PRomenaDE

LUST for LIFE
Iggy Pop
1977

 […οι νεωτεριστές
Βάλθηκαν να διορθώνουν
Το τοπίο,
Επιστρατεύοντας θεραπευτικές,
Παραμορφωτικές
Μεθόδους
Που κάνουν
διαβατάρικη
και κάπως
αισθησιακή
την παρηκμασμένη
πολιτεία…]

 

PRomenaDE
[Ο άσχημος Τζόνυ «…έχει κερδίσει εκατομμύρια βραβεία,
Τα φιλμ του μιλούν για τους βασανισμένους,
Οδηγεί ένα G.T.O.,
Φορά στολή
Και όλα αυτά,
Με κυβερνητικά δάνεια..»]

 

Η είδηση αλιεύτηκε από τα ψιλά των εφημερίδων. Μερικές γραμμές και τίποτε άλλο πάνω ακριβώς από τις καταθέσεις των στεφάνων και τις δωρεές των καλύτερων φίλων του καλοθρεμμένου στρατηγού που ταξίδεψε πλήρης ημερών, αφήνοντας με σιγουριά σύξυλο το στράτευμα και κάπως ευτυχισμένα, με έναν μυστικό και ανομολόγητο τρόπο τα δυο του αλαβάστρινα κορίτσια, τόσο καιρό πνιγμένα στις σκληρές προσταγές.

Την είδηση κοσμούσε αντίγραφο ξυλογραφίας σε στυλ Φελίξ Βαλοτόν και τίτλο Η διαδήλωσης. Το μελάνι είχε κάνει το γραφιστικό να μοιάζει πολύ σκοτεινό, ωστόσο ξεχώριζαν μια δυο φιγούρες με άγριο παρουσιαστικό που εφορμούσαν στο πλήθος. Η είδηση είχε τον αινιγματικό τίτλο Promenade και ανέδυε φίνα, γαλλική απορία.

