Τα παράξενα πλήκτρα της Sweet Penny

Για τους δυο ολομόναχους εραστές που σβήνουν το φιλί τους με τις ξαφνικές καταιγίδες. Για αυτούς ο Bill γράφει τα κομμάτια του και συμμερίζεται πόση μοναξιά χωρά στ΄αλήθεια κάθε μεγάλη πολιτεία.

 

Την λένε Sweet Penny και χορεύει για να ζήσει. Έχει χίλιους αρραβωνιαστικούς, μα περισσότερο σπάει την πλάκα της μαζί τους. Επειδή στην πόλη της τα κορίτσια αγαπούν πολύ και αν το πιστέψουν, αν πουν μέσα τους πως μια αγάπη είναι ότι ζητάει το εύθυμο ένστικτό τους, μπορεί να μαραθούν ή να χιμήξουν στο κενό.

«Πόσες και πόσες ψυχές Sweet Penny δεν ζήλεψαν το κορίτσι του Μοντιλιάνι, εκεί έξω, πόσες Penny

Τα κορίτσια όπως η Sweet Penny είναι από καλά δουλεμένη τερακότα, έχουν μια άνεργη καρδιά και κάθε νύχτα περιμένουν ένα τηλέφωνο από τα μεσοδυτικά. Μια φωνή θα τους πει, «μου λείπεις Sweet Penny» και έπειτα ο χρόνος της κλήσης θα τελειώσει οριστικά, αφήνοντας ένα υπέροχο, «εμπρός, εμπρός!» μες στην πιο βαθιά ησυχία.

Όλοι την αγαπούν, όλοι πιστεύουν πως η ομορφιά της στέκει ανάμεσα σε αυτόν τον κόσμο και την μεγάλη αιωνιότητα. Οι εραστές της, υφαντουργοί και τεχνίτες της σιδερένιας γέφυρας, της χαρίζουν ότι καλύτερο διαθέτει η καρδιά τους. Την κρατούν στα χέρια τους σαν το πολυτιμότερο δώρο. Η Νέα Υόρκη παγώνει κάτω από τον χειμωνιάτικο ουρανό της που είναι μοναχά δικός της. Η Sweet Penny κάπως δακρύζει, μια δικαιολογία βρίσκει για να αφήσει αυτά τα χέρια, για να ξαποστάσει λίγο μοναχή στο βάθος του ποτοπωλείου στην εκατοστή οδό. Εδώ πνίγει τον εαυτό της σε δυο δάχτυλα πιοτό.

«Καημένη Sweet Penny», έτσι γράφει η μητέρα από το Αϊντάχο, «καημένη Penny ο πατέρας δεν άντεξε. Η καρδιά του, μια νύχτα σαν και αυτή που σου γράφω, φτερούγισε μες στο σπίτι, ποτέ δεν τον ξανάδα. Χθες έκαψα όλα του τα ρούχα. Λένε πως εκείνοι που φεύγουν τα ζητούν όλα μαζί τους, πράγματα, ανθρώπους, φωτογραφίες. Καημένη Penny όταν θα ΄χεις τα ναύλα, σε περιμένω πίσω καλή μου. Η κυρία Πίνμαν που ελπίζω να θυμάσαι πόσο σε αγαπούσε, λέει πως για χάρη σου θα στήσει ένα σπουδαίο γλεντάκι, με  ξεχωριστό γούστο. Και ακόμη λέει,  πως το τέμπλο της ζωής μας Penny έχει καρφιτσωμένες χίλιες, υπέροχες παγίδες. Η κυρία Πίνμαν πιστεύει με όλη την γερασμένη της καρδιά πως μας περιμένουν εκεί έξω μερικές, τρυφερές ευτυχίες, μα θα πρέπει να ΄μαστε πάντα έτοιμοι για να αποχαιρετήσουμε όσα περισσότερο νοσταλγήσαμε. Γύρνα πίσω Sweet Penny, όλοι σε περιμένουμε.»

Η Sweet Penny σκουπίζει τα μάτια της και χύνεται έξω σαν νερό στους εκατοντάδες δρόμους. Οι αρραβωνιαστικοί της στημένοι στις γωνιές της ψιθυρίζουν, «ο χρόνος σου τελειώνει Penny, τα χρόνια γλιστρούν από εσένα, σαν χίμαιρες, καλύτερα να βιαστείς.» Αργά τις νύχτες τραβάει για το λιμάνι. Μες στα τραγούδια των ναυτεργατών που λυπούνται για όσα άφησαν πίσω τους, γυρεύει στις μέσα τσέπες του κορμιού της εκείνο το παλιό γράμμα. Όλη της η αθωότητα δεν είναι τίποτε περισσότερο από αυτό το γράμμα με τον μικρό ερωτιδέα της Νάπολης που απαντάται στις καρτ ποστάλ και τα σημειώματα του έρωτα. Η Sweet Penny γυρεύει το κορίτσι του χθες που χάθηκε για πάντα μες στους δρόμους της πολιτείας. Γυρεύει να ακούσει τι σχεδιάζει για εκείνη η ζωή, όμως τις περισσότερες φορές κανείς δεν αποκρίνεται και η φωνή της σπάει όταν ουρλιάζει το όνομά του, ξυπνώντας τους ζητιάνους του λιμανιού και τους πνιγμένους. Όταν επιστρέφει σταματά και ονειρεύεται γκραβούρες και καημούς που απέμειναν πίσω. Πράγματα που στεφανώνουν κλειστά συρτάρια και υγρασίες.

Η Sweet Penny πέφτει και κοιμάται μες στο μικρό της δωμάτιο. Πριν ταξιδέψει ξεφυλλίζει το όνειρό της που χάθηκε, προσπαθεί να θυμηθεί πού άφησε το παλιό κορμί της. Κάτω στους δρόμους οι αρραβωνιαστικοί της πουλάνε είδωλα και φωτογραφίες ημίγυμνων κοριτσιών με ονόματα παράξενα, όπως Κασσάνδρα και Mary Winter και Αριάδνη των λυπημένων τραγουδιών. Οι αρραβωνιαστικοί της φωνάζουν το όνομά της, οι αρραβωνιαστικοί της είναι ένας ολόκληρος κόσμος που αφανίζεται και εμφανίζεται και παλιώνει.

Η δική της καρδιά όμως, όσα χρόνια και αν περάσουν θα ανήκει σε εκείνον που αγάπησε περισσότερο. Σε εκείνον που φαντάζει σαν τον πιο λαμπερό υδράργυρο, σαν την πόλη που εκπίπτει. Οι τρόποι της δεν είναι άνεση ή φτηνή κομψότητα, πρόκειται για την πιο αυθεντική λύπη στην καρδιά της παγωμένης Νέας Υόρκης, στο βάθος του ποτοπωλείου Οδυσσέας, έξω από τα χρόνια, ξεπλένοντας τις αμαρτίες της με το πιο φτηνό μπέρμπον. Δυο πατώματα πάνω από τον κινηματογράφο Paradiso βρίσκεται η ρημαγμένη της ζωή με το ροδάνι που χτυπά επίμονα. Για τους αρραβωνιαστικούς της, για αυτούς μονάχα κοπιάζει μια ζωή η Sweet Penny δουλεύοντας το νήμα πότε με το κουρασμένο της μάτι πότε με την ακατάληπτη φλόγα εκείνης που χασε τα πάντα.

Α.Θ