Απόστολος Θηβαίος | Πολύ ζαχαρωμένα

© Vivian Maier

[…Είχε συμβεί και παλιότερα.
Όταν το λοιπόν,
Τον επισκέφτηκαν
Για να του αποδώσουν
Τις τιμές,
Βρήκαν τα ρούχα του πεταμένα
Στο πάτωμα.
Δεν έδωσαν σημασία και
Απερίσπαστοι έχτισαν
Το μνημείο του ποιητή…]

 

Τώρα το ξέρω, πως είναι μάταιο να κυνηγά κανείς την πρωτοτυπία, τον εύκολο στόχο δεν έχει νόημα να επιδιώκει κανείς.  Η εποχή της συγκομιδής έχει τελειώσει και ότι ήταν να δώσει κανείς το έχει πια σκορπίσει. Όσοι υποκύπτουν στα θέλγητρα της ποίησης, το κάνουν από μια εσωτερική ανάγκη, από μια αισχύνης περιβολή που σημαδεύει ανεξίτηλα τον εαυτό τους. Η μόνη τους απάντηση απέναντι σε εκείνη την χορδή που μυστικά πάλλεται εντός τους δεν είναι άλλη από την δειλή στιχουργική συνήθεια. Την λεπτή, παράταιρη, την αστεία και τραγική, παράθεση των λέξεων και των αισθημάτων, κυρίως αυτών.  Στα πρότυπα εκείνου που σηματοδοτεί η μουσική με την τόση της αμεσότητα, περισσότερη και ισχυρότερη από την ανθρώπινη θέληση. Στον καθένα χαρίζεται το ψηφί, το ριγλί και το μαργαριτάρι και πρέπει κανείς, με τούτα μονάχα τα εφόδια να προβεί στις μικρές και τις μεγάλες προσομοιώσεις του θεού του. Στον καθένα που λέει το μεγάλο ναι και παλεύει μια ολόκληρη ζωή με σκισμένα ναυάγια και ταξίδια στο αφάνταστο, χαρίζονται τα μέσα με τα οποία μπορεί, υπό προϋποθέσεις να θέσει σε κίνηση το φως. Έρμαιο στα αλλάματα του καιρού που στήνει σύμβολα και πάλι τα παρασέρνει και ζητά την δικαιοσύνη, ο ποιητής  εκφράζει, στηρίζει και υποθάλπει μια πύρινη πραγματικότητα. Η φωνή του δεν ταξιδεύει, τα περιθώρια της ζωής του κλειστά. Όμως εκείνος διατηρεί ακμαία την πρόθεση να σπουδάσει το πνεύμα, την δόξα και την ιδέα μες στην έκταση της βιογραφίας του. Δεν διαθέτει αντένες μονάχα κάτι αυτοσχέδιες προβλήτες που ξεκινούν από τον μικρό του κόσμο, φτιαγμένες για να φιλοξενήσουν, όχι εκείνους, μα την δική μας απέλπιδα κραυγή. Το μόνο που χαρίστηκε στους πιο προικισμένους από τους ποιητές δεν είναι άλλο από τον ρετάλι του χάρτι που επιβεβαιώνει πως υπάρχει μια πατρίδα, πως όλα φυλάσσονται κάτω από στρώματα ζωής. Δεν είναι άλλο από το αληθές χρώμα του καλοκαιριού και το κλειδί που ανοίγει την πόρτα. Έτσι που ο καιρός λιγότερο χωρισμό να σπέρνει ανάμεσα στις εποχές και τους ανθρώπους τους.

