Αθήνα – Μπάρι

{…σαν σκηνές
Από ταινία προσεχώς
Μοιάζεις πάνω
Στις στροφές
Αυτού του
Νόστου…}

 

 

 Αθήνα –Μπάρι
Ωδή των εθνικών οδών

 

Αμβέρσα, Άμστερνταμ, Βερολίνο, Βουδαπέστη, Θεσσαλονίκη. Και έπειτα Αθήναι, χιλιόμετρα ατέλειωτα με ένα ντεπόζιτο αδειανό και την νοσταλγία σκληρή παρέα στην διπλανή την θέση. Έτσι ταξιδεύαμε εμείς μέρες ολόκληρες χαμένοι στην βροχή. Στα αμπάρια οι ζωές μας και οι μέρες απέραστες. Δείξε τα χαρτιά σου, σφίξε τα χέρια με μια ευχή για καλή αντάμωση και καρφί για το Μπάρι που είναι κατάμεστο από όλες τις φυλές αυτού εδώ του κόσμου. Έτσι πέρασε η ζωή μας και έτσι να τα γράψεις.

Ο Ανέστης μετρά πέντε δεκαετίες πίσω από το τιμόνι. Τον βρήκα στο ακριανό τραπέζι να πίνει ούζο και να μεθά. Πίσω του στρατιές τα φορτηγά ξεχύνονταν στις λεωφόρους του κόσμου. Είχε μια συννεφιά εκείνη την μέρα που σου ΄κοβε την μιλιά. Μολύβι ο δρόμος και τα μάτια του που κοιτούσαν μονάχα χάμω. Είδε ορίζοντες, λέει πολλούς και είδε, λέει να πέφτουν τα τείχη που χώριζαν την Ευρώπη. Μα για εκείνον ο κόσμος παραμένει ίδιος. Ίδιος ο καιρός στο Βέλγιο κάτω από τις κοιμισμένες γερανογέφυρες, ίδιο, άγριο χάραμα έξω από την Λυών, κρέατα, νήματα, τελώνες και τα ρέστα. Ίδιος χτύπος στην πύλη της Ελευσίνας που ζει μονάχα το ξημέρωμα, αρματωμένη με υψικαμίνους και φουρνέλα, ντυμένη νυν και αεί, το πρόσωπο του Αισχύλου που έγραψε για το δράμα της ζωής. Μια ολόκληρη βιογραφία γραμμένη στους χιλιομετρητές, δειλή αιωνιότητα από μητρόπολη σε μητρόπολη.

Όση ώρα του μιλούσα ο Ανέστης έπινε το ένα ούζο μετά το άλλο. Το κορίτσι του μαγαζιού ερχόταν, κερνούσε και έφευγε ανάμεσα σε καρότσες και βρώμικες κουβέντες.

Μυρωδιά βενζίνας και άλικα φώτα και παγωμένες μουσικές στον δρόμο που περνά έξω από το Βελιγράδι, είπε και σκούπισε τα μάτια του.

Εκεί είναι που γνώρισα τον έρωτα. Παιδάκι ήμουνα μωρέ και εκείνο το πρόσωπο φτιαγμένο από ακοίμητο φεγγαρόφωτο. Είπα να ρίξω το φορτίο μες στις θάλασσες, να μην πω τίποτε και ελεύθερος να ζήσω. Μα την πιο κρίσιμη στιγμή ακούστηκαν από τα ραδιόφωνα τα άγρια εμβατήρια και οι γαλονάδες που μας παίρναν την ζωή. Έτσι, είπα και εγώ, πάμε Ανέστη, θα περάσει και τούτη η πίκρα. Νύχτα χάθηκα με κάτι βαλσαμωμένα μάτια, ανήμπορος κατάπινα τα χιλιόμετρα και τις σιδερένιες γέφυρες. Δεν είχε στερνά λόγια εκείνος ο έρωτας, μονάχα εμένα που φεύγω με βαριά βήματα αφήνοντας πίσω την μεγάλη εταιρία του φωταερίου. Γι΄αυτό μονάχα μετανιώνω και άλλοτε πάλι συλλογιέμαι, μωρέ Ανέστη, μικρές οι ζωές μας στριμωγμένες. Μα δεν παρηγοριέμαι. Μια από αυτές τις μέρες θα τραβήξω κατά ΄κει, να πω ένα ρημαγμένο «συγνώμη» ρε αδερφέ και ήσυχος να αποκοιμηθώ.

