξαν κάποτε την καρδιά τους στην άβυσσο του μυστηρίου. Μύστες όπως ο δημιουργός που ελίσσεται μετέωρος σαν την γνωστή οφθαλμαπάτη των φορτηγών πλοίων, ανάμεσα στην απόλυτη κυριολεξία της σύγχρονης ζωής και την εσωτερική παρουσία του μύθου σε κάθε γωνιά, σε κάθε εκδοχή του αστικού ιστού, είχαν για πάντα την υποψία και έτσι στράφηκαν στην Ελευσίνα.

Σήμερα τα μνημεία εκείνου του καιρού τα βόσκουν τα πουλιά και όλα συνηγορούν σε αυτό το άστατο και το διαβεβλημένον του καιρού που λάμνει δίχως την συγκατάθεσή μας.  Δίχως την συγκατάθεση της Ελευσίνας που ποντάρει αιώνια το μέλλον της στην μυθική, αλλοτινή της διάσταση. Ο καλύτερος εαυτός της υπήρξε κάποτε.

Α.Θ