Θα μου πείτε, τι σε έπιασε με τους ποιητές. Αυτοί δεν υπάρχουν, στα αλήθεια αντιγράφουν τον σπασμό της πόλης και του καιρού, ζωγραφίζοντας τοπία και πορτραίτα πάνω στην άμμο της θαλάσσης. Πεθαίνουν και αποκτούν σημασία, μα είναι για λίγο. Οι εποχές αλλάζουν, το άστρο που έδυσε χθες ήταν το τελευταίο. Η περιουσία τους συνιστά μια απολιθωμένη έκταση, το υλικό τους είναι ο χρόνος που χύνεται και ξοδεύεται σε μια ατέρμονη επανάληψη, όταν εμείς νομίζουμε πως όλα τα καινούρια προσμένουν εκεί έξω. Η περιουσία τους δεν είναι άλλη από το θάρρος τους που εμφανίζεται και εξαφανίζεται όταν το θελήσει η ζωή. Ένα είδος παράτολμου ακροβάτη που κάνει την εμφάνισή του μια κάποια πεζή στιγμή, αφιερώνοντας την πρόζα του στα πόδια μας. Όσα γράφουν και όσα πιστεύουν χαράζονται σε υαλογραφίες απομονωμένων παρεκκλησιών. Οι ποιητές που αξίζουν μια δική τους πόλη, διαθέτουν χείλη από φεγγαρόφωτο. Οι καλύτεροι από αυτούς περνούν την ζωή τους ρεμβάζοντας έξω και πέρα από τον καταιγιστικό χρόνο. Φτιάχνουν σκληρές εικόνες και άλλοτε λεονάρδειες, με το πρόσημο της αναγέννησης. Και το πληρώνουν, θηρεύοντας το άφθαρτο που δεν υπάρχει, που δεν υπάρχει.  Εικόνες που περιέχουν λίγη ζωή, λίγη φθορά και αρκετή, λαϊκή ιστορία. Όταν υπερβάλλουν ζημιώνουν τον εαυτό τους, ακριβώς όπως μια υπέροχη γυναίκα παρασέρνεται σε φλύαρα ενδύματα δίχως γλαφυρότητα και αλήθεια. Μόνο ο εαυτός τους και εμείς τους συγχωρούμε, επειδή ένας λόγος για τον οποίο η ποίηση επιβιώνει είναι ο άλλος κόσμος που προτείνει, είναι τα τόσα πράγματα που κατορθώνει να επεξεργαστεί όταν η πραγματικότητα δειλιάζει. Αυτοί είναι οι ποιητές εν γένει, μεγάλες πέτρινες μορφές που αποκαλύπτουν τον διττό τους ρόλο επάνω στην κόψη μιας τυραννικής σκέψης. Τι σε έπιασε λοιπόν, απόψε με τους ποιητές;

Ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος φαντάζουν φίλοι καρδιακοί. Και οι δυο τους διάλεξαν βλέπεις τον Αύγουστο, τον πιο σκληρό μήνα αυτού του κόσμου για να αποχωρήσουν. Τον διάλεξαν για να αφήσουν έκθετο το κοινό τους στην πεζολογία του καιρού. Τον διάλεξαν, επειδή αυτήν την εποχή ο κόσμος μοιάζει να αφήνει την στερνή του πνοή και η φύση πεθαίνει εμπρός στα μάτια τους. Τον διάλεξαν όπως κανείς διαλέγει μια πολιτεία για πατρίδα του, επειδή είναι σκληρό και αχρείαστο να τριγυρνά κανείς κάλπικος μες στις αγορές του κόσμου. Είναι παράξενο μα οι δυο τους που διασταυρώθηκαν και χωρίστηκαν, συναντιούνται σε μια παράξενη συγκυρία. Ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου μες στον θόρυβο των εκκοκιστηρίων του μα και ο Χριστιανόπουλος που όλα τα εξομολογήθηκε, αρθρώνοντας τους όρους μιας άλλης σχέσης με το αναγνωστικό κοινό, κάνουν κομμάτια τις πνευματικότητες. Όπως στο ποίημα του Γιάννη Τσαρούχη, ανταλλάζουν στίχους με άνεργα σώματά, βρίσκουν τον έρωτα και τρυφερά τον αποχαιρετούν. Την ζωή τους δεν την χαρίζουν στους μεταπράτες, σε εκείνους που πληρώνουν την υπακοή. Κρατούν ένα είδος αθωότητας που δεν χρειάζεται κανένα θυσιαστήριο και κανένα τέμενος για να την υπερασπιστούν. Την κρατούν με την επιμέλεια ενός παιδιού, δίνοντας χώρο στην μοναξιά τους. Το δικό τους δωμάτιο χωρά ολόκληρο τον κόσμο, πυκνώνουν εντός τους το υλικό της ζωής και όσα υπαινίσσονται σημαίνουν ένα  είδος σκληρού, νευρωτικού ρομαντισμού που σπάζει τα φρένα της γραφής τους.  Αλεξανδρινός περισσότερο ο Χριστιανόπουλος, απομονωμένος ο Ασλάνογλου διαθέτουν ψυχές του κόσμου ετούτου, που σε όλες τις κατευθύνσεις πορεύονται. Πεδίο της άσκησής τους η πόλη με τους περαστικούς της ανθρώπους, τόποι και μέρη που δεν κατοικεί τίποτε το άφθαρτο, τίποτε το ιδεώδες. Έτσι οι δυο τους αντέχουν να μάχονται με τα πλοκάμια της πολιτείας που όλα τα παρασέρνει μαζί της, θεμελιώνοντας, γκρεμίζοντας, συλλαβίζοντας τις ορολογίες των ολοκαίνουριων ημερών.

