Κατά Μάρκον

Σύρος, Πειραιάς, Αθήνα. Πάθη, έρωτες και τραγούδια που αντλούν από το θυμικό μιας εποχής. Ο Μάρκος Βαμβακάρης καθώς και άλλοι, συνοψίζουν την έκφραση μιας βαθιάς ψυχής που παρέμεινε ανεκπλήρωτη κάνοντας τραγούδι το κατακόρυφο βάρος της ζωής.

 

«…Όσοι την γνώρισαν μα και οι άνθρωποι του καιρού της και κάθε άλλου καιρού, έχουν να λένε για την φαντασμαγορία της ανεπανάληπτης υπάρξεώς της. Η ομορφιά της θα μπορούσε να κυβερνήσει ολόκληρο τον κόσμο. Φορούσε λέει τ΄άστρα για φουστάνι της και έβγαινε στην ρούγα. Τι ευτυχία Θε μου για τους βλάμηδες που ΄πιαναν τα τέλια, κάνοντας θρύψαλα τις σιωπές και τις καρδιές τους σπασμένα ποτηράκια. ‘Όταν τους γελούσε έσκυβαν με σεβασμό εμπρός στην χάρη της. Κάποιος πάντα σηκωνόταν και χόρευε μαζί της αντικριστά, με βλέμμα αιχμηρό, σαν εγχειρίδιο. Τέτοιοι χοροί αρμόζουν μονάχα στον έρωτα και τον πόλεμο, έτσι είπαν όσοι παρέμειναν πιστοί σε εκείνες τις εικονογραφίες. Οι βλάμηδες χαμένοι στις επικλήσεις γίνονταν παρανάλωμα εμπρός στην τόση ομορφιά της. Ανάμεσα στους χορευτές δεν υπήρχε συγνώμη, λέξη δεν υπήρχε για να αφηγηθεί καλύτερα τον κόσμο και το θαύμα του. Μονάχα η νύχτα με την φωνή της και οι βλάμηδες που χτυπούσαν αγέλαστοι την πόρτα της αιωνιότητας γνωρίζουν για τι πράγμα σαν μιλώ. Τριημιτόνια, καρδιές, αποχαιρετισμοί, φιλιά και όνειρα απατηλά πετούσαν μες στην ταβέρνα. Η στέγη της με την φεγγαράδα και τις περικοκλάδες και όλα της, ήταν το κλίτος ενός νησιού και ακόμη παραπάνω. Πίσω από τους χορευτές με ένα στεφάνι αστοιβές ο Μάρκος του Σκαλιού παρέμενε ως υπόμνηση ενός ολόκληρου πολιτισμού με το βλέμμα του νεφελώδες και βαρύ, βαθύτατα ψυχικό. Εκείνοι οι χοροί, οι νύχτες εκείνες, τώρα το ξέρω, πως δεν ήταν μάταιο θαύμα, πως οι μορφές που ενεπλάκησαν ήταν άφθαρτες, αφοσιωμένες σε ένα χρέος μυστικό, εκείνο της λαϊκής, της ανόθευτης ζωής. Ορισμένοι που διακρίνουν σε εκείνες τις βραδιές μια αίσθηση θεολογική, έχουν να λένε για το ήθος τους το αλεξανδρινό. Και ακόμη τους περιγράφουν, -κυρίως εκείνον τον Μάρκο-, ως αγγέλους γεννημένους μια ώρα μυθολογική…»

Του το απόσπασμα από το συναξάρι της Άνω Σύρας, δίνει μια ιδέα της σκηνοθεσίας του καιρού εκείνου. Και βεβαιώνει δίχως αμφιβολία την προπαίδεια μιας ιστορίας που αρνείται τον λογιοτατισμό των μορφών της και υψώνει ως το συλλογικό πάνθεον,  την ποιότητα ενός πάθους ολότελα αξεχώριστου από την ειλικρίνεια. Όλοι εκείνοι οι μύστες, κατάπληκτοι και ανυποψίαστοι στελεχώνουν σήμερα την αιωνιότητα του νεοελληνικού πολιτισμού.

Α.Θ