Pappo’s Blues – Llegará la Paz

Το άλμπουμ κυκλοφορεί το ΄94. Την ίδια χρονιά πεθαίνει ο Τσαρλς Μπουκόφκσι, η Μελίνα Μερκούρη, ο Αλέξης Ακριθάκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, η Φρίντια Λιάππα, ο Άιρτον Σένα. Συμβαίνουν γενοκτονίες, μαζικές δολοφονίες από καμικάζι υπεράνω κριτικής και υποψίας, ο Ιονέσκο κλείνει τα μάτια του στην σοβαροφάνεια του κόσμου και η Τώνια Μαρκετάκη σημαδεύει ανεξίτηλα τον τομέα της σκηνοθεσίας. Ο Νίκος Χατζηκυριάκος – Γκίκας δεν θα ζήσει περισσότερο από την κυβιστική του Ύδρα, λίγο περισσότερο για να ζωγραφίσει τα παιδιά ανδρείκελα της Ρουάντα που πέθαναν εν γνώσει μας. Κατά τα άλλα το 1994 κυλά αινιγματικά, δίχως να χάνει ούτε λεπτό από τον αδέκαστο ρυθμό του που αθροίζεται τις  νύχτες κουλουριασμένος στο προσκεφάλι μας. Μαζί με τ΄άλλα χρόνια, μαζί με τ΄άλλα χρόνια.

  

[…το βιβλίο των
Επαγγελμάτων
Του Ετιέν Μπουαλό
Διαθέτει πάντα
Μια θέση
Για τα πιο θαρραλέα παιδιά
Που βάλθηκαν να αλλάξουν
Αυτόν τον κόσμο
Και χάθηκαν…]

 

Ο T.H. Hooker είναι
αληθινός ποιητής
και
δεν φοβάται

 

Ο T.H. Hooker, υπήρξε φονιάς. Μα πλήρωσε και τώρα εμπρός του ανοίγεται μια ολοκαίνουρια ζωή. Δήλωσε αθώος εμπρός στους δικαστές, όμως για εκείνους το όμορφο παρουσιαστικό του και τα δακρυσμένα του μάτια, τίποτε δεν σημαίνουν. Επτά χρόνια, όσες δηλαδή μέρες πήρε στον Θεό να φτιάξει τον κόσμο, συλλογιζόταν ο T.H. Hooker όσο άκουγε την ποινή του από τους λειτουργούς. Η ζωή στην φυλακή είναι μια δύσκολη υπόθεση. Ανάμεσα στην μοναξιά του κελιού του και στον υπόλοιπο κόσμο, μεσολαβεί μια αιωνιότητα. Εδώ οι τοιχογραφίες  μιλούν για αδικοχαμένους έρωτες ή μετρούν τις μέρες με εκείνες τις βασανιστικές γραμμές, χαραγμένες με το αυτοσχέδιο μαχαίρι. Τόπος φτιαγμένος για αγγέλους, ω ναι, για αγγέλους.

Μα όλα αυτά είναι παρελθόν. Καλό κατευόδιο T.H. Hooker, του φώναζαν οι τρόφιμοι της πιο σκληρής πτέρυγας. Και εκείνος δεν στρέφει το βλέμμα του πέρα από την σιδερένια πύλη που κρύβει μια καινούρια πολιτεία και που φαντάζει το ομορφότερο πράγμα σε αυτόν τον χαμένο κόσμο. Υπάρχει μια θέση για σένα. Μεγάλη εταιρεία φωταερίου, δουλειά στους κλίβανους, σαράντα βαθμοί και βάλε, όμως είναι μια αρχή. Το χαρτί γράφει πρόχειρα την διεύθυνση, είναι μια αρχή T.H. Hooker, μην τα παρατήσεις αυτήν την φορά. Και η πύλη ανοίγει και καθένας εκεί έξω έχει μια δική του βιογραφία να γράψει και κανείς δεν ρωτά για τον άλλο. Αυτήν την φορά ο Hooker έχει πάρει την απόφασή του και παραμένει ανένδοτος. Το΄χει βάλει στοίχημα πως θα τα καταφέρει και πως αυτήν την φορά με ένα του νεύμα θα σκορπίσουν οι δεσμοφύλακες που καραδοκούν τόσα χρόνια στο όνειρό του. Ημίκοσμος και μποέμ τριγυρνούν στις σκοτεινές γειτονιές, οι φύλακες ζητούν τα στοιχεία τους, έξω μαίνεται ένας πόλεμος T.H. Hooker και θα πρέπει να διαλέξεις στρατόπεδο.

