Ο καταραμένος αναρχικός Βόλφανγκ Α. Μότσαρντ

Γαργαλιστική σκηνογραφία των τελευταίων γεγονότων πριν την ταφή του Μότσαρντ, δημοσιευμένη στο φανταστικό περιοδικό Wiener flüstert
Που σημαίνει, Βιεννέζικοι Ψίθυροι κατά το έτος 1891.
Αφορμή η συμπλήρωσης των εκατό ετών από τον ύστατο αποχαιρετισμό στο τρομερό παιδί της Βιέννης.
 

Λίγα λόγια πριν την ιστορία

Όλα τα παρακάτω, περιλαμβάνονται στις λαϊκές ιστορίες που κυκλοφόρησαν με το κιλό, λίγες μέρες μετά τον θάνατό του. Ο Αμαντέους, αυτός ο εξωφρενικός εκτελεστής και ο εμπνευσμένος συνθέτης, ο Θεόφιλος για τους φίλους στο Σάλτσμπουργκ, ο Μότσαρντ, το τρομερό παιδί της Αγίας Ρωμαϊκής παλιατσαρίας περνούσε στην σφαίρα των αθανάτων, αφήνοντας ακόμη πιο παγωμένη την εμπύρετη Βιέννη. Ο Βόλφανγκ Αμαντέους Μότσαρντ υπήρξε λάτρης των τυχερών παιχνιδιών και ο ποδόγυρος τον βασάνισε, ωστόσο οι συνθέσεις του ανέδειξαν μια ευφυία που δεν είχε προαισθανθεί ποτέ το βιεννέζικο κοινό. Η αυτοκρατορία μπορεί να καυχιέται πως κάποτε γέννησε τον πιο φίνο δημιουργό, έναν αληθινό σταρ, κάποιον που έφερνε λίγο πιο κοντά εκείνο το χιλιοκυνηγημένο ανέφικτο. Όλα τα παρακάτω λοιπόν που συνιστούν μονάχα πένθιμες ιστορίες εκείνων των ημερών και που με ευκολία μπορούν να ξεστρατίσουν τον συλλογισμό του αναγνώστη τους, αξίζουν τον κόπο να ειπωθούν κάποιο κυριακάτικο βράδυ, παρασέρνοντας την φαντασία στις ύστατες στιγμές του ιδιοφυούς συνθέτη.

Το σχετικό άρθρο στο τεύχος του Wiener flüstert ονομαζόταν Μότσαρντ. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο από εκείνο που απομένει όταν η φάρσα της ζωής, εξαντλεί το κωμικό του χαρακτήρα της.