Έπειτα βουρκώνει και σταματά να μιλά, σαν να ξέσπασε μέσα του η καταιγίδα. Όλα πνιγήκανε και η Ελευσίνα αλλάζει δέρμα κάτω από τα κίτρινα φώτα της εθνικής οδού. Σηκώνεται δίχως προειδοποίηση και φέρνει δυο στροφές επειδή, λέει άκουσε εντός του τον ρυθμό του κόσμου. Πράγμα να δεις που είναι τα ποιήματα, έρχονται και φεύγουν στις πιο άδολες ψυχές, χτυπούν χορδές σκουριασμένες και όλα τα κλίτη φτερουγίζουν. Έτσι και ο Ανέστης θα ρίξει τις στροφές του και σαν κύριος θα φύγει για τον συνοικισμό ρουφώντας τα βιολετιά του ορίζοντα και το πολύ δράμα. Και εκεί που λέω πάει χάθηκε γυρνά και με αποχαιρετά, κουνώντας το μαντίλι του. Βάζει μια φωνή και ξεμακραίνει.

Να τα γράψεις έτσι όπως στα είπα. Και να πεις δεν έχει ελεημοσύνη τούτος ο κόσμος. Η πιο μεγάλη πίκρα είναι τα όνειρα, ακούς; Αυτό να γράψεις και να κρατήσεις και ένα λεπτό σιγής που λένε για τα παιδιά που πρόσταξε άλλος Θεός. Για τον Αγγελή, τον Σπύρο, τον Γιώργη, με τα δάχτυλα μετρά, για τον Αχιλλέα, τον Μανώλη, τον Ανδρέα, τον Απόστολο, τον Θύμιο. Όσο λυπάμαι θυμάμαι και άλλους. Για την Ελένη που στρώνει εξήντα χρόνια το τραπέζι του μεσημεριού και μετρά την ζωή της με ήχους ξύλινου κομπολογιού, γι΄αυτήν να γράψεις πρώτα από όλους, τ΄ακούς;

Ύστερα ήρθε και έπεσε πάνω μου το κατακόρυφο βάρος της νύχτας. Τα λόγια μου ξεράθηκαν και έπεσαν στο χώμα να πεθάνουν. Ο Ανέστης μετεβλήθη σε εκείνες τις απόμακρες φιγούρες του Τζιακομέτι, στην τελειότερη βεβαίως εκδοχή τους. Ήπια το ούζο μου και σηκώθηκα την ώρα που ντεραπάριζε η θλίψη ολόκληρο τον κόσμο. Αθάνατοι παίδες Ελλήνων, γαντζωμένοι στα ατέλειωτα χιλιόμετρα με τσακισμένο θυμικό, είπα μονάχος, κάτω από την ανταύγεια του Παρθενώνος που μονάχα εκείνος μπορεί να νιώσει τι όμορφη και τι σκληρή που είναι τούτη η ζωή. Ο Ανέστης και οι φίλοι του φαντάζουν ποιήματα, τις νύχτες φωτίζουν σαν άγιοι τους δρόμους. Μοιάζουν με τοίχους που μαδάνε από τον καιρό με έναν καημό ανεξάντλητο πίσω από τα σφιγμένα δόντια τους, την ώρα που σαρώνει τον κόσμο το μετάλλευμα της καινούριας μέρας.

Α.Θ