Post

Για τις γενιές
Που φτερουγίζουν

 

 Τα παιδιά κάτω στον κάμπο μοιάζουν με όλου του κόσμου τα παιδιά. Μην με ρωτάτε αν τ΄αγαπώ, γιατί ψέματα θα σας πω. Διαθέτουν καρδιές χελιδονιών και πετούν στα σύννεφα όταν μαίνονται οι πιο τρομερές απαγορεύσεις. Έχουν ένα μισοσαπισμένο τελάρο για σκηνή και όμως εδώ, κοντά τους, κατοικούν ο Ορφέας, η Ευριδίκη, ένα κορίτσι που φορά της Περσεφόνης το φουστάνι. Οι φωλιές της γκρεμίστηκαν, οι πιο τυχερές ξοδεύτηκαν στα βεστιάρια των αιώνων, διαλέγοντας μορφή.

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο ζουν με τον κίνδυνο και όμως δεν το ξέρουν, δεν το ξέρουν. Πάνω στο ύψωμα συγκεντρώθηκαν οι φύλακες. Τώρα συζητούν τον χρόνο της εφόδου, τώρα προσεύχονται να τους δώσει δύναμη ο θεός τους, ψυχή να σπείρουν θάνατο, λευκό καμίνι. Και σαν ο πρώτος, με την κατατομή των αγαλμάτων, δώσει το πρόσταγμα, δέκα χιλιάδες άγγελοι κατηφορίζουν την πλαγιά. Τα άλογά τους ματώνουν τα λευκά ρόδα, μια μέρα όλος ο κόσμος, ως εκεί που βλέπει του ανθρώπου το μάτι,  θα γίνουν κατακόκκινος καημός.

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο το παίρνουν απόφαση πως απόψε κρίνεται η ζωή τους. Μα δεν έχουν όπλα, τα σπαθιά τους είναι ξύλινα, οι πανοπλίες τους χάρτινες. Μιλούν την παιδική την γλώσσα που θυμάσαι μια φορά. Κανείς δεν θα τους καταλάβει, πόσο πονέσαν δεν θα το μάθουν ποτέ. Η τέχνη τους θα μείνει τόσο μυστική, όσο η φύση.

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο μπαίνουν πίσω από τον γελωτοποιό. Τι τρομερή ομορφιά ήταν εκείνη, τι σαθρή ταξιαρχία, με υψωμένο ηθικό και απαράμιλλη φαντασία. Και έρχονται, ορδές οι φύλακες, από κάθε μπάντα τα άλογά τους ξεχύνονται τον γελωτοποιό να σκοτώσουν. Τι τσούρμο, τι μισθοφόροι ανήθικοι, γέννημα της πιο ταπεινωμένης αξιοπρέπειας. Θυμίζουν κάπως την σκηνή που διαδέχεται τον θάνατο ενός Βοργία, μες στην καρδιά της Σιένα με την παρέα των φονιάδων, κάτω από την βαθιά αστροφεγγιά, που διψούν για διακόσιες χιλιάδες δουκάτα.

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο θα χαθούν, δίχως χάδι και ουρανό και ας λένε οι ποιητές. Οι ψυχές τους που ταξιδεύουν θα λένε πάντα την αλήθεια. Ο γελωτοποιός, καθώς συνηθίζεται σε όσους υπηρετούν την πρώτη γραμμή θα γίνει η κόκκινη γιρλάντα που ποθήσαμε. Και αν το θέλεις θα βάψει με το πιο άλικο άδικο ολόκληρο το Μπέργκαμο.

Στην τελευταία σκηνή, με διαλυμένο μακιγιάζ ο άγγελος γελωτοποιός που απέτυχε για πάντα, με το τσίγκινο φεγγάρι του θα κοιτάξει με έκπληξη την φωτισμένη Βαβυλώνα, τα γοητευτικά κυανωπά τεφρά της.

Εμείς θα ρωτούμε τα ρολόγια για τον χρόνο και εκείνα θα γελούν, θα γελούν και θα αδιαφορούν για την παγίδα που στήσαμε στους εαυτούς μας. Δεν θα δίνουμε δεκάρα για τα παιδιά μας που τα φορτώνουμε καταδίκες. Την πρώτη γραμμή της άμυνας δεν θα την τιμήσουμε ποτέ όπως αρμόζει στην ηθική μας δέσμευση.

Μα τίποτε δεν θα φέρει πίσω τα παιδιά κάτω στον κάμπο. Είναι τα σύνεργα ενός νεκρού ανθρώπου και καμιά σωτηρία δεν μένει για κείνα.

Απομένει το αριστούργημα του Μάνου Χατζιδάκι που εμψυχώνει μοναδικά η ιέρεια Φλέρυ Νταντωνάκη και φαντάζει το καλύτερο από όσα πρόκειται να φέρει η άγουρη μεταπολίτευση του ΄74. Έκτοτε οι εξομολογήσεις σώθηκαν, διαλύσαμε, λέει την σοφία του Ομήρου με την επίμονη λογική μας. Τα παιδιά κάτω στον κάμπο είμαστε πάντα εμείς. Χαμένοι πορτολάνοι για λιμάνια που δεν σημαίνουν τίποτε πια. Το καράβι μας κυματίζει ίδιο σημαία σε άγνωστα νερά. Μες στα ύφαλά του οι θεραπαινίδες μαθαίνουν υφαντική, μαγειρική και οικοκυρικά. Τα αγόρια διδάσκονται την αξία του χρυσού και πως η καρδιά του ανδρός είναι φτιαγμένη για την κουρσάρικη, την βιαστική ζωή. Στην πρώτη ξέρα αποβιβάζονται, κάποιοι λίγοι θεμελιώνουν μια πόλη, κηρύσσουν επαναστάσεις. Μα στ΄αλήθεια θα απομείνουν πάντα πρόσωπα του αφρού, μορφές ιδανικές μονάχα για μπαλάντες τραγικές.

Όταν μετά από χρόνια, κάποιος θα ανακαλύπτει την χαμένη οικία της διακοσιοκονταετίας, όταν και ο τελευταίος από εμάς θα χει σπαραχτεί μες στα σκοτεινά σαλόνια, θα πάρει τέλος αυτή η εγκαρτέρηση. Χορτασμένοι από φόβο, φιγούρες ανεκδοτολογικές θα ζητούμε συγχώρεση από τους πιο αγαπημένους στίχους. Μα το νεφελώδες πολίτευμα και εκείνο το παράξενο εγκώμιο του -μετά λες και ποτέ υπήρξε τέλος στον λυρικό μας θάνατο, θα ΄χει καταστρέψει την μνήμη μας. Εστέτ και διαφωτιστές θα πιάσουν το τραγούδι όσο εμείς θα κρεμούμε για σκουλαρίκια τα σαχλά λάιτ μότιφ με τις λέξεις του συρμού. Και οι καλλιεργημένοι μεγάλοι θα κάνουν τα αθώα παιδάκια του βράχου να τους κοιτάζουν όλο μεγαλείο και έρωτα, μαθαίνοντας απ΄έξω όμορφες προσευχές για σκληρές εποχές και μεταλλικές καρδιές.  

Και ούτε κουβέντα για τα παιδιά κάτω στον κάμπο και ούτε το αίσθημα μιας συγγένειας ας πούμε, εκλεκτικής.

Α.Θ