Θυμάσαι εκείνους τους ποιητές; Ε λοιπόν, τους είδα απόψε. Οι δυο τους πέρασαν από την Ελασσόνα, την Θεσσαλονίκη, την Αθήνα. Κατά την διάρκεια του παρατεταμένου καλοκαιριού έμαθαν να μιλούν την φωνή της νύχτας και να στηρίζουν με όλη τους την καρδιά την ομορφιά της στιγμής, το θεμελιώδες απόσπασμα της πιο τέλειας ιστορίας. Μεθούν στα πέριξ της Ελευσίνας, χάνονται μες στην παιδική ατμόσφαιρα του Πειραιά, των Αθηνών, της αγαπημένης τους Θεσσαλονίκης. Στέκουν διαγώνια στον άνεμο, αναζητούν το καταφύγιό τους μες στις λαμπρές εργογραφίες των ζωγράφων. Οι δόξες και τα κατεστημένα τους αφήνουν παγερά αδιάφορους. Την ψυχή τους δαμάζει ένας εμπρησμός, όπως ο θάνατος δαμάζει μια για πάντα τις ανθρώπινες ζωές. Η ομορφιά του κόσμου τους θα συνεχίζει για πάντα στα ωραία χαρακτηριστικά ενός οπλίτη σκεπτόμενου στην άκρη της αποβάθρας, σε ότι κουβαλούν τα τοπία του Ντίνου Παπασπύρου. Δεν θα το αντιληφθεί κανείς, μα πίσω τους, πάνω τους, πλάι τους, ξεχειμωνιάζουν χιλιάδες άγγελοι με σπασμένα φτερά. Όταν προσεύχονται το κάνουν για την αμαρτία ενός. Χαράζουν οδοιπορικά σε ανώφελους, λευκούς καιρούς. Δεν γυρεύουν χρήμα και δόξα, μονάχα λίγη τιμή. Οι δυο τους μοιάζουν με εκείνα τα τολμηρά παιδιά των φρεατίων που πνίγονται στο φως. Με λίγη ψαρόκολλα, με λίγα ευτελή μέσα, με ένα όνομα μιλούν για τον έρωτα των ηρώων, κοιτούν ίσια στα μάτια την μοιχεία των καιρών, βλέπουν τους έρωτες. Το ωραίο στάθηκε για αυτούς τους δύο προσωπική μοίρα και πεπρωμένο, όπως κανείς γεννιέται για τον θάνατο και το χρυσάφι.