[…Ο «άσχημος Τζο» κατέθεσε απόψε στην αστυνομική διεύθυνση. Είχε το μισό του πρόσωπο φαγωμένο και μια ολοφάνερη αίσθηση πανικού καθοδηγούσε τα σπινθηρισμένα μάτια του. «Ακούστε, περί τις έντεκα το βράδυ μιας Κυριακής, -δεν θυμάμαι πολλά από εκείνη την ημέρα και αν δεν ήταν αυτό το γεγονός δεν θα ΄χε λόγο κανείς να κρατά στην καρδιά του αυτήν την άχρηστη και ανώφελη νύχτα. Καθώς πάντα, κατηφόρισα την λεωφόρο του Πανεπιστημίου. Φώτα, μαρκίζες, γύψινες προμετωπίδες, στοές, όλα είχαν πια αποκοιμηθεί. Το φως στο βάθος γινόταν κίτρινο, η πόλη μου φάνταζε ένα καθώς πρέπει καλαμποκοχώραφο ή μια ζωγραφιά πασπαλισμένη με χρυσή γύρη, δεν θυμάμαι. Το πλήθος λιγόστευε, τα κυριακάτικα σκίτσα που έμειναν απούλητα έγειραν τα βλέφαρά τους επάνω στο καβαλέτο. Οι μουσικοί πήραν τα όργανά τους, σαν μωρά, ναι σαν μωρά και χάθηκαν προς την κατεύθυνση του μουσείου. Και οι διασκεδαστές των παιδιών που μέσα τους βαθιά νιώθουν πως εκτελούν το πιο λυπητερό λειτούργημα φόρτωναν στα φορτηγά τους στολές και τροχούς. Σε λίγο θα΄ναι ιστορία, σε λίγο θα σκύβουν σε ένα ξύλινο τραπέζι, για πάντα μεθυσμένοι, ουρλιάζοντας, δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εγώ. Φυσούσε ένας δειλός άνεμος, οι γραμμές των πραγμάτων χόρευαν μες στον άνεμο, η πόλη έριχνε τα πέπλα της, σφυρίζοντας φθινοπωρινούς σκοπούς και άλλα τέτοια. Μια άγρια γάτα κοντοστάθηκε και με κοίταξε, έπειτα έκανε τόξο το κουφάρι της, έβγαλε μια κραυγή και κατασπάραξε τον εαυτό της. Ο περίπατος κάπως μου έφτιαξε το κέφι και έτσι ξεχάστηκα κάτω από τον παχύ, φοινικικό ίσκιο, ω θε μου, τι λάθος κύριοι! Ρωτάτε γιατί; Δεν θα ΄ταν πολύ αφού προσπέρασα μια σειρά από νέον επιγραφές που προσελκύουν σαν πεταλούδες μερικά μοναχικά αγόρια, όταν ο δρόμος μου βιαίως διακόπηκε. Μια ομάδα από παράξενους εργάτες με φωσφορικά γιλέκα μου έκανε νόημα, στοπ. Κάπως έτσι τηλεγραφικά διεκόπη η αποψινή μου ζωή, κύριοι. Για την ακρίβεια δυο από αυτούς άρχισαν να ξηλώνουν τον δρόμο. Ένας έβαφε διαρκώς με τα πιο οικεία χρώματα το τοπίο και οι άλλοι έσβηναν σαν από χαρτί τα δέντρα, τις ζαρντινιέρες. Κατάλαβα πως πλησίαζε το τέλος μου, οι εργάτες τύλιγαν την πόλη με γρήγορους ρυθμούς, μου έγνεψαν τρέξε να σωθείς, εγώ αποφάσισα πως έχουν δίκιο και άρχισα να ανοίγω το βήμα μου, επιστρέφοντας σε όλα εκείνα τα μέρη που είχα πρωτύτερα κατοικήσει. Βλέπετε ο κόσμος μου υπήρξε ζωγραφιστός, μια δοκιμή ας πούμε και από στιγμή σε στιγμή κινδύνευα να μεταμορφωθώ στην άλικη κουκίδα του Τάρνερ που σβήνει μες στην έκσταση, το παράξενο θυμικό του ζωγράφου. Έτρεξα με όλες μου τις δυνάμεις όταν μετωπικά αντίκρισα και άλλους εργάτες που είχαν βαλθεί να συναντήσουν τους προηγούμενους. Είμαι πια χαμένος, συλλογίστηκα, μα η μοίρα μου επρόκειτο να σκληρύνει ακόμη περισσότερο, δεν είχε ακόμη φανερώσει τις πιο σκληρές τροπές της. Ένα πινέλο, σωστό αόρατο χέρι άρχισε να τραβά νευρικά γραμμές πάνω από το κεφάλι μου. Εκείνη ακριβώς την στιγμή έχασα το μισό μου πρόσωπο από έναν υπόλευκο τόνο. Υπήρξα στοιχείο της ζωγραφιάς, κάτι ολότελα παρόμοιο με όσα απόψε άλλαζαν για πάντα τις θέσεις τους. Τίποτε και κανείς δεν θα μου δείξει ελεημοσύνη, συλλογίστηκα απελπισμένος μα ηρωικός και έτοιμος σαν από καιρό. Η αγριόγατα που μ΄είχε απειλήσει τόσο ανοιχτά κύρτωσε το σώμα της και ούρλιαξε κατά το φεγγάρι, θυμίζοντάς τον ποταμίσιο κίνδυνο των βιβλίων του Φώκνερ. Καιρός να πάψει τόσος λυρισμός, είπα και ακολούθησα τον νευρικό της σπασμό. Πιο πέρα στο ύψος της Ασκληπιού γύρισε και με κοίταξε, τα μάτια της μπερδεύτηκαν με την ανάμνηση ενός κοριτσιού, ψιθύρισα το όνομά της, χίλια φουστάνια ανέμισαν με το νεύμα μου, χίλια κορίτσια βάλθηκαν να με σώσουν από την νύχτα. Και έτσι τα κατάφερα. Βλέπετε, εκ των υστέρων έμαθα πως εκείνη ακριβώς την στιγμή που εγώ βάδιζα στον συλλογισμένο μου περίπατο οι ειδικοί πήραν την απόφαση να τον καταργήσουν. Οι εργάτες τύλιξαν τον δρόμο για κάποια μελλοντική περίσταση και οι ζωγράφοι μετέβαλαν τις αποχρώσεις, ώστε όλα να θυμίζουν το παλιό, καλό δράμα. Κάπως έτσι έχασα το μισό μου πρόσωπο και αν δεν είχα τολμήσει με κίνδυνο τα χρώματά μου, θα ΄χα κιόλας πνιγεί κάτω από στρώματα λαδιού, θυσία στο φέρσιμο του φρέσκο…]

Η είδηση παρέμεινε ασχολίαστη και ο καταγγέλλων έπεσε θύμα της γραφειοκρατικής μηχανής. Του χάρισαν ένα κομμάτι καινούριο πρόσωπο, του είπαν να μην θυμάται και σε μια σεμνή τελετή τον τίμησαν με τον τίτλο των τρεμάμενων πραγμάτων.

Το εύθυμο ένστικτο της πολιτείας όλα τα παρέσυρε, οι πιο επικίνδυνες βροχές πέφτουν σιωπηρά και αναπάντεχα σαν το προστάξει ο καλός της πολιτείας μας θεός. Το άλλο πρωί όλα τα έλουζε ο υδράργυρος και ο «άσχημος Τζο» είχε σαν χίμαιρα ξεγλιστρήσει από έναν βέβαιο θάνατο. Μάρτυς μου ο ίδιος καλός Θεός, πως τα κατάφερε και σήμερα επιβιώνει με ένα μπερδεμένο πρόσωπο και χείλη φεγγαρόφωτο μες στο πολύ πέλαγο, εκεί έξω.

Α.Θ