Ποιος κρατεί το ίσο του κόσμου;

Για τα κορίτσια
Που ξεφύλλισαν
Το όνειρο
Και χάθηκαν,
Για την Βιβή

 

 Τα τραγούδια είναι παρηγοριά, έξω από τους ανθρώπους. Κάνουν τα αμπέλια να γελούν και φέρνουν και άλλα θαύματα πολλά. Μα περισσότερο από όλα κρυφά σε αποχαιρετούν, διδάσκοντας πια μια ιδέα έξω από τον χρόνο. Και αν γυρεύεις την εποχή να μάθεις που σου μιλώ, μάθε πως ζει κρυμμένη μες σε μουσικές ολότελα πια απροσδιόριστες.

 

Τα καλύτερα κορίτσια όταν χάνονται αφήνουν μια πληγή στην ομορφιά. Δεν ιατρεύεται, στέκει εκεί ξεχασμένη και αναβλύζει. Αν την λησμονήσεις θα΄ρθει ο καιρός που θα την γυρέψεις. Τότε πες την λέξη νοσταλγία και τράβα τον δρόμο του αποχαιρετισμού που ΄ναι μακρύς και απέραντος.

Σκηνή πας ο βίος και παίγνιον ουρλιάζουν τα επιγράμματα από τα βάθη των αιώνων.

Όμως τα ομορφότερα κορίτσια δεν ακούν, φτερουγίζουν για μια στιγμή και ύστερα προστίθενται στον μύθο, στην ιστορία των κάτω χρόνων. Εμπρός στις θύρες τους ζητούν ένα τραγούδι. Καθένα βγάζει την φωνή του και την δανείζει στα χρόνια που θα΄ρθούν, γιατί θα΄ρθούν. Και έπειτα ψιθυρίζουν έναν σκοπό προς όλα τα πράγματα τα φυσικά. Ένα τραγούδι προς το φεγγαράκι και ένα ακόμη για τα πετροχελίδονα  και ένα για τον πελαργό και τα παιδιά.

Και καθώς προστάζει το πανταχού θρυλούμενο, σαν πάψουν το τραγούδι τους ανοίγουν τρεις πόρτες, τρεις φωνές αγγελικές. Μία σου λέει την προσευχή και η άλλη για το χρέος. Και μια τρίτη φωνή, φωνή θαμπή σαν μάτι, θα σημάνει, θα δεις το τρομερό κάλεσμα μες στις καρδιές εκείνων που τις πονούν.

Τα ομορφότερα κορίτσια φορούν το νυφιάτικο φουστάνι τους που σήμερα είναι δικό τους μα σε κανέναν δεν ανήκει. Φωταγωγημένες, σαν πλοία μετέωρα λάμνουν πάνω από τους λόφους των ποιητών που στέκουν βουβοί πλάι στις χαμηλές φωτιές.

Και είναι κόσμος πολύς πέρα στο στερέωμα που τις αντιχαιρετά. Πρόσωπα γνωστά, μητέρες, κόρες, γιοι, εραστές σφίγγουν τα χέρια τους. Ρωτούν για τους δικούς τους εκεί κάτω και ομολογούν το όνομά τους στο μεγάλο μαρτυρολόγιο της πλάσης. Αυτό κάνουν τα ομορφότερα κορίτσια όταν χαθούν, φορούν το δέρμα ενός καινούριου άστρου και εις τους αιώνες, ανακτούν μια μορφή διόλου αδύναμη, επαυξημένη. Επιστρέφουν, όλο επιστρέφουν στα δεκαπέντε τους καλοκαίρια.

Χύνονται στις πηγές, δίνουν το όνομά τους στην άνοιξη, μοιάζουν βακχίδες, πρόσωπα του χορού. Στέκουν στο πανόραμα εμπρός μας, μα δεν τις βλέπουμε, δεν τις αγγίζουμε. Εκείνες έχουν προβεί στην μεγάλη ανακωχή και εμείς που τόσο μακριά θα κατοικούμε από τα ποιητικά γιοφύρια και την εξαίσια ύπαιθρο, δεν τις βλέπουμε που ανάβουν ένα φως μοναχικό πέρα.

 Μπακίρι του ορίζοντα θα πουν όσοι με τον άγγελο έχουν παλέψει και όσοι ποτέ, εδώ κάτω, μετρήθηκαν με μια παγωμένη, μακρινή σελήνη.

Όσοι παρακάλεσαν κάποτε το αμίλητο νερό, με την σοφή ηλικία, για να πει το μυστικό και ποτέ δεν είδαν ξανά τον εαυτό τους όπως ήταν. Αυτοί κυρίως.

Α.Θ