Άμα νύχτωσε, δεν τους ξαναείδαν ποτέ.  Σήμερα, οι Άγιοι Ανάργυροι θυμίζουν ησυχαστική μονή και η Θεσσαλονίκη, αυτή, σαν πάντα χορεύει επάνω στα νερά με όψη Νάρκισσου, αχλύ ονείρου. Πάει νύχτωσε και οι δυο τους  γυρεύουν μια τέλεια ιστορία για να γράψουν. Να, δες αυτήν την Αφροδίτη την γυμνή με το περιδέραιο, λέει ο Ντίνος και την φωνή του πνίγει η σειρήνα του εργοστασίου στα ανοιχτά της Ελασσόνας. Κοίταξέ τον, παρατηρεί ο ίδιος, θυμίζει τον αναπαυόμενο Ερμή, συμπληρώνει αλλάζοντας με το χρώμα και τον ρυθμό ολόκληρη την σύνθεσή του, περνώντας από καλοκαίρι σε καλοκαίρι. Οι δυο τους σιωπηρά συλλογίζονται εκείνο που ο Δημήτρης Καπετανάκης στο σύντομο πέρασμά του από τον μάταιο, τούτο κόσμο, επισήμανε. Πάει να πει,  το είδος της ομορφιάς που μόνο ελάχιστοι εννοούν, που κάνει τον έρωτα θανάσιμο και το σώμα, ναό θεού ακριβού. Έπειτα δεν μιλούν. Στέκουν για μια στιγμή και διαλέγουν ένα τραπέζι στην αυλή του θερινού αναψυκτηρίου. Δεν μιλούν, και άλλωστε τι να πουν έτσι σκληρή που είναι της ομορφιάς η μοίρα, τέτοιο που κάνει της ψυχής το κουρέλιασμα. Η ζωή περνά ήμερη, η αιωνιότητα σφαδάζει εκεί έξω για λίγο ενδιαφέρον. Ο Ντίνος τον κοιτάζει επιτιμητικά, μα ευθύς η προσοχή του ταράζεται, μεταμορφώνεται σε υδράργυρο και γλιστρά. Από απέναντι, στην άλλη πλευρά ετούτης της ταπετσαρίας περνούν όλοι ανεξαιρέτως οι Νέοι της Σιδώνος. Και από τις δυο πλευρές, φαντάζουν ψυχές έτοιμες να εξαρθούν.

 Ωστόσο, το πάθος τους, για το πάθος τους σας μιλώ, συνιστά κεφάλαιο αξεχώριστο από την αθεράπευτη ειλικρίνεια που έπλασε τους στίχους τους. Μια άλλη, τέλεια ιστορία που δεν έχω δικαίωμα να γράψω. Ο Νίκος Αλέξης που προαισθάνεται την σκληρή μοίρα των πραγμάτων με τρεμάμενο το χέρι, ρίχνει λίγο χώμα. Αυτό αρκεί. Το υπεραστικό περνά και οι δυο τους διαχέονται τώρα σκαρφαλωμένοι στα ρέλια της τέχνης τους, ακραίοι και ωραίοι. Την τέχνη τους θα μπορούσε να την εξηγήσει κάποιος που αντιλαμβάνεται τα ανθρώπινα ένστικτα σε όλη την έκτασή τους. Όμως τέτοιοι οιωνοσκόποι δεν υπάρχουν. Πρόκειται για μια ειδικότητα χαμένη.  Και όσα δεν εξηγεί η πραγματικότητα, η ποίησή τους είναι στιγμές που τα κάνει πράξη, δικαιώνοντας για τώρα και για πάντα την πιο ανθρώπινη πλευρά, την πιο αφοπλιστική, του εαυτού μας.

 […Έψησαν καφέ
Και τον μνημόνευσαν,
Γύρω του οι φίλοι
Γύρω του
σαράντα, σιωπηρές
Εκκλησιές,
Καθώς εκείνος
Ξεκληρισμένος από έρωτα
Στο χώμα πετούσε
Το στεφάνι του
Φωνάζοντας
«εναντίον»
«εναντίον!»…]

Απόστολος Θηβαίος