Νικήτας Δεσποτίδης | Κατάθεση στο τμήμα

© Robert Frank

Κατάθεση στο τμήμα, δύο το μεσημέρι.

Η αλήθεια είναι πως δε μου έφταιγε αυτός. Πάνε τρεις μήνες που δεν του απάνταγα στα τηλέφωνα. Τελευταία φορά τον είχα δει. Τον είχα δει να κάθεται έξω, στα μάρμαρα μιας μονοκατοικίας. Είχε ήλιο και γέλαγε. Μετά, έμαθα πως δεν έβγαινε. Η Μαρία του πήγαινε κάθε μέρα καπνό και φαΐ. Έπειτα έφευγε, ερχόταν σε εμένα και έκλαιγε ώρες.

Το ξέρω, έπρεπε να είχα πάει. Τον αγαπούσα. Πριν κάποιες μέρες, γύριζα με μια παρέα μετά την απαγόρευση. Είδα μου είχε στείλει ένα μέιλ. «Βρήκα τρόπο να περάσουμε τα σύνορα, θες;». Σκέφτηκα να τον πάρω τηλέφωνο να του πω. Είσαι καλά; Χάθηκες, όλοι σε ψάχνουμε. Έμαθα δεν τρως. Σκέφτηκα να του πω, δεν είμαι πια είκοσι χρονών να σηκώνομαι να φεύγω μαζί σου κάθε τρεις και λίγο. Τον θυμόμουν να σέρνει την βαλίτσα και να λέει ανέκδοτα. Τα χέρια του, σφιχτά, μαυρισμένα. Εκείνο το βράδυ φώναξα μια φίλη και της είπα να μείνει. Έκλαψα. Του απάντησα απλά «Όταν βρεις λύση, πες μου».

Πήγατε σπίτι του; Όσο ήταν η Μαρία εκεί, το καθάριζε λίγο. Του είχα πει να μην την αφήσει… Μου είχε απαντήσει φιλοσοφίζοντας.

Την είδα τις προάλλες με ένα γκρι παλτό, να τρέχει να προλάβει ένα λεωφορείο στην Ακαδημίας. Το έχασε. Σκέφτηκα πως θα πήγαινε σε αυτόν για το φαΐ. Είπα στον Στέλιο «Έλα, πάμε μαζί της». Της μιλήσαμε σε όλη την διαδρομή, ήταν άσπρη σαν μάρμαρο και κάτσαμε να φάμε σε ένα από τα μαγαζιά που πηγαίναμε κάποτε. Άρχισε να βρέχει. Περπατάγαμε κάτω απ’ τις νεραντζιές, ανεβαίναμε κάτω από τον Λυκαβηττό, φτάσαμε. Εκείνη πήρε μια βαθιά ανάσα, την φοβήθηκα πως θα έσπαγε. Ο Στέλιος πέρασε στο απέναντι πεζοδρόμιο, μου έκανε νόημα «Θα ανέβεις;». Μέσα από την βροχή, έμοιαζε σαν πίνακας. Η Μαρία έσπρωξε την πόρτα, μπήκαν μέσα. Εκείνη ανέβηκε με το ασανσέρ, αλλά αυτός όχι. Έμεινε στο ισόγειο να φέρνει βόλτες, πάνω κάτω, μπροστά από τον καθρέφτη. Και εγώ να σκέφτομαι την Μαρία. Πόσο τον αγάπαγε. Πόσο αυτό δεν άλλαζε τίποτα. Η Μαρία κατέβηκε τρέμοντας.

Γυρίζαμε πίσω. Περάσαμε από τα μπαρ, τα πάρκα, δυο γωνιακά καφέ που έπινε βυσσινάδα. Ένα κλειστό σινεμά. Κάτω απ’ τη μάσκα ο Στέλιος έκλαιγε, τον είδα. Με ντράπηκε και είπε συγγνώμη. Περάσαμε μπροστά από ένα ταξιδιωτικό γραφείο. Η Μαρία περπάταγε μπροστά, οι γάμπες τις έτρεμαν. Τους ζήτησα να με περιμένουν ένα λεπτό. Μπήκα σε ένα στενό, βάρεσα το στομάχι μου και ξέρασα μέσα στα βρομόνερα.

* * *


Ο Νικήτας Δεσποτίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000. Η λογοτεχνία για εκείνον υπήρξε ανάγκη από πολύ μικρή ηλικία, γεγονός που τον ώθησε στον κόσμο των γραμμάτων. Σπουδάζει φιλολογία στο ΕΚΠΑ. Λογοτεχνικά θέματα που τον συγκινούν είναι ο φόβος για το μέλλον, οι χαμένες ευκαιρίες και η εμμονή στο ασφαλές και εξωραϊσμένο παρελθόν.