Η θέση δεν είναι εύκολη υπόθεση, όμως είναι μια αρχή. Δέκα ώρες στην σκιά του κλίβανου, φτυαρίζοντας τόνους άνθρακα. Η στάχτη πνίγει τα καλύτερα παιδιά αυτής εδώ της πόλης, όμως κανένας δεν νοιάζεται. Ξεκινάς στις πέντε, ούτε λεπτό καθυστέρηση, ένα γεύμα στην μία και ξανά φτυάρισμα. Αν είσαι καλός και γερός Hooker, ίσως υπάρξει ένα καλύτερο πόστο κάτω στα φανάρια. Όμως μέχρι τότε, μην το λησμονήσεις, είδες την ζωή σου να καταστρέφεται και θέλει κόπο να στήσεις από την αρχή τα χαλάσματα Hooker, όμως μην το βάλεις κάτω. Βρες πού ανήκεις Hooker μες στο ανεκδοτολογικό σύμπαν.

Η ζέστη είναι αφόρητη. Οι υπεύθυνοι της βάρδιας ουρλιάζουν μες στους φριχτούς θορύβους της μηχανής. Ο κλίβανος ξερνά φωτιές, ένα εκτυφλωτικό κίτρινο φωτίζει το δράμα του εργάτη. Η σειρήνα χτυπά στην μία, ο Hooker συνεχίζει να φτυαρίζει, το δωματιάκι του στην οδό Rookery προσμένει υπομονετικά να γυρίσει και απόψε ο T.H. Αγοράζει μια από τις φυλλάδες της δεκάρας και επιστρέφει αποκαμωμένος στην γειτονιά του, λίγο πέρα από τα προάστια. Κάθε νύχτα τα ξύλα από τις σαθρές παράγκες φαντάζουν αλλιώτικα και είναι φορές που θαρρεί πως ο κόσμος άλλαξε για πάντα. Και όμως τα αγόρια ποντάρουν παράφορα το μεροκάματό τους στα πόδια της Μακρυκάνας Μόλυ που με έναν καλπασμό της μπορεί να τους κάνει πλούσιους και δεν δίνουν δεκάρα για την αυριανή τους ζωή. Η πολιτεία διαθέτει από μόνη όλα όσα χρειάζονται για να ζήσουν αυτά τα παιδιά που στελεχώνουν μέρα την μέρα το μέλλον αυτού του κόσμου. Αρκεί μια στιγμή, σκέφτεται ο T.H. Hooker και ανεβαίνει χαρωπά τα σκαλιά της τρώγλης του.

Η ώρα έχει πάει έξι. Σήμερα οι φωνές είναι εξωφρενικές, η μηχανή κάνει περισσότερο θόρυβο από ποτέ. Ο Hooker ζητά κάρβουνο. Θυμίζει φιγούρα του Τζιακομέτι μες στον βιομηχανικό καταιγισμό. Ο υπεύθυνος βάρδιας τον κερνά τσιγάρο. Ο Hooker ρίχνει μια ματιά στην φυλλάδα του. Πάνω ψηλά, λίγα λόγια για τον αποψινό φόνο που αναδύει μια μυρωδιά φρίκης και αδικίας. Ο νεαρός Πωλ, μισός άγγελος, μισός παιδί της εποχής του πέφτει νεκρός από μαχαίρι έξω από το καφενείο. Το πράγμα αποδίδεται σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών, ωστόσο δεν είναι λίγο το υπονοούμενο που αφήνει η φυλλάδα. Οι φονιάδες λέει, ήταν πρόσωπα υπεράνω ηθικής, με κατάμαυρα ρούχα, σαν τις μολυβένιες στήλες των ποιητών στην καρδιά της παλιάς Ισπανίας. Το πρόσωπο στην φωτογραφία διαθέτει μερικά γαλόνια και δυο τεφρά χέρια. Η δουλειά γίνηκε από μέσα, με όλη την κάλυψη.

