Englishmen

Αναπόφευκτη η τραγωδία στον Milord του Marguerite Monnot σε στίχους Άρη Δαβαράκη. Η δεκαετία του ΄80 κάνει δειλά την εμφάνισή της και ο κόσμος αρχίζει να αλλάζει. Μια καλή εποχή με το στραβό της καπελάκι που ΄χει ξοφλήσει μα δεν το ξέρει. Η Τάνια Τσανακλίδου που αφηγείται τα έργα και τις ημέρες του Milord δεν κάνει τίποτε λιγότερο από το να δανείζει το μαγευτικό νεύρο της φωνής της σε κάθε νύχτα. Καλύτερα δεν θα μπορούσε να το πει κανείς, από ότι τα επιγράμματα που κρέμονται από τα χείλη της. Ένα φανταστικό μπαλέτο έρχεται μπροστά στην σκηνή και η Τάνια τραβά χαρακιές όπως η βροχή. Οι πελάτες πιο θλιβεροί από ποτέ παρακολουθούν το κορίτσι που από το 1981 ηλεκτρίζει με ομορφιά την άρρωστη Βαβυλώνα. Σε μια άλλη εποχή η φωνή της θα΄ταν το μαντουδάκι της Ινές, τίποτε λιγότερο.

Στο τραγούδι τον λένε Milord. Ωστόσο, εδώ, απόψε, στην κουζίνα του τρίτου ορόφου, ποιος ξέρει από ποια ιστορία και από ποιαν άκρη, ένας τρυφερός μαιτρ έχει φροντίσει για τον έρωτά μας. Λένε πως ο θάνατος σφραγίζει τα πράγματα και όμως πάει μισή ώρα τώρα που σε περιμένω στην γωνιά του δωματίου. Έχω φορέσει ένα καλό κοστούμι, έχω φορέσει ένα μαντίλι, τον έρωτα, το δεύτερο δέρμα εκείνης της ζωής που χάλασε, ξέρεις.

 Δεν μπορεί θα΄ρθείς σε λίγο με μια αμερικάνικη κούρσα, υψώνοντας το χέρι στο ύψος όλων των διεθνών του κόσμου, απαγγέλλοντας από ανάμνηση τους λιγοστούς στίχους που κάνουν το Σικάγο να στριφογυρνά. Θα΄ρθείς με ήχο στακάτου τακουνιού, μια παγωμένη σελήνη μες στο σαλόνι μου και αυτό ποτέ δεν ήταν λίγο. Και ο τρυφερός μαιτρ θα φροντίσει να φέρει τον ουρανό εδώ κάτω για σένα και για μένα. Ο κόσμος σε ονομάζει Σεβαστή, Αγγελική, Κατερίνα, Δόμνα, Βιβή μα κατά βάθος πυκνώνεις την δυστυχία του αληθινού Milord.

Και να που ήρθες όσο εγώ ζητιάνευα λίγο κουράγιο κάτω από το καταπράσινο φως και όσο εγώ πάλευα κάπως να σε ονομάσω. Και από την αρχή, ήχος στακάτου τακουνιού μες στην σιωπή του λιμανιού, ένα κόκκινο κορίτσι.

Φώτα παρακαλώ, κλισέ, όλα, εμπρός! Εσύ που εισβάλλεις σε όλα τα φιλμ, μια άγνωστη φιγούρα που θαμπώνει τα πράγματα. Δεν μπορεί, εσύ θα΄σαι με το καθαρό σου φουστάνι, έτοιμη για τον έρωτα. Τις περιττές φιλολογίες σου αφήνεις στο κορίτσι της γκαρνταρόμπας και με ένα ρεσάλτο χυμάς πάνω στην πίστα.

Και από την χαρά μου, χορεύω και γελώ κάνοντας σκουπίδι την γλώσσα και την καρδιά μου, χορεύω ανάμεσα στα τραπέζια σαν επαναστατημένη σουφραζέτα, σε μια σκηνοθεσία αλλοτινή, σκέτη οπερέτα. Από την χαρά μου που ΄ρθες απόψε, που έκανες τόσο δρόμο μόνο για μένα. Έρχομαι γύρω από το πιάνο για να σε αγκαλιάσω, όμως εσύ σαλεύεις μες στα ήσυχα δάση, χρόνια τώρα.

