Εδάφιο υπ΄αριθμ. 1973

 Η μελωδία του Sakamoto που σημαδεύει την νύχτα, διαθέτει όλο τον ίμερο της ανθρώπινης περιπέτειας. Στο φόντο της μπορεί κανείς να αφηγηθεί έναν πόλεμο, μια αγάπη μοιραία, έναν στρατιώτη που επιστρέφει, ένα γράμμα που διαβάστηκε, το πεπρωμένο που γλύκανε ανθρώπινη εγκαρτέρηση. Στο φόντο της Βροχής του Ιάπωνα δημιουργού μπορεί κανείς να φανταστεί πως κατοικούν τα παιδιά εκείνου του ξεχωριστού Νοέμβρη. Σκαρφαλωμένα στα κάγκελα της ιστορίας, τα παιδιά που δεν μεγάλωσαν ποτέ, τριγυρνούν στην αίθουσα της μελέτης, το χημείο, το εργαστήριο, τον ασύρματο. Και όλα τους γίνονται σπουδαιότερα, από την στιγμή που ξοδεύουν  ακόμη περισσότερα, και άλλα, τα πάντα στο δικό τους ρίγος. Η Βροχή δεν συνιστά παρά το καλύτερο σχόλιο που μπορεί να κάνει η μουσική στην αποψινή ανάμνηση. Αυτή η τελευταία, το ελάχιστο που αξίζει στον πάταγο των παιδιών εκείνου του Νοέμβρη.

Ο θάνατος τους έδειξε όση στοργή στερήθηκαν από την εποχή τους. Η ανταπόδοσή τους ισοδυναμούσε πάντα με την τόλμη την τόλμη της ελευθερίας. Και δεν είναι λίγο.

Τώρα το πιάνο κυλά.

Όσα δεν θα πει η πιο κάτω ιστορία, συνοψίζονται στην μουσική της Βροχής του Ryuichi Sakamoto.

 Κανείς δεν τον υποψιάζεται. Ανηφορίζει το σώμα της πόλης, όπως νερό που γυρεύει μια άλλη διαδρομή. Ο δρόμος του δεν έχει υποκοριστικά. Διατρέχει σαν αίμα την οδό Πατησίων, στέκει και καταθέτει στεφάνια στους αγγέλους.  Στον Δημήτρη, την Άννα, τον Χρήστο, τον Γιώργο, σε όσους πεθαίνουν απόψε, εκεί έξω στην μεγάλη λεωφόρο αφήνοντας στην πόλη την πληρέστερη εικόνα της.  Συνεχίζει την πορεία του, έναν δρόμο καθορισμένο από την καρδιά,  φορτωμένος με σαράντα έξι ολόκληρα χρόνια. Κανείς δεν θυμάται, ο χρόνος κυλά ξέφρενα, οι παλιοί θαυμασμοί παραχωρούν την θέση τους στις νεκρολογίες. Αν δεν υπήρχαν οι ηττημένοι, η περίσταση κιόλας θα ΄χε ξεχαστεί, ωστόσο ο Αλέξανδρος καλοντυμένος και βέβαιος βάφει ξανά όλες τις γωνιές και όλα τα βλέμματα που δουλεύτηκαν καλά μες στο καμίνι του χρόνου μα δεν χάθηκαν. Τώρα πλησιάζει, εμπρός του ένα έξαλλο πλήθος, εμπρός του μια μανιασμένη βροχή. Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο είναι όλος και όλος ο οπλισμός του. Το πρόσωπό του κρατιέται αυστηρά προσηλωμένο, η Αθήνα φορά το κοστούμι μιας Βαβυλώνας, φωτίζεται με ήλεκτρο, γίνεται παρανάλωμα κάτω από την βαθιά αστροφεγγιά της. Ο Αλέξανδρος Π. προσπερνά την πορνογραφία του καιρού, ζωντανές προτομές, γεμάτες αποφασιστικότητα και φιλοδοξία ρίχνουν μια ματιά στο τριμμένο του κοστούμι και έπειτα συνεχίζουν για τα δικαστήρια, τα συμβολαιογραφεία, τις κομματικές ενώσεις, τα ιδρύματα, κυρίως αυτά Θε μου που ξεπηδούν σε κάθε γωνιά της πολιτείας. Ο Αλέξανδρος Π. σταματά κάπου και προσμένει να πέσει και η τελευταία άμυνα της νύχτας. Τότε είναι που βγαίνουν από την πολιορκία αλώβητοι ο Δημήτρης, η Άννα, ο Χρήστος, ο Γιώργος στήνοντας στο πουθενά του ουρανού τον διαλυμένο τους ασύρματο.

Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο! Όμως κανείς δεν απαντά στις αναπάντητες επικλήσεις, τις άδειες προσευχές. Εδώ Πολυτεχνείο, πιο δυνατά, πιο αποφασιστικά, όμως οι φωνές τους συντρίβονται στα όρια της παράδοξης αρχιτεκτονικής του αιώνα. Εδώ Πολυτεχνείο, ένα κορίτσι λούζει τα μαλλιά του με οξυζενέ δάκρυα, ένα κορίτσι γεννημένο επάνω σε μια αχαρναϊκή οινοχόη ρίχνει με τρεμάμενο χέρι λίγο χώμα στους ήρωες, ένα κορίτσι  ονειρεύεται πως γεννά την ελεημοσύνη που απαιτούν οι καιροί μας, ίσως.

Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο, με τον θόρυβο να χτυπά εκκωφαντικά σε άδεια νεοκλασικά με ρημαγμένα κιγκλιδώματα και αρχαίους ενοίκους. Όλος ο δρόμος φέρει ένα σκοτωμένο, γκρι χρώμα, η σχολή των καλών τεχνών δεν μπορεί τίποτε να προσφέρει, όσο και αν το προστάζει ο Θεός αυτής της πόλης. Πιο δυνατά, εδώ Πολυτεχνείο με τις μητέρες των αγνοούμενων, τότε και τώρα στους διαδρόμους της ασφάλειας, ρωτώντας, κλαίγοντας, δίνοντας υποσχέσεις πως εκεί που απέμειναν μονάχα τα σώματα, μια μέρα θα παίζουν τα παιδιά μας.

Εδώ Πολυτεχνείο, με απελπισμένους μονολόγους που δεν φτάνουν πουθενά, άδεια μπουκάλια στο μεταπολιτευτικό πέλαγο και τίποτε. Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο και όλες οι γραμμές διασταυρώνονται στο πρόσωπο του Αλέξανδρου που φέρει μες στο σκοτάδι ατόφιο το βάρος κάθε τέτοιας νύχτας. Εδώ Πολυτεχνείο με ουρλιαχτά μιας ήττας που απαντά στην μεγάλη κατάφαση της ζωής, εκείνης που μια φορά και έναν καιρό κάνει κομμάτια την γρήγορη σιωπή μας. Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο και το μήνυμα χάνεται απολιθωμένο, μισό στο βάθος του ορίζοντα κάθε οδού Πατησίων. Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο και είναι τα χείλη του Αλέξανδρου Π. λουσμένα στο φεγγαρόφωτο, χείλη που δεν νικήθηκαν που δεν κοιμήθηκαν. Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο και στα γύρω στενά οι φοιτητές νιώθουν από την αρχή το δειλό ρίγος εκείνων που ξόδεψαν τα νιάτα τους πάνω στους σταυρούς και τα αμφιθέατρα, δίχως αντίκρισμα, δίχως αντίκρισμα.

Νοέμβρης, ο μήνας της πιο άγριας ενηλικίωσης. Εδώ Πολυτεχνείο, εδώ Πολυτεχνείο, με μια ποίηση που συνοψίζεται ολόκληρη στον Δημήτρη, την Άννα, τον Χρήστο, την στιγμή που ρεμβάζουν έξω και πέρα από τον δικό τους χρόνο, σε μια ευθεία προβολή προς το μέλλον, παίζοντας τα ρέστα τους σε βρώμικα καρέ.

Ένας κύριος με λονδρέζικο κοστούμι και επιμελημένη ως το έπακρο εικόνα, κρατά έναν χάρτη και πλησιάζει τον Αλέξανδρο. Το πρόσωπό του λάμπει μες στην νύχτα, όπως τα επισμαλτωμένα  κεραμεικά της πάλαι ποτέ πολιτείας. Είναι μια κούκλα υγρή, η διακόσμηση μιας εποχής, τίποτε περισσότερο. Ο άνδρας ρωτά με σπαστές λέξεις,

Εδώ Πολυτεχνείο;

Ο Αλέξανδρος τον κοιτάζει που ισορροπεί πάνω στις μύτες των όπλων του, με συγχωρείται, των κανών του, κάνει ένα βήμα και γνέφει αρνητικά. Όχι κύριε, όχι, αποκρίνεται με νευρικές κινήσεις. Εδώ η Κυρά με το περιστέρι, ο νεαρός θεός του καλαμποκιού, κάποια που αντικρίζει κιόλας έναν άλλο κόσμο, μια άλλη θάλασσα. Εδώ ο Χρήστος, η Άννα, ο Δημήτρης.

 Ο άλλος που υπήρξε διάσημος vedutisti απέμεινε να κοιτάζει απορημένα. Είπε, καταλαβαίνω και απομακρύνθηκε μες στο πρόστυχο έπος του ολοκαίνουριου αιώνα του.

Α.Θ