Όχι Hooker, όχι, δεν είναι τόσο παλιές αυτές οι φιγούρες, το αντίθετο μάλλον Hooker. Το κάρβουνο ήρθε, ο υπεύθυνος της βάρδιας χτύπησε στον ώμο τον Hooker, πήρε την φυλλάδα από τα χέρια του, διάβασε και χαμογέλασε. Του άξιζε ή κάτι τέτοιο ήταν που τάραξε για πάντα την καρδιά του πιστού εργάτη. Παράτησε το φτυάρι του, έσωσε τον εαυτό του από την πυρκαγιά και ξεχύθηκε στην πόλη. Περπάτησε αποφασιστικά, δίχως στιγμή να μετανιώνει. Βρήκε μια παρέα παιδιών, έσμιξε μαζί τους. Και έπειτα και άλλοι, και άλλοι πολλοί, μες στην νύχτα που τα αποκαλύπτει όλα πιστά και ξεκάθαρα. Υπάρχει μια καρδιά εκεί έξω, ο παλμός της κάνει τον κόσμο να γυρνά, κάνει το βάζο να τρέμει επάνω στο παλιό σκρίνιο, δίνει ζωή και κουράγιο στους παράξενους αφηγητές εκεί έξω, κάνει λαμπερούς και απροσποίητους εκείνους τους τουφωτούς ουρανούς που αναλογούν στο όνειρό μας. Είναι στιγμές που πιστέψαμε πως δεν υπάρχουν όμως οι άγριες, ηλεκτρικές κιθάρες μας επανέφεραν στο επίκεντρο της φαντασίωσης. Όμως Hooker όλα αυτά είναι για πέρα αληθινά, κοίταξε τα μάτια του κοριτσιού πλάι σου και θα όλα τα μυστικά θα σου αποκαλυφθούν.

Βαδίζουν τώρα μες στο σώμα ενός τεράστιου πλήθους, γκρεμίζουν τους δρόμους, χτίζουν καινούριους, ανεμίζουν τα τζάκετ τους στον άνεμο, γίνονται πολλοί, αναρίθμητοι, ρίχνουν από το βάθρο της την κυριακάτικη ησυχία. Πάει τόσος καιρός που περπατούνε, τώρα θυμίζουν ποτάμι που ετοιμάζεται να πνίξει για πάντα την πολιτεία. Ο T.H. Hooker διαθέτει τώρα έναν τίμιο και υψηλό σκοπό, η ζωή του δεν ξοδεύεται κάτω από την φωτιά της μεγάλης εταιρίας φωταερίου, μα ανθίζει ανάμεσα σε άλλους. Σημαίνει μια απόφαση, τίποτε λιγότερο. Οι δεσμοφύλακες τον χαιρετούν από την κλεισμένη πύλη και ένας δυο βγάζουν τα καπέλα τους, όπως κανείς πράττει όταν εμπρός του περνά μια θρησκευτική πομπή. Ο Hooker και η παρέα του θα μπορούσαν να γκρεμίσουν όλες τις σιδερένιες γέφυρες, οι παλιοί λινουργοί με τα αποδεκατισμένα τους κορμιά συνιστούν την οπισθοφυλακή αυτής της καινούριας τάξης που φτιάχνει αυτοσχέδια τραγουδάκια στην μνήμη του Πωλ. Γυρολόγοι, πορτοφολάδες, πλανόδιοι μανάβηδες, κανείς δεν περισσεύει απόψε. Και αν μερικά χρόνια αργότερα, ο T.H. Hooker ψιθυρίζει τα στερνά του λόγια, μέσα του θα νιώθει πως εκπλήρωσε έναν σκοπό σπουδαιότερο, βάζοντας την ρημαγμένη του ζωή πιο κάτω από εκείνη του Πωλ και τόσων άλλων που τ΄άξιζαν. Τότε θα χαμογελάσει και προτού φύγει θα ντυθεί ένα πρόσωπο πολύχρωμο σαν  του Σαγκάλ, γυρεύοντας με την τιμή να περισώσει την ζωή του. Και την ανάμνηση του Πωλ, αυτήν πάνω από όλα, που τον άγριο φόνο του κάποτε σχολίασαν οι φυλλάδες της μιας δεκάρας.

Α.Θ