Προτού σταματήσω τον χορό, στοιχηματίζω με τον εαυτό μου πως έχεις χαθεί μες στα φαινόμενα παίρνοντας την θέση σου στον πάτο αυτής εδώ της βιογραφίας. Τα ποτά έχουν τελειώσει και αν θες να ξέρεις εγώ τώρα θυμίζω τους αληθινούς Αργοναύτες που σκοτώθηκαν από τις καταχρήσεις στα άγρια ποτοπωλεία της Σιγκαπούρης και του Λίβερπουλ. Είμαι στο κρύο δίχως ίχνος ζωής τριγύρω, μόνο ένα μεθυσμένο από την μοναξιά σκυλί. Το΄χεις σκεφτεί πως εκείνοι οι σακάτηδες που τριγυρνούν ώρα δέκα βράδυ Κυριακής, οδός Παιωνίου, έχουν χάσει τα λογικά τους μες στην μοναξιά; Σίγουρα όχι, ο καθένας θα το απέδιδε στο ουίσκι.

Είμαι στο κρύο, το΄να φύλλο της μπαλκονόπορτας γλιστρά από την επιτήρηση των μεντεσέδων, ο άνεμος της πολιτείας όλα τα σαρώνει, το σήμα του ραδιοφώνου αγκομαχά και τα σερβίτσια γίνονται θρύψαλα. Τα βινύλια γλιστρούν από τις θέσεις τους και όλα τα τραγούδια μπερδεύονται σε αγριωπά ρεφραίν με αβέβαιο τέλος. Οι φανταστικοί μου φίλοι φορούν κεφαλαριές ζώων, το αύριο τρεμοπαίζει στους δέκτες, ένα αεροπλάνο που κατακλύζει την νύχτα, εσύ που πετάς την φωνή σου και αναθρέφεις καλό, ζεστό σκοτάδι. Αν επιμείνεις θα υποκύψω, οι πόρτες ανοίγουν, κλείνουν, χτυπούν, σαν κοφτό χειροκρότημα, με μια ιδέα καθυστέρηση. Βλέπεις το ΄χουν αυτό τα χρόνια και οι αποστάσεις, δεν είμαι βέβαιος, δεν είμαι βέβαιος.

Πού κατοικούν οι αληθινές μαντόνες;

Στις προσευχιές, κάποιος άλλος, στις εσχατιές.

Οι άλλοι συμφωνούν, το παράθυρο της κουζίνας γίνεται κομμάτια, αυτά τα γυαλιά είναι ότι πρέπει, διαθέτουν αρχαία ηλικία και ξέρουν να πεθαίνουν. Όπως εσύ. Λυπάμαι και ένα λεωφορείο που περνά μαρσάροντας, ένας που βρίζει, μερικοί που γελούν, εκείνο το δειλό κάτι από το κορίτσι του αγαπημένου κάδρου σώζουν την κατάσταση για την Milord, την Βιβή, την Αντιγόνη. Η Πέρσα είναι άλλο πράγμα, είναι καθαρή που λένε, θεωρία και ζει σαν τηλεγράφημα.  

Εκείνο που μισονιώθω και για χάρη του ανέχομαι όλη αυτήν την κατάσταση, το ρημαγμένο σπίτι δηλαδή, το χαμένο μου κέντρο, την σκληρή κυριολεξία, δεν είναι άλλο από την πεποίθηση πως κάτι από το απείραχτο του κόσμου έχει αντέξει. Ποιος είμαι εγώ να μιλήσω για τον θάνατο, τις πέτρες, τα πουλιά και τα σονέτα; Αυτή είναι η δουλειά του χρόνου. Εγώ μιλώ για σένα και καταστρέφω τις νύχτες γυρεύοντας μες στον χαμό να φτιάξω την ζωγραφιά σου.

Όσο για την Πέρσα, σας το χρωστώ αυτό, ήταν φτιαγμένη από τελετές και γεννούσε στην ψυχή σου ένα αποκύημα, μια βαθιά συλλογή. Θα μπορούσαν να την λένε Μορφίνη ή όπως αλλιώς, αρκεί το όνομά της να σημαίνει με κάποιον τρόπο την αιωνιότητα.  

Α.Θ