Η ιστορία

Δεν ήταν κανένα, σπουδαίο βράδυ. Δεν υπήρξαν αλλόκοτα σκότη και τίποτε δεν προμήνυε πως εκείνη η νύχτα είναι μια μεγάλη περίσταση. Στα σπίτια τους οι Βιεννέζοι προσεύχονταν πλάι στην φωτιά, το χιόνι έπεφτε ήσυχα και όλα γύρω σχημάτιζαν την ατμόσφαιρα ενός ειρηνικού περιβολιού. Όλα φορούσαν τον χειμώνα που ΄χει συνήθειο στην Βιέννη να κρατεί πολύ, μα με ένα εξαίσιο, γλυκό χαμόγελο που κάνει τα απογεύματα ένα σκέτο ειδύλλιο. Ο αμαξάς θα περάσει κατά τις πέντε. Ένας, δυο, τρεις χτύποι και τα παιδιά του γραφείου, μπανταρισμένα ως τα αυτιά θα σύρουν το τελευταίο χαμόσπιτο του μεγάλου μουσουργού. Ο αμαξάς δεν κουνιέται από την θέση του, μονάχα δίνει οδηγίες για να φορτωθεί καλά το κουτί. Φανταστείτε, σε μια παράξενη στροφή μες στους κυκλώνες του κοιμητηρίου, το άλογο να χάσει την ψυχραιμία του, μια σκιά στον δρόμο του θα ευθύνεται. Και τότε, ω τι ντροπή, το ξύλινο κουτί του Βόλφανγκ, το τελευταίο του παιχνίδι θα γίνει κομμάτια και ο ίδιος μια παγωμένη κούκλα, δεν θέλω να ξέρω. Ο αμαξάς είχε ακουστά τον αποψινό του πελάτη και με μια κίνηση ευγένειας και σεβασμού, υποκλίθηκε κάπως βγάζοντας το καπέλο του, την ώρα που έπεφτε ξέφρενο το χιόνι, ντύνοντας νύχτες και σπίτια. Ύστερα οι τρεις τους, ο αμαξάς, το άλογό του και ο Βόλφανγκ που ΄χε κατακτήσει πια σε ολόκληρο το πεδίο της, την λεγόμενη τέχνη της σιωπής, πήραν τον δρόμο. Ο κόσμος γλύκαινε, λίγο ακόμη και όλα θα ξεχνιούνταν μες στην λαμπρή συνεργασία των μυστικών δυνάμεων εκείνης της βραδιάς. Μες στην ησυχία φάνηκε ένα λυπημένο κουαρτέτο που πήρε να παίζει κάποιο έργο του εκλιπόντος. Δεν υπήρξαν ποτέ περισσότερο παγωμένοι άνθρωποι από εκείνους εκεί τους τίμιους άντρες. Τα παλτά τους ανέμιζαν μα εκείνους περισσότερο από όλα τους ένοιαζε να εκτελέσουν άρτια την συμφωνία σε σολ ύφεση. Και όταν ο αμαξάς σταμάτησε εμπρός τους, όλοι μαζί ένιωσαν πως κάτι έκαναν για τον σπουδαίο νεκρό αυτής της νύχτας. Ο αμαξάς έγνεψε με ένα αρχαίο μονοσύλλαβο στο άλογό του και το κοιμητήριο πήρε να ξεπροβάλλει μες στις πρασιές που καθιστούν ειδυλλιακή και αξεπέραστη την αριστοκρατική φύση της Βιέννης. Οι στρατιώτες ζήτησαν τα χαρτιά και τα εξέτασαν με προσοχή. Έβγαλαν τα καπέλα τους και συνόδεψα τον αμαξά που φάνηκε πως γνωρίζει καλά την δουλειά. Κάτι σκιές, φορτωμένες φτυάρια φάνηκαν στο περιθώριο αυτής της ζωγραφιάς. Μα φυσικά επρόκειτο για εκείνους που θα αναλάβουν την βρώμικη δουλειά. Πληρώνονται με το σκάψιμο και αν είναι τυχεροί μπορεί να κερδίσουν ένα, δυο χρυσά καθώς τα παιδιά του γραφείου ελαφραίνουν τις ψυχές των πελατών τους. Έχουν συνηθίσει το χιόνι και έτσι δεν νιώθουν την παγωνιά που γίνεται περισσότερη, καθώς προχωρούν βαθύτερα οι τροχοί της νύχτας. Έχουν συνηθίσει τον θάνατο, γελούν μαζί του όπως και με τον ταχτοποιημένο, βιεννέζικο κόσμο του ιδιαίτερου γούστου που κλείνει μεμιάς τα φώτα του εκεί έξω. Ο αμαξάς νιώθει την παρουσία τους, το άλογό του αισθάνεται τον παλμό τους, οι δυο εργάτες συνιστούν το πιο φοβερό πράγμα του κόσμου και πέρα από αυτούς δεν τα καταφέρνει καμιά ομορφιά. Τώρα κάνουν την δουλειά, βολεύουν το κασόνι και έπειτα σκάβουν ευτυχισμένοι το χώμα. Αύριο θα αρχίσουν οι τεχνίτες τις εργασίες για την ανάδειξη του τάφου ως μνημείο. Εδώ, θα γράφει, κείτεται ο Βόλφανγκ Αμαντέους Μότσαρντ που η ίδια η φύση τον παραδέχτηκε στο τέλος του. Με μια τέτοια υπερβολή μπορεί να τακτοποιηθεί το πιο περίφημο από τα αγόρια της Βιέννης. Πέτρα και μάρμαρο, όπως ακριβώς ένας πίνακας συνδυάζει στην επιφάνειά του μελάνι, χαρτί και τσόχα. Με αυτά τα υλικά θα σφραγιστεί ο κόσμος που παίρνει μαζί του ο Μότσαρντ. Ωστόσο, το χιόνι πέφτει πυκνό και οι δυο εργάτες αρχίζουν τα πιο ακατανόμαστα λόγια, προσφέροντας στον Φράνσις Γκορ μια πρώτης ποιότητας υλικό για την κλασσική του πια εργασία επάνω στην χυδαία, την αυθεντική γλώσσα της ζωής.

Και μια αποτίμηση

Το άρθρο παραχωρεί την θέση του σε αγγελτήρια. Έπειτα σε στήλη το πρόγραμμα των εορτών και μια επιστολή, συνταγμένη με παντοτινή φροντίδα από τις κυρίες της Όπερας που φέρνουν βαρέως τον θάνατο ενός τόσο προικισμένου εραστή. Η μουσική μα και εκείνες χάνουν απόψε τον κόσμο κάτω από τα πόδια τους. Η ιστορία κυκλοφορεί από στόμα σε στόμα, πλάθοντας έναν ακόμη μύθο. Έτσι βολεύεται στα μέτρα της καλύτερα η πραγματική και τίμια βιογραφία μας. Ωστόσο, δεν παύει να αποτελεί ένα απόσπασμα τελετής, αφού εκείνη την βραδιά, κάτω από το φεγγάρι που συντρόφευε το ήδη χαλκευμένο, πρωσικό όνειρο, την ύλη του χαμένου σώματος κέρδιζε συντριπτικά η μουσική ιδιοφυία, η δόξα της ανθρώπινης δημιουργίας. Εκείνη την βραδιά, γεννιόταν η πεποίθηση πως αυτός ο κόσμος υπάρχει για να στριμωχτεί μες στα κλειδιά της πυκνής και ανεξάντλητης δημιουργίας του Βόλφανγκ Αμαντέους Μότσαρντ.

Α.Θ