Ορέστης 2000

Ο μύθος που
δεν φοβάται
την ζωή
και
η ιερή σκιά
της
φαντασίας


Όλες οι αλήθειες υπάρχουν στα βιβλία, μωρό μου. Εκεί γράψανε πριν από μας τους χρυσούς του παιχνιδιού κανόνες. Εκεί θα γράψουν ξανά, όταν μετά από χρόνια, κάτω από στρώματα αθηναϊκού λιθαριού θα ανακαλύψουν φυλές, ναούς, κτερίσματα και χαλασμένα πυρομαχικά να περιμένουν την έκρηξη. Τότε, λοιπόν, οι καινούριοι άνθρωποι που θα΄χουν πετάξει από πάνω τους για πάντα τα φτηνά ρούχα και την άνεση, ίσως εκτιμήσουν πόσο μεγάλη ήταν η εποχή μας, πόσο σκληροί οι μήνες της βιογραφίας μας. Θα΄χουν αγαπήσει την ζωή και δίχως εμπάθεια και δισταγμό, θα΄χουν νιώσει τα μεγάλα και τα αληθινά. Υπάκουοι στον ρόλο τους θα κάνουν πράξη το θαύμα, γράφοντας μερικές αράδες στον μύθο που γεωμετρεί την κραταιή τους μοίρα.

Δεν το ΄γραψαν οι ποιητές, λέξη δεν θα βρείτε στις σημειώσεις του αιώνα. Μόνο πως μες σε αυτήν την θεολογική, παντοτινή πολιτεία την γεμάτη υπηκόους και ρημαγμένες αυτοκρατορίες, κοιμάται το τραγούδι του κυνηγημένου Ορέστη. Λένε πως ο ήρωας φθάνει από μακριές εποχές, κλαδί ενός οίκου βασιλέων που ξέπεσε. Τα πάθη του τα πλήρωσε με την γύμνια της ψυχής του και μια ακλόνητη τραγωδία. Πέρασε μέσα από τις μέρες της ιστορίας, από βασίλειο σε βασίλειο πλανήθηκε. Βρήκε στέγη σε μια βασιλική και στο κλίτος του κόσμου χάραξε τα αρχικά του ονόματός του. Άτυχος, ωραίος, γεμάτος καθήκον έφθασε ως τις αρχές του 21ου αιώνα. Είπαν πως τον αιώνιο εκείνο άνδρα αντίκρυσαν κοντά στα όρια της πόλης δυο δεσμοφύλακες. Από φόβο και σεβασμό τίποτε δεν του είπαν. Κοιτάχτηκαν στα μάτια με ειλικρίνεια, συνέχισαν τις προδοσίες τους, δεν τον συλλογίστηκαν ξανά. Κάποιοι άλλοι, στα στερνά του, τον είδαν στην οδό Αχαρνών, γυρνούσε στον χάρτη υπακούοντας στον ρυθμό της πόλης. Όλοι τους ήξεραν πως αυτός είναι ο Ορέστης που φθάνει με την στοργική του δυστυχία  μέσα από τους πιο παλιούς αιώνες, με σκισμένα πόδια και σημαδεμένη καρδιά, όλος ακέραιη μοναξιά και ένα υπέροχο, κάλπικο φεγγαρόφωτο. Το καθήκον του ροβόλαγε τους δρόμους στο πλάι του, σαν ίσκιος. Και τα κορίτσια της οδού Ηπείρου που δεν ανήκουν πια στον εαυτό τους τον συνοδεύουν μερικά μέτρα, τον απειλούν, λέγοντάς του πως γνωρίζουν ποιος είναι και τι ζητά. Μαθημένος, γυρίζει σαν κυκλώνας έξω στην πόλη, σαν τον απαντήσετε θα καταλάβετε την ακατάληπτη φλόγα πίσω από το γέρικο μάτι της μοναξιάς. Η Πατησίων που λάμπει φθαρμένη και άχραντη στο τέλος του Νοέμβρη, ορίζοντας της πόλης που αλλάζει αργά. Και ποιος να καταλάβει πως πίσω από τα πέτρινα άνθη του παραμονεύουν μάτια που ΄δαν το σκληρότερο, του ανθρώπου πρόσωπο. Ποιος από το κοπάδι των ανθρώπων να αντιληφθεί πως εδώ, απόψε, σήμερα, επάνω σε μια γρήγορη τροχιά διασταυρώθηκε με τον Ορέστη των βιβλίων, τον Ορέστη της Θήβας, των Πετραλώνων, της ακατάλυτης μοναξιάς που ΄ναι η πιο βαριά τιμωρία. Στις μέρες μας τα ψηφιδωτά αλλάζουν γρήγορα μορφή, τα ποιήματα φωτίζουν υπό γωνία, τα μέσα μας δεν επαρκούν. Μέσα τους βυθίζεται και ο Ορέστης, ο παλιός μας φίλος στεφανωμένος με το βάρος της τραγωδίας του και κανείς, μα κανείς από την Αθήνα του μανιερισμού που προτιμά τις αυτιστικές εργασίες δεν υποπτεύεται πως ένας μικρός, χαμένος προφήτης έριξε τον ίσκιο στην πολιτεία των θεών. Τα μάτια του που εκπίπτουν, μονάχα τα παιδιά και όσα κορίτσια τα λένε Ανδρομάχη μπορούν να τα ξεχωρίσουν, είναι επτασφράγιστα μυστικά και δυο αλμοδοβαρικά δάκρυα τα φυλούν. Μόνος, εναντίον όλων, γκρεμίζει με χειροκροτήματα το εφετείο, ζωγραφίζει κόκκινο όλον εκείνο τον μαγεμένο ιστό που ΄παμε πόλη μας.

