Whiskey

Οι στίχοι που μελοποίησε ο Kurt Weill το μακρινό 1927 και αργότερα παρουσιάστηκαν σε επανεκτέλεση από τους θρυλικούς Doors και τον λεπτοφυή David Bowie ανήκουν στον Μπέρτολντ Μπρεχτ. Το τραγούδι της Αλαμπάμα ή αλλιώς φεγγάρι πάνω από την Αλαμπάμα μεταφράστηκε στα αγγλικά από στενή συνεργάτιδα του ποιητή. Όλα τα άλλα είναι η ιστορία ενός τραγουδιού που βρίσκει τον δρόμο του, κρατώντας καλά φυλαγμένους υπαινιγμούς. Η απλή, κοσμική του έγνοια διαθέτει την στόφα της αιωνιότητας.

Γυρεύω τον δρόμο
Για κάποιο μπαρ,
Αν μπορείς δείξε μου τον δρόμο
Και μην ρωτάς γιατί,
Όχι, μην ρωτάς.
Επειδή τότε
Θα πρέπει να σου πω
Πως αν δεν βρούμε
Εκείνο το μπαρ
Τότε θα πρέπει να πεθάνουμε,
Ναι, σωστά άκουσες,
Τότε εμείς οι δυο
σου λέω πως
Θα πρέπει να πεθάνουμε.

Και αν ακούστηκαν παράξενα τα λόγια του σαμάνου, θες από την δίψα που του καιγε το στόμα, θες από ευγένεια και καλούς τρόπους, -η μητέρα πάντα πόνταρε πως ένας κάπως αφελής γιος θα μπορούσε με λίγη εκλέπτυνση να πάει μπροστά-, ο νεαρός του΄γνεψε καταφατικά. Και μαζί βάδισαν στους δρόμους της πόλης που ΄χε ερημώσει. Περνούσαν μονάχα φορτηγά με ιλιγγιώδη ταχύτητα, μαζί τους έσερναν χαλίκια και κουρνιαχτό. Μα όταν δυο φίλοι συμφωνήσουν πως το μπαρ είναι το μόνο πεπρωμένο που τους απομένει, τίποτε άλλο δεν μετρά. Στο βάθος το ποτοπωλείο άναβε τα φώτα του, μια φωταγωγημένη πίκρα στο βάθος της πιο έρημης πόλης. Έσφιξαν τα χέρια καθώς περπατούσαν και χαμογέλασαν ο ένας στον άλλον. Υπάρχει ελπίδα, λοιπόν στο βάθος του δρόμου. Πώς διψούν οι πληγές τους, τι μπακιρένιος ορίζοντας το βλέμμα του σαμάνου. Τ΄άγρια ζώα που  χορεύουν μες στο σκοτάδι και τα αδιανόητα χρονικά αποδίδουν στην όψη του σκληρή σκοτεινιά.

Ήταν τρομακτικός μα δυο φίλοι που γυρεύουν να ξεδιψάσουν, είναι δυο χορτασμένοι φονιάδες μες στην έρημη πόλη. Αυτό είναι το μερίδιο τους στον κόσμο, μια τρεμάμενη επιγραφή στο βάθος του δρόμου. Ένας παραδεισένιο μπαρ με φτηνό ουίσκυ, γεμάτο μεθυσμένους αγγέλους. Πέρνα σιγανά, είναι όλοι τους θεοί που ονειρεύονται. Μην τους ξυπνάς.

Για μια στιγμή ο σαμάνος σταμάτησε. Γονάτισε και χτύπησε τρεις φορές το άνυδρο χώμα. Κανείς δεν ρώτησεγιατί. Ο σαμάνος τότε είπε, κοιτώντας ψηλά το ασημένιο λεπίδι.

Ω, φεγγάρι της Αλαμπάμα,
Σε αποχαιρετώ
Η καλή μας μητέρα χάθηκε απόψε
Και πρέπει να μεθύσουμε.
Στοιχηματίζω πως ξέρεις το γιατί.

Η φύση τριγύρω ανέλαβε τα χορικά καθώς ο σαμάνος βάδισε μονάχος, μια πατρική φιγούρα που τραβά για το δωδεκαετές άστρο της Ηλέκτρας.

Α.Θ