Καμιά φορά η ιστορία τελειώνει. Ο Ορέστης πέφτει θύμα της παγωνιάς. Πεθαίνει μόνος και αβοήθητος, την ώρα που τα κορίτσια ρίχνουν πάνω του τα ζάρια και με άγρια πέλματα τρυγούν από πάνω του νύχτες και νύχτες. Κανείς από τους ανθρώπους εκείνου του καιρού δεν ξέκρινε στα δυο του μάτια την ψυχή που λύνεται από τον χρόνο. Όλα είναι αρχιτεκτονική και ο Ορέστης το σύνορο του φόβου που για πάντα πεθαίνει.

Αυτή, λοιπόν θα΄ναι η υπόμνηση και η μαρτυρία. Και έπειτα θα κλείσουν την βιτρίνα με την αναφορά στο θέμα. Ότι έγινε, έγινε θα πουν και έπειτα θα σκεπάσουν με προσευχές και πένθη τα κατάμαυρα σαλόνια και τους τρίτωνες. Ο Ορέστης πρωτοεμφανίστηκε στα τραγικά έργα των μεγάλων εκπροσώπων του είδους. Το κρίμα του ήταν φτιαγμένο από χρέος και καθήκον. Φάνηκε πάντα στην κόψη της ιστορίας και απόψε παραδίνεται στην πυρά του λαϊκού εθίμου, σφραγίζοντας πίσω του για πάντα την θύρα της φανταστικής του πολιτείας. Εν γένει θα έλεγε κανείς πως τον καιρό εκείνο όλα θύμιζαν κέρινες μορφές. Τα πρόσωπα του κύκλου της τραγωδίας άφησαν την τελευταία τους πνοή με ένα μανιφέστο εκείνη ακριβώς την εποχή. Σκέπασαν με μουσαμάδες τις φωνές τους, σαν πράγματα παλιά που θα ανασαίνουν μακριά σου. Εν γένει, η εποχή αυτή φέρει ακέραια την ευθύνη για τον θάνατο τόσων ηρώων, όπως κάθε άλλη. Πάει να πει, οι άνθρωποί της λάθεψαν τις πιο κρίσιμες στιγμές, φόρεσαν την κεφαλή του αγγέλου και χίμηξαν στις ντάπιες. Ανάμεσα στους νεκρούς που τακτοποίησαν εκκαθαριστικές μονάδες με την φοβερή εμπειρία της Δρέσδης, βρήκαν την φαντασία μας. Τον θάνατό της μπορεί κανείς να τον νιώσει σε μεγαλείο όταν πάει να φωτίσει την εποχή μας και είναι αργά. Ο παράδεισος μωρό μου περιμένει χρόνια μετά και εμείς, ω ναι εμείς, μπορούμε μόνο να θυμόμαστε με όλη μας την φαντασία τον γενναίο, καινούριο κόσμο που δεν μπορεί παρά να΄ρθει.

Α.Θ